Κάτι τέτοιες μέρες επετείων, όταν έρχονται στην επικαιρότητα μεγάλες μορφές ηρώων – μαρτύρων, από τις περιγραφές σου δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν ήταν κοινοί θνητοί οι άνθρωποι αυτοί.
Κι έρχονται γκραβούρες αργότερα και φωτογραφίες πιο πρόσφατα για να διαπιστώνεις ότι «ήταν θεριά» πράγματι.
Ακόμα και ο σωματότυπός τους εναρμονιζόταν με την ρωμαλέα ψυχή τους Βλέπεις και θαυμάζεις.
Κάποιοι από αυτούς έμειναν και στην ιστορία για την Ηράκλεια δύναμή τους. Άλλοι πάλι πιο σύγχρονοι ακόμα ανέβασαν το Ρέθυμνο ψηλά όταν οι ίδιοι πήραν τις διακρίσεις που δόξαζαν και τον τόπο.
Όπως ήταν ο Στέλιος Μυγιάκης, που δεν ξέρω πόσοι τον θυμόμαστε πια και ας στήσαμε αψίδες όταν μας επισκέφτηκε ως Ολυμπιονίκης το 1980.
Ο Στέλιος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο 5 Μαΐου 1952. Στα δυο του χρόνια αρρώστησε πολύ σοβαρά και χρειάστηκε να νοσηλευτεί στην Αθήνα για μεγάλο διάστημα. Οι γιατροί ήταν απαισιόδοξοι για την εξέλιξη της πορείας της υγείας του αλλά εκείνος γεννημένος αγωνιστής τα κατάφερε να επιβιώσει.
Αναγκάστηκε όμως στο μεταξύ να μετεγκατασταθεί στη Αθήνα και η υπόλοιπη οικογένεια (πατέρας και τέσσερα αδέλφια) για να είναι πιο κοντά στα κέντρα νοσηλείας, που θα μπορούσε ο μικρός να κάνει τη θεραπεία του. Εγκαταστάθηκαν στην Ηλιούπολη ανοίγοντας νέο κεφάλαιο στη ζωή τους.
Ζούσαν όμως πολύ δύσκολα. Για να μπορέσουν να ζήσουν επτά άτομα σε ένα σπίτι, ο πατέρας του δούλευε ως γκαρσόνι και η μητέρα του έκανε δύο δουλειές. Έφευγε το πρωί και γύριζε το βράδυ, καθώς έπλενε και καθάριζε σε σπίτια και μετά έκανε τη λάντζα σε εστιατόριο.
Μεγάλωνε ο Στέλιος σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Αν και φαινόταν να έχει αδικηθεί από τη φύση ως προς το ύψος διέθετε όμως εξαιρετική μυϊκή δύναμη. Όσα παιδιά κι αν τον προκαλούσαν να παλέψει μαζί τους εκείνος δεν έδειχνε να πτοείται. Μάταια προσπάθησε κάποτε μια ομάδα «διαβόλων» της τάξης να τον πετάξει στη γούρνα του σχολείου μέσα στις λάσπες. Νικητής και τροπαιούχος ανεδείχθη ο Στέλιος και από τότε κατάλαβε πόσο του άρεσε η πάλη. Γιατί μπορεί να είχε έφεση στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο στίβο ευρύτερα αλλά στην πάλη εύρισκε τον εαυτό του.
Έπρεπε όμως από μικρή ηλικία να δουλέψει γιατί σπάνια περίσσευε το φαγητό στο σπίτι. Τόσα στόματα πώς να τραφούν;
Ο Στέλιος πάλευε για το πενιχρό μεροκάματο. Πουλούσε πορτοκαλάδες στους κινηματογράφους, πέρασε από κουρεία και ραφεία, οικοδομές και παγοπωλεία. Εκεί πια μαρτύρησε. Ξυπνούσε στις 4 το πρωί να αφήσει πάγο στα μαγαζιά και στις 8 τον άφηνε το αφεντικό του στο σχολείο. Εκεί όμως αποκαμωμένος έγερνε στο θρανίο και κοιμόταν. Ο δάσκαλος ήταν πάντα εκεί με το χάρακα για να τον ξυπνήσει με τους γνωστούς παιδαγωγικούς τρόπους της εποχής. Οι ξυλιές στην πλάτη έκαναν το ταλαίπωρο παιδί να πετιέται όρθιο στο λεπτό.
Στα 15 του βρέθηκε τυχαία στο γυμναστήριο του Εθνικού Αθηνών. Εκεί τον πρόσεξε ο προπονητής Παναγιώτης Αρκουδέας και τον ρώτησε αν του αρέσει η πάλη. Κι όταν πήρε καταφατική απάντηση του ζήτησε να εφοδιαστεί με τα χρειώδη (παπούτσια κ.λ.π.) και να πάει την επομένη κιόλας. Ο Στέλιος όμως δεν είχε χρήματα να τα αγοράσει όλα αυτά. Τον βόλεψε πάντως ο προπονητής του που είχε διαβλέψει σ’ αυτόν την μετέπειτα δόξα του αθλήματος.
Ο νεαρός παλαιστής έστω και μετά από περιπέτειες, ακόμα κι όταν χρειάστηκε να κάνει πεζός τη διαδρομή από το σπίτι του στην Ηλιούπολη στο γυμναστήριο, κατάφερε να διακριθεί.
-Τρία χρόνια αργότερα, το 1970, σε ηλικία 18 χρόνων αναδείχθηκε πρωταθλητής Ελλάδας στην κατηγορία των 52 κιλών και ακολούθησαν άλλα πέντε χρυσά μετάλλια σε πανελλήνια πρωταθλήματα (1974, 1975, 1976, 1978 και 1979 στην κατηγορία των 62 κιλών).
Εκείνη την εποχή δεν ήταν όπως σήμερα πολλοί εκείνοι οι νέοι και από το νησί μας που διακρίνονται στον αθλητισμό. Ο Στέλιος ήταν αυτός που μας έδωσε τη μεγάλη περηφάνια από τους πρώτους. Ξεκίνησε εντελώς τυχαία την καριέρα του όταν συνάντησε στο σύλλογο τον Πέτρο Γαλακτόπουλο, τον προπονητή που τον προετοίμασε για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Μόσχας. Αμέσως ξεκίνησαν μαζί προπονήσεις…
Όταν έγινε 20 ετών, πήρε μέρος στην πρώτη του Ολυμπιάδα το 1972 στο Μόναχο, ενώ ακολούθησε το 1976 στο Μόντρεαλ χωρίς να διακριθεί. Το 1980, όμως, στη Μόσχα ήταν η χρονιά του. Κρέμασε το χρυσό μετάλλιο στο στήθος στην κατηγορία 62 κιλών της ελληνορωμαϊκής και έγινε ο πρώτος και μοναδικός μέχρι σήμερα Έλληνας αθλητής που τα έχει καταφέρει στο άθλημα αυτό.
Χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στην Ηλιούπολη, ξεχείλισαν και οι πανηγυρισμοί στο Ρέθυμνο από τις στήλες των τοπικών μέσων ενημέρωσης.
Ο θρύλος της ελληνορωμαϊκής πάλης εμφανίστηκε για τελευταία φορά ως αθλητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες, όπου ήταν και ο σημαιοφόρος της Ελλάδας. Δεν τα πήγε καλά, αφού είχε σπάσει το δάχτυλό του. Μετά συνέχισε την καριέρα του ως προπονητής της Εθνικής ομάδας και ως κόουτς συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988.
Ο Στέλιος έχει περάσει με χρυσά γράμματα στα χρονικά του τόπου μας κι έτσι θα μείνει για πάντα.
Θρυλικοί ήρωες με εξαιρετική δύναμη
Είναι πολλοί ακόμα οι Ρεθεμνιώτες «Ηρακλείδες» που μπορεί να μην ανέβηκαν στο βάθρο του πρωταθλητή έγραψαν όμως ιστορία στο χώρο του ο καθένας.
Μια και τιμάμε τα 200 χρόνια από την Εθνική Παλιγγενεσία, αξίζει να θυμηθούμε μερικούς από τους ήρωες με «Ηράκλεια» δύναμη. Όπως ο Γεώργιος Αποστολάκης.
Καταγόταν από τους Λαμπιώτες και ήταν ξάδερφος του αγωνιστή Ιωάννου Πετρουλάκη.
Η προφορική παράδοση τον παρουσίαζε σαν πελώριο γίγαντα με τεράστια δύναμη.
Σε μια συμπλοκή, αρχές της Επανάστασης του 21, σε μια τοποθεσία απέναντι από τους Λαμπιώτες, πυροβόλησε έναν Τούρκο και πιστεύοντας ότι τον σκότωσε πλησίασε ανύποπτος. Εκείνος όμως ζούσε και συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του κατάφερε να τραυματίσει τον Αποστολάκη με μια σφαίρα στο μηρό. Ο ήρωας πέθανε λίγες μέρες αργότερα από αιμορραγία.
Στο χωριό του Λαμπιώτες υπάρχει συνοικία που φέρει το όνομά του.
Γιος μεγάλου αγωνιστή, ο Μιχαήλ Βαβουράκης
Άλλος περίφημος για την μυϊκή του δύναμη ήταν ο Μιχαήλ Βαβουράκης, γιος του Κωνσταντή Βαβουράκη (Βαβουροκωνσταντή (1820-1868) από τους σημαντικότερους αγωνιστές των μεγάλων επαναστάσεων.
Είχε τραυματιστεί στη μάχη των Καμαρών το 1866.
Ο Μιχαήλ Βαβουράκης γεννήθηκε στην Κρύα Βρύση, το 1849. Από μικρός διακρινόταν για τη λεβεντιά του και όταν ανδρώθηκε προκαλούσε τον ανυπόκριτο θαυμασμό η τεράστια μυϊκή του δύναμη. Ήταν ένας «Ηρακλής» της εποχής του. Άνδρας τολμηρός και αποφασιστικός. Η φυσική του αρετή τον έκανε πιο θαρραλέο. Σε επαναστατικές περιόδους ξεχώρισε για τη γενναιότητά του. Σε περίοδο ειρήνης είχε καθήκοντα τσαούση. Ήταν από τις επίλεκτες διακρίσεις των Τούρκων σε ανθρώπους που είχαν τη δύναμη να επιβάλλονται στους άλλους. Εκπροσωπούσε δηλαδή ο καπεταν Μιχάλης την έννομη τάξη με τον βαθμό του Ενωμοτάρχη.
Όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση ανδρός ρωμαλέου πολλά έχουν αποδοθεί στον Βαβουράκη και ίσως κάποια ακουμπούν στις παρυφές του θρύλου.
Ας απολαύσουμε από μαρτυρίες μερικές από τις διηγήσεις αυτές.
Το ρεζίλεμα του επάρχου
Ένας από τους φοβερότερους Τούρκους χριστιανομάχους είχε διοριστεί κάποτε έπαρχος στο Σπήλι.
Τις εποχές εκείνες αν ο έπαρχος γινόταν στόχος επιθέσεων ή προκαλούσε τη μήνη εκθέτοντας την αυτοκρατορία με την επιπόλαιη συμπεριφορά του μπορούσε να αντικατασταθεί με συνοπτικές διαδικασίες.
Για καλό και για κακό λοιπόν φρόντιζε κάθε έπαρχος και ιδιαίτερα ο Τούρκος της ιστορίας μας να έχει ισχυρή φρουρά που ήταν διαρκώς σε ετοιμότητα. Όσα μέτρα κι αν πήρε όμως λογάριαζε χωρίς τον Βαβουράκη που είχε καημό να τον ρεζιλέψει. Με ποιο τρόπο όμως;
Δεν άργησε να σκεφτεί κάτι και αμέσως να καλέσει μερικούς ψυχωμένους φίλους του που είχαν το ίδιο πάθος με αυτόν για να ταπεινώσουν τον εχθρό. Αυτοί τον άκουσαν με ενθουσιασμό και δέχτηκαν αμέσως να συμμετέχουν στο σχέδιό του.
Μια βραδιά με καταρρακτώδη βροχή φρόντισε να δανειστεί ρούχα και στιβάνια και κάλεσε τους φίλους του, γιατί έφτασε η μεγάλη στιγμή που από καιρό σχεδίαζαν.
Ο δανεισμός ήταν απαραίτητος για το σχέδιο, γιατί εκείνη την εποχή δεν διέθεταν οι άνθρωποι τη γκαρνταρόμπα των σημερινών δυνατοτήτων.
Πήγαν στο Σπήλι μπαλωτάρησαν καλά καλά το Επαρχείο και μέχρι να καταλάβουν οι φρουροί τι συμβαίνει και να επέμβουν, ο καπετάν Μιχάλης με τους άνδρες του είχαν καταφέρει να διανύσουν την απόσταση των 15 χιλιομέτρων και να επιστρέψουν στην Κρύα Βρύση.
Βοήθησαν οι στενοκοπιές και τα δύσβατα μονοπάτια που ήξεραν καλά οι Κρυοβρυσανοί στο να κλείσουν πίσω τους την πόρτα του σπιτιού τους με ανακούφιση. Γιατί κανένας δεν τους είχε ακολουθήσει.
Η προσβολή στον Έπαρχο δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη και κυρίως ατιμώρητη. Και δεν άργησαν να αντιληφθούν ποιος έκανε την αποκοτιά αυτή. Σάμπως είχαν πολλοί το θάρρος και την τόλμη του καπετάν Μιχάλη Βαβουράκη;
Δεν έχασαν καιρό. Καβάλα στ’ άλογα έσπευσαν στην Κρύα Βρύση και χτύπησαν την πόρτα του ήρωα με την ηράκλεια δύναμη.
Ατάραχος τους υποδέχτηκε αυτός και μάλλον ενοχλημένος για την αναστάτωση. Εκείνοι χωρίς να χασομερήσουν του είπαν το λόγο που τον υποψιάζονταν και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει.
Εκείνος τους κοίταξε με επιτιμητικό ύφος κουνώντας το κεφάλι του με σημασία. Μα ήταν τρελοί; Μπορούσε μια τέτοια νύχτα να κάνει αυτό που τον κατηγορούσαν και να τους υποδέχεται με ρούχα ολόστεγνα που έδειχναν πως δεν είχε βγει ούτε στο κατώφλι του σπιτιού του;
Οι Τούρκοι δεν είχαν καν στοιχεία για να ενοχοποιήσουν επίσημα τον Βαβουράκη. Και γύρισαν πίσω άπρακτοι. Όπως ήταν φυσικό ο έπαρχος όχι μόνο πήρε εκδίκηση για την προσβολή που του έγινε αλλά αντικαταστάθηκε αμέσως.
Σύλληψη επικίνδυνου κακοποιού
Μια άλλη φορά πληροφορήθηκε ότι ένας από τους πιο προκλητικούς κακοποιούς της εποχής κι επικίνδυνος για την τάξη, επίσης μυώδης και ρωμαλέος μαζί με άλλον περιβόητο κακοποιό κοιμόταν απέναντι στην Κρύα Βρύση στη θέση Αρδακτυλινές.
Ο Βαβουράκης δεν μπορούσε να χωνέψει αυτή την πρόκληση. Ανησυχούσε μήπως οι δυο κακοποιοί έβαζαν σε περιπέτεια τους χωριανούς του. Κάλεσε αμέσως μερικούς από τους πιο ψυχωμένους φίλους του, έναν Φωτάκη που ήταν άσσος στο σημάδι, έναν Μαυρομιχελάκη με γάλο παλικάρι κι αυτός κι έναν Κανακάκη επίσης σπουδαίο και δυνατό και τους καθοδήγησε πώς να συλλάβουν τους κακοποιούς.
Λέγεται πως από το κεφάλι του ενός κακοποιού, αυτού με την ηράκλεια δύναμη έγινε τρύπα το χώμα στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύλληψη. Κι όμως οι Κρυοβρυσανοί με τον Βαβουράκη τα κατάφεραν και τους οδήγησαν δέσμιους στον Καντή στο Σπήλι.
Για μέρες κουβέντιαζαν κι αυτό το κατόρθωμα ακόμα και στα γύρω χωριά.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα επισκέφθηκε την Κρύα Βρύση ο έπαρχος από το Σπήλι με συνοδό τον κακοποιό με την εξαιρετική δύναμη.
Τον είδε και ο Βαβουράκης κι έγινε θηρίο. Όρμησε πάνω του κι αφού τον έδειρε καλά καλά απαίτησε από τον έπαρχο να τον απομακρύνει διαφορετικά θα γινόταν ένοπλη σύγκρουση. Ο έπαρχος αναγκάστηκε να υπακούσει. Έδιωξε τον κακοποιό που πήγε και περίμενε στη θέση Βίγλα, μέχρι το απόγευμα που τέλειωσε ο έπαρχος τις υποχρεώσεις του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το Σπήλι.
Κι όμως αυτό το «θηρίο» πέθανε πολύ νέος, μόλις σε ηλικία 37 ετών από πνευμονία.
Είχε παντρευτεί τη Μαρία Φωτάκη και είχε αποκτήσει ένα γιο το Γιώργη ή Ορφανό, λόγω της πρόωρης ορφάνιας του. Να ευχαριστήσω για μια ακόμα φορά τον κ. Γιώργη Μαυροτσουπάκη, που γίνεται αφορμή να γνωρίζουμε τόσο σπουδαίους ανθρώπους όπως ο Μιχάλης Βαβουράκης. Ο ήρωας με την ηράκλεια δύναμη και την απροσκύνητη ψυχή.
Και ο περίφημος «Σιδεράς»
Η χθεσινή αναφορά μας στην οικογένεια των Σηφάκηδων μας φέρνει στο νου και τον σύγχρονο «Ηρακλή» Δημήτρη Σηφάκη του Μιχαήλ τον επονομαζόμενο Σιδερά από τη Λαμπηνή. Πρόκειται για τον πασίγνωστο μερακλή που τίμησε με το παραπάνω τον παππού του Συμμισακό, αφού απέκτησαν επτά παιδιά με την άξια σύζυγό του Διαμαντούλα από τα Κεραμέ. Το παρατσούκλι το πήρε λόγω του επαγγέλματός του αλλά και της υπερφυσικής δύναμής του. Από μαρτυρίες στην νεότητα του τα ατσάλινα χέρια του σήκωναν σιδερόπορτα διακοσίων κιλών. Διατηρεί με την οικογένεια του την γνωστή ταβέρνα «Σιδεράς» στη Λαμπηνή με ποιοτικά προϊόντα και άριστη φιλοξενία.
Ο αξέχαστος Δημήτρης Φρυγανάκης
Και πώς να κλείσουμε ένα αφιέρωμα όπως αυτό χωρίς έστω και μια υπενθύμιση του Δημήτρη Φρυγανάκη που έδωσε υπόσταση και δόξα στα λαϊκά αθλήματα.
Ο υπέροχος αυτός και αξέχαστος αθλητής δεν αρνήθηκε ποτέ τη βοήθειά του στους συλλόγους που ετοίμαζαν μεγάλες διοργανώσεις. Κι ήταν το «δεξί» χέρι των μελών του Συλλόγου Κυριών το 1938 που ετοίμαζαν «Ανθεστήρια» αλλά δεν είχαν υποστήριξη όπου χρειαζόταν μεγάλη μυική δύναμη. Ο Δημήτρης Φρυγανάκης έδωσε κι εκεί τον καλύτερο εαυτό του. Και αναφέρεται με ευγνωμοσύνη σε σχετικές αναφορές και γι’ αυτό.
Ας θυμηθούμε επίσης τους Βασίλη Μιχελάκη από τα Κεραμέ, και τον Μαθιουδάκη από τις Καρήνες που είχαν υπερφυσική δύναμη αλλά περισσότερα και γι’ αυτούς σε επόμενα αφιερώματα.
Πηγές:
Κρύα Βρύση: Οι παλιοί Α(ν)θρώποι. Επιμέλεια Γιώργου Μαυροτσουπάκη
Μαρτυρίες: Νίκος Βαβουράκης (Τερζίνης)
Ζαχαρίας Ασουμανάκης
Γεώργιος Σ. Βαβουράκης
Γιώργου Βροντάκη: Ο Ολυμπιονίκης Στέλιος Μυγιάκης
Μηχανή του Χρόνου: Στέλιος Μυγιάκης
Μαρτυρίες Γιώργου Ιωσήφ Σηφάκη (Σιμισακογιώργη)