Ολοκληρώνοντας το αφιέρωμά μας στις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας από το Ρέθυμνο ή που είχαν σχέση με το Ρέθυμνο θα σταθούμε στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης που θα λαμπρύνει από τον επόμενο μήνα ο λαοπρόβλητος Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος ο Β’.
Για τους νεότερους αναγνώστες μας αξίζει προηγουμένως να σημειώσουμε, ότι η Εκκλησία της Κρήτης είναι Αποστολική. Ο πρώτος πυρήνας χριστιανών οργανώθηκε περί το 64 μ.Χ. από τον Απόστολο Παύλο, κατά την γ’ αποστολική περιοδεία του. Ο Παύλος ανέθεσε το συστηματικό έργο του εκχριστιανισμού της νήσου στον μαθητή του Απόστολο Τίτο, πρώτο επίσκοπο της νήσου. Με την επέκταση του Χριστιανισμού, οργανώθηκε και η Κρητική Εκκλησία με προκαθήμενο και επισκόπους, που αποτέλεσαν την τοπική σύνοδο. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου και η Κρήτη ήταν μία από τις δώδεκα Αρχιεπισκοπές του Ιλλυρικού (όπως ονομαζόταν τότε η Βαλκανική Χερσόνησος).
Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης είχε έδρα τη Γόρτυνα, που ήταν και το διοικητικό κέντρο της νήσου ήδη από την εποχή της ρωμαιοκρατίας.
Στις αρχές του 8ου αιώνα οι επισκοπές ήταν δώδεκα και η Κρήτη αποκαλείται «δωδεκάθρονος». Ως την εποχή αυτή η Αρχιεπισκοπή Κρήτης υπαγόταν διοικητικά στον θρόνο της Ρώμης, αλλά οι εικονομάχοι βυζαντινοί αυτοκράτορες την απέσπασαν και την προσάρτησαν στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως (περί το 754), επειδή ο πάπας ακολουθούσε πολιτική εικονόφιλη.
Η περίοδος της Αραβοκρατίας (περίπου 824–961 μ.Χ.) αποτελεί τομή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της Κρήτης.
Μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 αρχίζει η λεγόμενη δεύτερη περίοδο στην Κρήτη (961-1204). Πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο τώρα είναι ο Χάνδακας, που γίνεται έτσι και έδρα του προκαθημένου της Εκκλησίας Κρήτης.
Οι Βενετοί απομάκρυναν τους Ορθόδοξους αρχιερείς της νήσου, ονόμασαν την Εκκλησία Κρήτης Αρχιεπισκοπή, κατά τα λατινικά πρότυπα, και εγκατέστησαν λατίνο αρχιεπίσκοπο και λατίνους επισκόπους.
Την ορθοδοξία στην Κρήτη στήριξαν τους κρίσιμους εκείνους καιρούς τα πολυάριθμα ορθόδοξα μοναστήρια, δραστήριοι ηγούμενοι και λόγιοι μοναχοί, και ο απλός κλήρος των χωριών και των αστικών κέντρων.
Η τουρκοκρατία (1645-1898) μετέβαλε, ανάμεσα στα άλλα, και τη θρησκευτική κατάσταση στην Κρήτη. Μία από τις πρώτες πολιτικές πράξεις της τουρκικής διοίκησης ήταν και η αποκατάσταση της ορθόδοξης ιεραρχίας στην κρητική Εκκλησία.
Μετά το 1700 ο μητροπολίτης Κρήτης τιτλοφορείται «Κρήτης και πάσης Ευρώπης». Είναι ο επίσημος τίτλος που φέρει και σήμερα.
Κατά τους σκληρούς εκείνους χρόνους το Οικουμενικό Πατριαρχείο βοηθούσε με διάφορους τρόπους την Εκκλησία Κρήτης.
Κατά τη μεγάλη επανάσταση του 1821 η Εκκλησία Κρήτης αποκεφαλίστηκε. Στη μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου της 24 Ιουνίου 1821, οι εξαγριωμένοι Τούρκοι κατέσφαξαν τον μητροπολίτη Κρήτης και πέντε επισκόπους.
Το 1862 οι επισκοπές της Κρήτης ανασυστήθηκαν, εκτός από την Κνωσού, που οριστικά καταργήθηκε και προσαρτήθηκε στη μητρόπολη.
Η κατάσταση της Εκκλησίας της Κρήτης ρυθμίστηκε με νόμο της Κρητικής Πολιτείας το 1900.
Το 1967, η μητρόπολη Κρήτης ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή και ο μητροπολίτης Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο.
Από τον κατάλογο που παραθέτει στην ιστοσελίδα της η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης διακρίνουμε τους παρακάτω που ο καθένας τους έγραψε τη δική του ιστορία.
Αν και ήταν ξεχωριστοί δεν μπορούμε να μην κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά σε μια μεγάλη μορφή που ανέδειξε ο εκλεκτός ερευνητής κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, φιλόλογος – θεολόγος και συγγραφέας πολυσήμαντου έργου μεγάλης θρησκευτικής, ιστορικής και λαογραφικής σημασίας.
Η ευλαβική αναφορά μας στον Βασίλειο Μαρκάκη τον αντιπροσωπευτικό λειτουργό του Υψίστου, τον ασυμβίβαστο αγωνιστή, τον φλογερό πατριώτη που ζήτησε να ταφεί με τα τριμμένα του ράσα.
Γεννήθηκε στα Κεραμέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης το έτος 1872. Πολύ ενωρίς διακρίθηκε για τις σπουδαίες του αρετές. Το έτος 1890, αφού χειροθετήθηκε μοναχός της Ι. Μονής Πρέβελη Ρεθύμνου, αναχώρησε αμέσως ως υπότροφος της εν λόγω Μονής στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία και έλαβε το πτυχίο του με «άριστα», τον Ιούνιο του 1896.
Το 1898, ο Βασίλειος επέστρεψε και πάλι στην Κρήτη. Ιεροδιάκονος, ακόμα, διαδέχεται στη διεύθυνση της Σχολής του Αγίου Πνεύματος, η οποία συντηρούνταν από τη μονή του Πρέβελη, τον λαμπρό φιλόλογο και λόγιο καθηγητή του Γυμνασίου Ρεθύμνης Μιχαήλ Πρεβελάκη, ο οποίος είχε τη διεύθυνση της Σχολής από το 1895.
Το έτος 1900 εκοιμήθη ο επίσκοπος Αρκαδίας Νικόδημος και μεταξύ των τριών υποψηφίων είχε προταθεί από την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης και ο Βασίλειος, παρότι, τον καιρό εκείνο, ήταν ηλικίας μόλις 28 χρόνων. Προκρίθηκε ο Βασίλειος ως επίσκοπος Αρκαδίας και χειροτονήθηκε στις 30 Ιουνίου του 1902.
Η αντιστασιακή δράση του Βασιλείου αρχίζει με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, όταν ήταν ακόμη επίσκοπος Αρκαδίας. Ακόμα και σήμερα πολλοί διατηρούν στη μνήμη τους την εικόνα του Δεσπότη τους μπροστά στην είσοδο της επισκοπής του στους Αγίους Δέκα, να ευλογεί όλα τα στρατευμένα παιδιά της επισκοπής του που έφευγαν για το μέτωπο, προσφέροντάς τους, μαζί με την ευλογία και την ευχή του, και από ένα σταυρουδάκι. Δεν υπήρχε Μεσαρίτης που να έφυγε για το μέτωπο χωρίς τον σταυρό και την ευχή του Δεσπότη.
Το αποκορύφωμα, όμως, του αντιστασιακού αγώνα του Βασιλείου σημειώθηκε μετά το Μάιο του 1941, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη και ο Βασίλειος, ως Μητροπολίτης Κρήτης, δεν δέχτηκε σε καμιά περίπτωση να συμβιβαστεί με τη βία της γερμανικής κατοχής. Στις 20 Μαΐου 1941, ημέρα που έπεσαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, σύμφωνα με τον αγωνιστή παπά-Νικολή Νεονάκη, τελούνταν ο εσπερινός στον Άγιο Μηνά, χοροστατούντος του Κρήτης Βασιλείου με τον αρχιμανδρίτη Φώτιο Θεοδοσάκη και τον ιερέα Γεώργιο Κυπριωτάκη. Μετά το πέρας του εσπερινού, Μητροπολίτης και ιερείς, βροντοφώναξαν: «όλοι μαζί εναντίον των Ούνων» και έτρεξαν στην αποθήκη του στρατού που ήταν δίπλα στο Πανάνειο νοσοκομείο και, αφού παραβίασαν την πόρτα, πήραν μαζί τους όσα όπλα μπορούσαν και ξεχύθηκαν στη μάχη. Εν τω μεταξύ ο Βασίλειος, μαζί με τον παπα-Μηνά και τον παπα-Γιώργη Κυπριωτάκη, βγήκαν στους δρόμους του Ηρακλείου και τους παρότρυναν όλους να πάρουν μέρος στον αγώνα. Όπλισαν όσους τους ακολούθησαν και, στη συνέχεια, ανέβηκαν πάνω στο μπεντένι, κοντά στη Χανιόπορτα. Εκεί πήραν θέση μάχης και εμπόδισαν τους Γερμανούς να μπουν μέσα στην πόλη.
Εξαπολύοντας νέες εγκυκλίους του προς τους ναούς όλης της Κρήτης, ο Βασίλειος συνέχισε να εμψυχώνει τον κόσμο και να στρέφεται φανερά και ευθέως κατά των στυγνών κατακτητών. Ο άμβωνας του Αγίου Μηνά έγινε από τότε από τον Βασίλειο φάρος παρηγοριάς και ελευθερίας, αλλά και βήμα περήφανο ενάντια των Γερμανών κατακτητών. Έτσι, ο Βασίλειος μετά από κάθε λειτουργία στον Άγιο Μηνά, αλλά και όπου αλλού λειτουργούσε, βροντοφωνούσε θαρρετά και με όλη τη δύναμη της ψυχής του, παραδειγματίζοντας και δυναμώνοντας τα πλήθη: «Καλή Λευτεριά!» και σε κάθε μεγάλη εορτή: «Και του χρόνου ελεύθεροι!».
Από τη θανατική καταδίκη στην ισόβια εξορία ο Βασίλειος Μαρκάκης
Μετά από όλα αυτά, το γεγονός που, τελικά, οδήγησε στην εξορία του Βασιλείου από τους Γερμανούς, έχει ως εξής: Την παραμονή του Ευαγγελισμού, του κατοχικού έτους 1942, ο τότε Έλληνας Νομάρχης Ηρακλείου με τηλεφώνημά του ζήτησε από τον Μητροπολίτη Βασίλειο, ύστερα από διαταγή των γερμανικών αρχών κατοχής, την άλλη μέρα, κατά την πανηγυρική δοξολογία στον ι. ναό του Αγίου Μηνά, να μιλήσει υπέρ των Γερμανών. Τότε εκείνος ευθαρσώς του απάντησε: «Όχι, κ. Νομάρχα, δεν θα ομιλήσω υπέρ των Γερμανών αλλά κατά!». Και η απάντηση του Νομάρχη ήταν: «Σεβασμιότατε, λυπάμαι πολύ αλλά θα το μετανιώσετε!».
Και πραγματικά, στις 25 Μαρτίου 1942 ο Βασίλειος λειτούργησε στον ιερό ναό του Αγίου Μηνά και καταφέρθηκε ανοικτά εναντίον των κατακτητών. Το αμέσως επόμενο πρωί, 26 Μαρτίου, ο Βασίλειος συλλαμβάνεται στο γραφείο του από μιαν ομάδα της Γκεστάμπο, προκειμένου να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, από το οποίο κατόρθωσε, την τελευταία στιγμή, να τον σώσει ο γενικός διοικητής Κρήτης Εμμανουήλ Λουλακάκης, ο οποίος μεσολάβησε στον πολεμικό σύμβουλο του Γερμανού διοικητή Κρήτης Dr Alexinat, λέγοντάς του ότι εάν ο αρχηγός της Εκκλησίας της Κρήτης τουφεκιστεί τότε όλοι οι Κρητικοί θα επαναστατήσουν εναντίον τους. Και ο Γερμανός, σε έξαλλη κατάσταση, θα καταλήξει λέγοντας: «Η μεγαλύτερη επιείκεια που ημπορούμε να δείξωμεν εις την περίπτωσιν του Μητροπολίτου Μαρκάκη είναι να φύγει αμέσως από την Κρήτην» .
Ύστερα από όλες αυτές τις δραματικές εξελίξεις ο Βασίλειος οδηγείται από μιαν ομάδα της Γκεστάμπο στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, όπου επιβιβάζεται σε ένα στρατιωτικό αεροπλάνο που τον μετέφερε στο αεροδρόμιο Τατοΐου της Αθήνας, με την υποχρέωση να εμφανίζεται κάθε πρωί και να δίνει το «παρών» στο γερμανικό φρουραρχείο. Από την Αθήνα ο Βασίλειος, με νεότερη διαταγή, εκτοπίστηκε σε ακριτικό νησί του ανατολικού Αιγαίου, όπου η στέρηση και οι κακουχίες της κατοχής υπέσκαψαν σοβαρά την υγεία του, γεγονός που ανάγκασε την παρέμβαση της τότε υποτυπώδους ελληνικής πολιτείας να διατάξει τη μεταφορά του στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας, όπου παρέμεινε το μεγαλύτερο διάστημα της εκεί εξορίας του μέχρι την κατάρρευση του Άξονα, οπότε επέστρεψε και πάλι στην ελεύθερη Κρήτη.
Όμως, να που και εδώ, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της κατοχικής Αθήνας, ο Κρήτης Βασίλειος, έχοντας πλήρη επίγνωση του καθήκοντός του, κατάφερνε, ξεφεύγοντας τα βλέμματα των Γερμανών κατακτητών, να επικοινωνεί τακτικά με το ποίμνιό του της Αθήνας αλλά και με τη Μητρόπολή του στην Κρήτη, και, ως στοργικότατος πνευματικός πατέρας, να παρηγορεί και ενθαρρύνει με λόγια μεστά και γεμάτα ελπίδα την Αντίσταση στον Γερμανό κατακτητή. Έχουμε πολλές μαρτυρίες Κρητικών που διέμεναν στην Αθήνα (Καθηγητή Νικολάου Τωμαδάκη, Ειρήνης Μπριλάκη- Καβακοπούλου, Αλβανομάχων, με δημοσιεύματά τους σε εφημερίδες της εποχής, κ.ά.), που με μοναδικό τρόπο σκιαγραφούν αυτήν την πατριωτική του Βασιλείου στάση και δράση και εξόριστου, ακόμα, στην κατοχική Αθήνα.
Έτσι, ο Βασίλειος αποτελεί το φωτεινό παράδειγμα ενός ακόμα άξιου ποιμένα ανάμεσα στους χιλιάδες Έλληνες ρασοφόρους, που θυσιάστηκαν στους μακραίωνες του έθνους αγώνες.
Στις κρίσιμες και βαριές ώρες της Γερμανικής Κατοχής, ο Μητροπολίτης Βασίλειος στάθηκε ορθός και αγέρωχος, γνήσιος Έλληνας, γνήσιος Κρητικός, γνήσιος Πνευματικός ηγέτης της Κρήτης όσο, φυσικά, τον άφησαν οι Γερμανοί να προΐσταται της Κρητικής Εκκλησίας. Και τη στάση του αυτή που ήταν αληθινή Αντίσταση κατά του καταχτητή την πλήρωσε ακριβά, αλλά με την ίδια αξιοπρεπή και μεγαλειώδη σιωπή που ο Χριστός ανέβηκε το Γολγοθά.
Την Επισκοπή του είχε πάντοτε ανοιχτή μέρα νύχτα για οποιοδήποτε.
Δικό του έργο είναι και ο δρόμος Αγίας Βαρβάρας Μοιρών. «Όπου υπάρχουν δρόμοι υπάρχει πρόοδος κι έτσι θα μπορώ να επικοινωνώ με το ποίμνιό μου και την πολιτεία δεν φθάνει να μαθαίνωμε πώς να βγάλωμε καλλίτερα και περισσότερα αγαθά αλλά να μπορούμε και να τα διαθέτωμε γρήγορα και σε καλές τιμές».
Αγόρασε με τους μισθούς του απ’ το Εφκάφι το οθωμανικό νεκροταφείο το καθάρισε και έχτισε εκεί άλλη επισκοπή το 1906. Φιλόξενος σε αφάνταστο βαθμό, φιλάνθρωπος στο αποκορύφωμα της έννοιας δεν κρατούσε παρά ότι θα τον συντηρούσε στη ζωή. Όλα τα διέθετε για το λαό του. Ο μεγάλος αυτός Ιεράρχης ήταν η ζωντανή έκφραση του Χριστιανικού Λόγου «Αγαπάτε τον Πλησίον» και τον αγαπούσε με έργα ζωντανά, προοδευτικά, αποδοτικά.
Ο Βασίλειος Μαρκάκης μπαίνει στην ιστορία της Κρήτης σαν φωτισμένος πρωτοποριακός ιεράρχης και άνθρωπος.
Δανιήλ
Στη λίστα των προκαθημένων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, αναφέρεται και ο από Ρεθύμνης Δανιήλ που έγινε μητροπολίτης Κρήτης (1722-1725) αλλά καθαιρέθηκε από τη Σύνοδο ως αποστάτης.
Ευμένιος Ξηρουδάκης
Ο κατά κόσμον Νικόλαος Ξηρουδάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1850. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1875 αφού υπέβαλε διατριβή με τίτλο «Ότι Μωυσής εστί ο αληθής της Πεντατεύχου συγγραφεύς». Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Διάκονος. Υπηρέτησε καθηγητής στα Σφακιά και ως εφημέριος και καθηγητής στα Χανιά. Το 1880 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και διορίστηκε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στις 28 Δεκεμβρίου 1886 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Κρήτης Τιμόθεος, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους Αρκαδίας Νικηφόρο και Χερρονήσου Διονύσιο.
Από τη θέση του προκαθημένου της τοπικής εκκλησίας αναβαθμίζει τη σχολή του Αγίου Πνεύματος της στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης της επαρχίας.
Κατά την άποψή του αυτό θα μπορούσε να το επιτύχει με τη λειτουργία μιας άρτια εξοπλισμένης, διδακτικά και υλικοτεχνικά, Ελληνικής Σχολής. Αυτή δεν ήταν άλλη από την «Ελληνική Σχολή εν τη μονή του Αγίου Πνεύματος», τη συντήρηση της οποίας ανέλαβε η Μονή Πρέβελη, με την προϋπόθεση να μετονομαστεί σε «Ιερατική». Η σχολή θα καταφέρει να λειτουργήσει για δύο χρόνια, αλλά η κρητική επανάσταση στα 1890 ανακόπτει ξανά τη λειτουργία της.
Το 1894, ο Μητροπολίτης πλέον Ευμένειος Ξηρουδάκης, συντάσσει ένα πλήρες καταστατικό για την επαναλειτουργία της σχολής, το οποίο φέρει τη σφραγίδα – έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με οικοτρόφους μαθητές και τετραετή εκπαίδευση, η δομή της είναι από τις πιο καινοτόμες στην εκπαίδευση της εποχής. Λειτουργεί με αυτήν ως το 1889, οπότε και την αρμοδιότητα της Παιδείας αναλαμβάνει η Κρητική Πολιτεία και όχι η Εκκλησία.
Στις 12 Μαΐου 1898 ο Ευμένιος, εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης έχοντας συνυποψηφίους τον Μητροπολίτη Σερρών Γρηγόριο και τον Επίσκοπο Πέτρας Τίτο. Ωστόσο η πολιτική αναγνώριση της εκλογής του έγινε το 1900. Υπήρξε σφοδρός αντίπαλος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1916 μετά την επικράτηση του κινήματος της Εθνικής Αμύνης εκτοπίστηκε στην Χίο όπου και εκοιμήθη από τη θλίψη του την 1 Απριλίου 1920.
Τιμόθεος Βενέρης
Από τους επιφανείς Μητροπολίτες Κρήτης ο Τιμόθεος Βενέρης που άφησε έντονη τη σφραγίδα του στην πνευματική ζωή του Ρεθύμνου.
Ο κατά κόσμον Ιωάννης Βενέρης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1876 (ή το 1877). Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1899. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Διάκονος. Στις 28 Μαρτίου 1916 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους Κυδωνίας και Αποκωρώνου Αγαθάγγελο, Λάμπης και Σφακίων Αγαθάγγελο και Πέτρας Τίτο.
Ο Τιμόθεος Βενέρης τιμώντας ιδιαίτερα την εθελοθυσία του Αρκαδίου αγωνίστηκε ιδιαίτερα για την ανάδειξη της Ιεράς Μονής.
Μνημειώδες είναι το έργο του το «Αρκάδι δια των αιώνων» όπου έχοντας την πρόνοια να καταγράψει μαρτυρίες αγωνιστών μας άφησε μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το μεγάλο ιστορικό γεγονός του Ολοκαυτώματος.
Στις 22 Ιουλίου 1933 εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης. Τον Ιανουάριο του 1941 και οκτώ μήνες αργότερα τον Αύγουστο έφυγε από την επίγεια ζωή αφήνοντας σημαντικό απολογισμό έργου.
Για την Εκκλησία της Κρήτης και τους προκαθημένους κάθε Μητρόπολης έχει γράψει σχετικά ο επίσης λαμπρός ιστορικός ερευνητής κ. Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης. Μπορείτε να το βρείτε στο διαδίκτυο.
Πηγές:
Βικιπαίδεια.
Ιστοσελίδα Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης.
Ιερά Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου.
Αποσπάσματα από την ομιλία του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη στη Χριστιανική Ένωση Ηρακλείου «Ο Απόστολος Παύλος», που έγινε το Σάββατο 4 Μαΐου 2019 για τον Βασίλειο Μαρκάκη.