«Σώστε τη Βασιλεύουσα….», ήταν η κραυγή που, το 1453 βγήκε από τα βάθη στης ψυχής του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, με κύριους αποδέκτες όλα τα χριστιανικά έθνη. Ωστόσο πολύ λίγοι ανταποκριθήκαν. Μεταξύ αυτών και χίλιοι πεντακόσιοι «κουζουλοί» Κρητικοί που θα οργανώσουν και θα κάνουν πράξη μια ναυτική εκστρατεία, με σκοπό να βοηθήσουν την πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη. «Τά καράβια έξεκίνησαν καί τά πέντε όμάδι είς τσή δεκαοχτώ Μαρτίου άπό τό λιμάνι τής Σούδας….» δηλαδή σαν σήμερα, πριν από 563 χρόνια. Αυτό αναφέρεται κατά λέξει σε ένα πολύτιμο χειρόγραφο το οποίο εντόπισε στα 1919 ο ιστορικός-ερευνητής και ποιητής Ι. Α. Κόντος στη βιβλιοθήκη της Βασιλικής και Πατριαρχικής Ιεράς Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος. Στο «θαμμένο» για τεσσεράμισι αιώνες χειρόγραφο, περιγράφεται η ναυτική εκστρατεία των Κρητών που έσπευσαν το 1453 στο κάλεσμα για την σωτηρία της Κωνσταντινούπολης.
Το χειρόγραφο γράφτηκε καθ’ υπαγόρευση του μοναχού Ιερώνυμου (κατά κόσμο Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικού) από την Κυδωνία Χανίων, ο οποίος συμμετείχε στην εκστρατεία, πολέμησε στην πολιορκία όπου και τραυματίστηκε και κατά την επιστροφή του αποφάσισε να μείνει στο Άγιο Όρος. Ο Ι.Α. Κόντος ενθουσιασμένος από την ανακάλυψη του χειρόγραφου, εμπνέεται απ’ αυτό και συνέθεσε ένα δίτομο «ιστορικό επικό ποίημα» με τίτλο: «Τα Κρητικά καράβια το 1453». Σε αυτό περιέχονται χιλιάδες εκφραστικοί στίχοι και ζωντανές σκηνές στη δημώδη κρητική διάλεκτο, όπου διαφαίνονται η ικανότητα του ποιητή, η φυσικότητα, η περιγραφικότητα, αλλά και κυρίως ο ποιητικός εθνικός του οίστρος.
Οι αυτόπτες μάρτυρες
Πριν παρουσιάσουμε αποσπάσματα από το χειρόγραφο είναι απαραίτητο να αναφέρουμε ότι δυο αυτόπτες μάρτυρες της Άλωσης, σύγχρονοι του ιστορικού αυτού γεγονότος, σε μερικά σημεία από αυτά που κατέγραψαν, ταυτίζονται και επιβεβαιώνουν τα γεγονότα που αναφέρονται στο χειρόγραφο και συνέζησαν κατά τη δίμηνη πολιορκία της Πόλης και μέχρι την τελική πτώση της. Ο ένας είναι ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής ο οποίος υπήρξε κρατικός αξιωματούχος και συνεργάτης των τριών τελευταίων βασιλέων του Βυζαντίου, και ιδιαίτερα στενός συνεργάτης και οικείος του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου. Το έργο του: «Χρονικόν της Αλώσεως», συνιστά ένα συνοπτικό, απομνημονευματικού χαρακτήρα χρονικό και παρά το γεγονός ότι συνέγραψε ή επεξεργάστηκε το κείμενό του σε προχωρημένη φάση της ζωής του, όταν ήταν πλέον μοναχός, δεν επηρεάζει την οπτική του πλην της παρουσίας ελάχιστων στερεοτυπικών εκφράσεων. Ο δεύτερος μάρτυρας είναι ο Βενετός ευπατρίδης Νικολό Μπάρμπαρο (Nicolo Barbaro) που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ως ναυτικός ιατρός σε μια βενετική γαλέρα λίγο πριν αρχίσει η πολιορκία. Στο Ημερολόγιό του, υπό τον τίτλο: «Giornale dell’ assedio di Costantinopoli» καταγράφει καθημερινά και με μεγάλη χρονολογική ακρίβεια σχεδόν όλες τις εξελίξεις και ιδιαίτερα στα όσα διαδραματίστηκαν στη θάλασσα. Αποτελεί δε την εκτενέστερη και πλέον αντικειμενική δυτική μαρτυρία της πολιορκίας.
Το χειρόγραφο (αποσπάσματα)
Στα αποσπάσματα του χειρόγραφου που παρατίθεται πιο κάτω, περιγράφονται με ανάγλυφο τρόπο και με πολλές λεπτομέρειες στοιχεία της σπουδαίας ναυτικής εκστρατείας των Κρητών. Γίνεται αναφορά στην οργάνωση, στην προετοιμασία, στα πλοία, στους πρωταγωνιστές αλλά και στο ταξίδι, τις ναυμαχίες που έδωσαν, τις μάχες και τις απώλειες στα τείχη της Πόλης και τέλος στο ταξίδι της επιστροφής, όλων αυτών αληθινών ηρώων. Στο πρώτο μέρος, για τα γεγονότα, τα πρόσωπα, και την προετοιμασία αναφέρονται τα εξής:
«Τήν δεκάτην πέμπτην τού μηνός Μαρτίου θ΄ ένιαυτού ζ” ίνδικτιώνος, τον καιρόν όπου ό Σουλτάνος Μουχαμέτης ήρχισε νά περιζώνη μέ τά φουσάτα του τή Μεγάλη Πόλη μας, διά νά τήν πάρη, ό παλαιός Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης, άρχηγός τών Σφακιών καί άρχοντας τού Σελίνου, ήλικίας τότες όγδόντα χρονών, (οί δύο γυιοί του ήσανε σκοτωμένοι τρείς χρόνους πρίν είς θαλασσοπόλεμον μέ Σαρακηνούς), έπήρεν άξαφνα Βασιλικόν μήνυμα, χρυσόβουλον, όπου τού έλεγε νά ύπάγη τό όγρηγορότερον μέ τά καράβια του καί μέ όσους έμπόρει περισσότερους άντρας είς την Βασιλεύουσαν, όπου έκιντύνευε. Το μήνυμα το έπήγεν είς τόν Μανούσον ό Βενετός πλοίαρχος Άρμάντος, συγγενής τού άρχοντα τής Βενετίας. Ό Καπετάν-Μανούσος, έπήρε τότες τέσερρις δρόμωνες καί ένα διάρμενον, οί τρείς δρόμωνες ήταν χτήμα έδικόν του καί έκυβερνούνταν ό είς, ό μεγαλύτερος, άπό τόν ίδιον, ό άλλος άπό τόν Καπετάν-Γρηγόρη, γυιόν τού Σήφη Μανιάκη, άπό Άσκύφου, όπου έπιάσθη άπό Σαρακηνούς καί έγδάρη ζωντανός είς Γαύδον καί ό άλλος άπό τόν Καπετάν-Πέτρο, τόν Γραμματικόν, άπό τήν Κυδωνίαν. Τούτος, έπειδής πρίν ήταν μοναχός έδώ, είς τό Άγιον Όρος καί είχε μαθημένα καλά τά αρχαία Γράμματα, τόν ώνόμαζαν Γραμματικό, ένώ τό καθεαυτό παρανόμι του ήταν Κάρχας. Ό τέταρτος δρόμωνας ήτον χτήμα τού Καπετάν-Άντρέα, τού Μακρή, άπό τήν Πάτμον καί έκυβερνούνταν άπό τόν ίδιον. Τούτος ήταν γυιός τού Καπετάν-Γιαννίκου τού Μακρή, άπό τό Ρέθεμνος, όπου ήταν παντρεμμένος άπό τήν Πάτμον καί είχε δυό παιδιά, τόν Άντρέα καί τή Ζουμπουλιώ καί όπου τριάντα χρόνους πρίν έσκοτώθη, διά νά γλυτώση τήν Σάμον άπό τόν φοβερόν Κουρσάρον Χουσείνην,… Ό δρόμωνας τούτος τού Μακρή εύρέθη κατά τύχη είς τόν Χάντακα, φορτωμένος μέ λάδια γιά τήν Φραγκιά καί ό Μακρής τόν έξεφόρτωσε, μόνο καί μόνο διά να πάρη τους Καστρινούς πολεμάρχους καί νά πάγη καί τούτος είς τήν Πόλη. Τό διάρμενον ήταν χτήμα τού Καπετάν-Νικόλα, τού Στειακού, …και έπειδής ήταν άνήμπορος, διά μεγάλα ταξείδια, τό άνάλαβε ό Καπετάν-Παυλής, ό Καματερός, άπό τήν Κίσσαμο, παλαιός καραβοκύριος καί τούτος, μά μέ δίχως καράβια είς έτούτη τήν περίστασι…. Ό Καματερός ήταν τότες έβδομήντα πέντε χρονών, ό Γραμματικός, σύμφωνα μέ τά ίδια του τά λόγια, ήταν έξηντατριών καί οί άλλοι δυό είχανε δέν είχανε πατημένα τά σαράντα πέντε. Είς τά πέντε καράβια έμπήκαν χίλιοι πεντακόσιοι άντρες πάνω-κάτω. Οί πεντακόσιοι ήσανε άπό μέσα άπό τόν Χάντακα, άπό τό Μαλεβύζιον, τό Τέμενος, τό Μονοφάτσι, τή Μεσαριάν, τήν Δίχτην καί τό Μεράμπελλον καί ούλοι οί έπίλοιποι ήσαν άπό τά Σφακιά, τό Σέλινον, τήν Κίσσαμον, τήν Κυδωνίαν, τόν Άποκόρωναν, τό Άμάριον καί τό Ρέθεμνον. Τούς άντρας τούς έμάζωξαν μέ τήν άδειαν τού Δούκα τής Κρήτης άπό τη μεριά τού Κάστρου ό Καπετάν-Καματερός όμάδι μέ τόν άρχοντα Θεόδωρον Χορτάτσην, γέρον τότες όγδοντάρην και φτωχόν, μά σάν τον καλύτερον καί σεβαστότερον άπ΄ όλους τούς άρχοντορρωμαίους τής Κρήτης, -έλεος είς τήν ψυχήν του,- καί άπό τήν έπίλοιπην Κρήτην, ό ίδιος ό Δρουγγάριος μέ τούς Καπεταναίους Γραμματικόν καί Μανιάκην».
Και η μεγάλη εκστρατεία ξεκινάει. Στη συνέχεια δίνονται στοιχεία για όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μέχρι οι ηρωικοί πολεμιστές να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτό, που σήμερα θα ονομάζαμε ημερολόγιο καταστρώματος, αναφέρονται:
«Τά καράβια έξεκίνησαν καί τά πέντε όμάδι είς τσή δεκαοχτώ Μαρτίου άπό τό λιμάνι τής Σούδας. Έως τα Δαρδανέλλια έταξείδεψαν χωρίς να συναπαντήσουν Άγαρηνόν…. Άλλά ό μεγάλος καί τρομερός κίνδυνος τούς άνάμενε μέσα είς τήν Προποντίδα, όταν τά καράβια έπλεγαν δίπλα άπό τό Προκονήσι. Τότες έφάνηκαν ξαφνικά έμπρός των πάνω άπό έξήντα Άγαρηνά πλοία, μικρομέγαλα, και τότες τά έδικά μας, όπου, διά μεγαλύτερη σιγουράντζα, έκαμαν τούτα Σταυρόν καί ένας πόλεμος φοβερός ήρχισε άναμεταξύ τωνε, όπου έβάσταξε πλειά άπό δέκα ώρες. Οί Τούρκοι είς τό διάστημα τούτο έκαμαν δώδεκα γιουρούσια, μέ σκοπό νά πάρουν τά καράβια μας, άλλά δεν τό έπέτυχαν. …τότες ό Άρχηγός τών Τούρκων, ένας όνόματι Μουσταφάς, έδιάταξε νά άφίσουν τά γιουρούσια καί νά βάζουν φωτιά νά κάψουν τά Κρητικά καράβια. Καί ήθελαν όντως νά τά κάψει, άν ό γενναιότατος Δρουγγάριος, Καπετάν-Μανούσος Καλλικράτης καί έφτά νέοι πολεμάρχοι -μέσα σε τούτους ήταν καί ό γυιός τού Στειακονικόλα, ό Κωνσταντής,- δέν άναλάβαιναν νά θυσιαστούν έτούτοι μέ δυό καράβια, γιά νά βαρδάρουν τά τρία άλλα καί τούς δώσουν τόν καιρόν νά φύγουσι, όταν ήρθε ή νύχτα. Είς τόν σωσμόν τών τριών τούτων Καραβιών έβοήθησε πρώτα-πρώτα ό Μεγάλος Θεός τών Χριστιανών καί ή Άγία Θεοτόκος, έπειτα ή μεγάλη γενναιότης τού Δρουγγαρίου, όπου έκαμε καί τό σχέδιο….. [κατά τον Μπάρμπαρο: Στις 20 Απριλίου την τρίτη ώρα, είδαμε τρεις ολκάδες, που έρχονταν μέσα από τα Δαρδανέλλια στην Κωνσταντινούπολη προς επικουρία της πόλης.] Όταν οί δρόμωνές μας, έφτασαν είς τήν Πόλη τήν αύγή τής άλλης ήμέρας καί έμπήκαν μέσα είς τόν Κεράτιον χωρίς κανένα έμπόδιο, [κατά τον Φραντζή: Μέσα από την αλυσίδα παρέταξε τα πλοία που έτυχε να βρίσκονται εκεί, …μεταξύ αυτών και τρία από την Κρήτη, δηλαδή ένα από τον Χάνδακα (Ηράκλειο) και δύο από την Κυδωνία (Χανιά).] …έχώρισαν δε τούς πολεμάρχους [κρητικούς] σε δύο τούρμες (=ομάδες) καί τή μιά, μέ άρχηγούς τόν Άνδρέαν, τόν Γρηγόρη καί τόν Γραμματικόν, έβαλε νά φυλάξη τούς τρείς Πύργους, -τού Βασιλείου, τού Λέοντος καί τού Άλεξίου,- καί τήν άλλη τούρμα νά φυλάξη τήν «Ώραία Πύλη», πού είναι κάτω άπό τούς πύργους αυτούς, μέ Άρχηγό, τόν Καπετάν-Παυλή. …. καί όταν έμέστωσε καλά ό Πόλεμος, ό Καπετάν-Παυλής έκλήθη νά βοηθήση στη μάχη τής Πύλης τού Άγίου Ρωμανού. Έκεί ό Καπετάν-Παυλής καί οί περισσότεροι άντρες του σκοτώθηκαν τήν παραμονή πού έπεσεν ή Πόλη μαζί μέ πολλούς άλλους καί οί Άρχηγοί τής τούρμας τών Πύργων, ό Καπετάν-Άνδρέας καί ό Καπετάν-Γρηγόρης. Έλεος στήν ψυχή τωνε! Όλίγον πρωτήτερα είχε τραυματισθή βαρειά στό ίδιο μέρος, όπου άναγκάσθηκε μάλιστα νά φύγη άπό τήν μάχη, καί ό Γενικός Άρχηγός τών Όπλων, ό Γενοβέζος Ίωάννης Ίουστινιάνης, ένας σπουδαίος Πολεμιστής, πού μετά τό τραύμα του έζησε μόνον δύο μέρες».
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του χειρόγραφου, περιγράφονται η προετοιμασία για την επιστροφή και το ταξίδι των ηρωικών υπερασπιστών. «…Καί, όταν έπεσεν ή Πόλη, μονάχα ή τούρμα τής Κρήτης, όσοι έζούσαν, μέ άρχηγόν τόν Καπετάν-Γραμματικόν, άν καί τραυματισμένον κι΄αύτόν σέ πολλά μέρη τού κορμιού του, έσκέφτηκεν ότι θα ήταν καλύτερον νά μείνη στά πόστα της καί νά έξακολουθήση νά πολεμά, μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά νά παραδώσουν τά όπλα. Καί όταν πρός τό βράδυ πλέον ό Σουλτάνος είδε καί κατάλαβεν, ότι έμείς δεν είχαμε σκοπόν νά παραδοθούμε, έστειλεν ένα Πασσά μέ δυό άξιωματικούς, πού ό ένας έκρατούσε λευκή σημαία καί ό άλλος ήταν δραγουμάνος, καί μάς είπε: – «Ότι, έπειδής -λέγει- ό Σουλτάνος έκτιμά τήν άντρειά μας, μάς άφίνει έλεύθερους νά φύγωμε γιά τό νησί μας μέ τά όπλα μας καί μέ ένα άπό τά καράβια μας».
(Κατά τον Φραντζή: Έτσι έγιναν κύριοι (οι Τούρκοι) ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, -την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι- εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολεμούσαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωναν πολλούς Τούρκους και δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. Όμως με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν.)
«Τότες άλάβωτοι καί λαβωμένοι, τό όλον έκατόν έβδομήντα, έκατεβήκαμεν άπό τούς πύργους μας, μέ τά άρματά μας καί έμπήκαμεν είς ένα δρομώνι, πού μάς έδωκαν. Καί έπειδής όλοι οί Καπεταναίοι ήσανε σκοτωμένοι καί έγώ, ό Γραμματικός, βαρειά λαβωμένος δέν ήμπόρουν νά κυβερνήσω, άνάθεσα είς ένα γενναίον άνδρα, τόν Παναγή Χαλκούσην, άπό τόν Χάνδακα, νά κυβερνήση αύτός τό καράβι. Όταν όμως έβγήκαμεν άπό τά Δαρδανέλλια, …έζήτησα άπό τόν Καπετάν-Χαλκούση νά βάλη πλώρη στό Άγιον Όρος καί νά μέ άφήση έμένα έκεί, στό μοναστήρι τού Βατοπεδίου, όπου ήξερα, ότι ύπήρχε πάντα γιατρός, διά νά περιποιηθή τσή πληγές μου. Καί αύτό καί έγινε. Καί έδώ είς τήν Μονήν όταν ό Γραμματικός έπήρε καί πάλι τό μοναχικό σχήμα, μέ τό όνομα Ίερώνυμος, έγινε καλά, χάρις είς τήν βοήθειαν τού Θεού καί τού καλού γιατρού καί έζησεν άκόμη όχτώ έτη, χωλός μέν άπό τόν ένα πόδα, άλλά χωρίς αύτό νά τόν έμποδίζει είς τά καθήκοντά του, ώς ίερέως. Έπειδής όμως είχεν έξασθενήσει ή όρασις του καί τό δεξιό του χέρι έτρεμεν άπό ένα τραύμα πού είχε πάρει έκεί, άνέθεσεν είς έμέ, τόν συμπατριώτην καί Μοναχόν είς τήν ίδίαν Μονήν, νά γράψω έγώ τήν παρούσαν ίστορίαν, πρός δόξαν καί αίώνιον μνημόσυνον όλων τών γενναίων άνδρών τής Κρήτης, πού άγωνίσθηκαν καί άπέθαναν διά τήν Πίστην τού Χριστού καί τήν πατρίδα καί νά τήν ύπογράψω έγώ, άντίς αύτού».
Κλείνοντας δε το χειρόγραφο, ο καθ’ υπαγόρευση γράφων, μας δίνει και τα στοιχεία του: «Καλλίνικος, Μοναχός της Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους, εξ Ανωπόλεως, Σφακίων».
Τα πρόσημα
Σήμερα στο χωριό Καλλικράτης του Δήμου Σφακίων, μια μαρμάρινη πλάκα σε μια στήλη αποδίδει: «Τιμή και Δόξα στον Μανούσο Καλλικράτη που ηγήθηκε της Παγκρήτιας εκστρατείας για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης». Όμως είναι αυτό αρκετό; Αναδεικνύει τα πρόσημα μεγαλοψυχίας και αυταπάρνησης που άγγιζαν αυτούς τους ανθρώπους, καθώς και τα ιδανικά που τους διακατείχαν; Γιατί τι είδους συναίσθημα είναι αυτό της αυτοθυσίας, από πού πηγάζει και πως μετριέται; Σήμερα θα μιλάγαμε για κίνητρα αλλά, πια τα κίνητρα τότε εκείνων των «κουζουλών» κρητικών, να αποτολμήσουν μια ναυτική εκστρατεία με αποτέλεσμα σχεδόν προδιαγεγραμμένο; Είναι τόσο απλό πράγμα οι ανιδιοτελείς, αυθεντικές και αυθόρμητες συμπεριφορές; Κι αν είναι η πίστη, αρκεί μόνον αυτή; Τι κι αν έχουν περάσει πεντέμισι αιώνες, είναι πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα που περιμένουν απαντήσεις. Αποτελεί όμως θέσφατο, η μεγαλοψυχία να είναι το μελάνι που μ’ αυτό γράφεται η Ιστορία και με τη σειρά της η Ιστορία να υποκλίνεται πάντα στους αληθινά μεγαλόψυχους.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Κελαϊδής, Π. (1991). Σφακιανοί, Οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου. Αθήνα: Εκδόσεις Καράβι και τόξο.
Φραντζής, Γ. και Μπάρμπαρο, Ν. (1993). Η Πόλις Εάλω. Αθήνα: Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη.
Αντωνόπουλος, Γ.Π. και Μαγκάφας, Κ.Π. (2014). Αυτόπτες μάρτυρες της αλώσεως του 1453. Ανακτήθηκε Μάρτιος 3, 2015, από http://www.apostolikidiakonia.gr.
Παναγιωτάκης, Γ. (2014). Η Οικουμενική Κωνσταντινούπολη και οι τελευταίοι Κρήτες υπερασπιστές της. Ανακτήθηκε Φεβρουάριος 14, 2015, από http://www.patris.gr/articles.
*Ο Σπύρος Μ. Θεοδωράκης είναι πρώην τραπεζικός. Αρθρογραφεί στο ναυτιλιακό περιοδικό «Εφοπλιστής» και είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο σταθμό Κρήτη fm 87,5 (Αθήνα)