Στο βιβλιοπωλείο «Κλαψινάκης» βρέθηκαν αρκετοί φίλοι του βιβλίου που θέλησαν να ακούσουν από τα χείλη της κυρίας Παπαδάκη την ιστορία του μυθιστορήματος και να συνομιλήσουν μαζί της, ενώ για την συγγραφέα και τη νέα της δουλειά μίλησε η κυρία Αλεξάνδρα Ζερβού, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης
«Χαίρομαι πάντα όταν βρίσκομαι με ανθρώπους που αγάπησαν και αγαπούν τη δουλειά μου. Η χαρά και η συγκίνησή μου είναι μεγαλύτερη όταν έρχομαι εδώ, στην Κρήτη. Παίρνω δύναμη, τινάζω τα φτερά μου για ένα νέο ξεκίνημα. Την Κρήτη την έχω πάντα φυλαγμένη μέσα μου, στο ιερό της ψυχής μου. Αυτή η γλυκιά νοσταλγία που κάποιες φορές γίνεται πόνος για τους δρόμους που περπάτησα, για τους ανθρώπους που έζησα, για τις μυρωδιές που βρίσκουν πάντα τρόπο να αρωματίζουν τη σκέψη μου. Κάθε φορά που παίρνω το δρόμο της επιστροφής, νιώθω τόσο γεμάτη, τόσο δυνατή, που κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία και τα σχέδια μου. Όσο κρατάει αυτή η αίσθηση μου κάνει καλό. Κι αν αποδυναμώνεται όταν φτάσω στον προορισμό μου, αυτό που μου μένει είναι σπουδαίο. Είναι δημιουργικό», είπε συγκινημένη η συγγραφέας, στο ξεκίνημα της ομιλίας της.
Για το νέο της βιβλίο και το «μυστικό» της γραφής της, η κυρία Αλκυόνη Παπαδάκη ανέφερε: «Αυτό το βιβλίο είναι ακόμα άγγιγμα ψυχής, μια επικοινωνία, μια τρυφερή επαφή προς όλους που βρίσκονται στην ίδια ή περίπου στην ίδια συχνότητα με τη δική μου. Πάντα όταν ξεκινώ να γράψω το κάνω γιατί έχει γεμίσει η σκέψη και ψυχή μου με εικόνες, γεγονότα, συναισθήματα και θέλω να τα μοιραστώ. Δεν αντέχω να τα κρατήσω για τον εαυτό μου. Κι ας λέω κάθε φορά πως δεν θα ξαναγράψω, πως θα κάνω πράγματα πιο ωραία, που θα μου δίνουν γαλήνη, χωρίς να μπαίνω στην επίπονη διαδικασία της γραφής. Όταν όμως περάσει λίγος καιρός και μαζευτεί πάλι μέσα μου το υλικό, η ανάγκη για το μοίρασμα γίνεται ανυπόφορη.
Πολλοί με ρωτούν: «Πως μπορείτε να μπαίνετε στη σκέψη και στον ψυχισμό τόσων διαφορετικών χαρακτήρων στα βιβλία σας. Έχετε ζήσει όλες αυτές τις καταστάσεις;». Ασφαλώς και δεν έχω ζήσει τόσα πράγματα. Αλλά κάπου έχω περάσει από πολύ κοντά. Τα έχω μυριστεί, τα έχω αγγίξει. Το μυστικό είναι ότι από πολύ παιδί ήθελα πάντα να είμαι κοντά στους ανθρώπους. Ήθελα να μοιράζομαι την ανάσα τους. Έκανα και κάνω παρέα με όλους. Γιατί απ’ όλους έχεις να μάθεις κάτι. Έχει να νιώσεις κάτι. Ποτέ δεν διεκδίκησα θέση στη βιτρίνα της ζωής, ποτέ δεν φόρεσα γάντια για να ακουμπήσω στην πληγή των ανθρώπων. Οι πόρτες της ψυχής μου ήταν πάντα ανοιχτές για τον καθένα. Αυτή η στάση ζωής είχε κόστος. Συχνά πολύ μεγάλο.
Έμαθα πολλά, όμως. Κέρδισα πολλά. Τελικά κατάλαβα πως χωρίς αυτό το αλισβερίσι με τους ανθρώπους, δεν μπορώ να υπάρξω. Με όποιο κόστος. Ίσως, λοιπόν, γι’ αυτό τα βιβλία μου είναι τόσο άμεσα και έχουν να πουν κάτι ή να αφήσουν κάτι σε όποιον τα διαβάζει. Γιατί είναι γραμμένα απ’ όλους. Όλοι έχουν δώσει κάτι σε αυτά. Μια εικόνα, ένα γεγονός, μια σκέψη, ένα παράπονο, μια οργή, ένα όνειρο. Είμαι πολύ χαρούμενη που τα βιβλία μου διαβάζονται από όλες τις ηλικίες και από όλα τα μορφωτικά επίπεδα».
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καλέντης».
Η βιογραφία της, όπως την αποτυπώνει η ίδια η συγγραφέας σε πρώτο πρόσωπο: «Γεννήθηκα στο Νιο Χωριό, πολύ κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Η μάνα μου, ονειροπόλα…. Όσο ήμουνα παιδί, η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες έως τραγικές καταστάσεις. Έτσι, αναγκάστηκα να ψάχνω από τότε τα μονοπάτια της φυγής. Εκείνη την εποχή μιλούσα με τα δέντρα, τις κάργιες που φώλιαζαν στα κυπαρίσσια του κήπου μας, τους θάμνους και τις πέτρες. Μου άρεσε, ακόμη, να φέρνω στο μυαλό μου διάφορες λέξεις και ν’ ανακαλύπτω το χρώμα και τη μυρωδιά τους. Τελείωσα τη Γαλλική Σχολή και ύστερα ήρθα στην Αθήνα με τ’ όνειρο ν’ αλλάξω τον κόσμο. Άρχισα τις επαναστάσεις και τις ανατροπές και το μόνο που κατάφερα ήταν να σπάω συνεχώς τα μούτρα μου. Ευτυχώς που όλα έγιναν έτσι ακριβώς όπως έγιναν.
Χαλάλι. Είδα, έμαθα κι ένιωσα τόσα πολλά! Όταν κατάλαβα πως δεν μπορούσα ν’ αλλάξω τον κόσμο, είπα: εντάξει θ’ αλλάξω τον εαυτό μου. Πολύ το διασκέδασα που την πάτησα κι εκεί.
Τελικά σκέφτομαι, προς τον παρόν δηλαδή γιατί πάντα το ψάχνω, πως επανάσταση είναι να’ χεις τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά, να επιμένεις, ν’ αγαπάς τη ζωή και να φροντίζεις να μην τη μολύνεις με το πέρασμά σου. Όσο για το γράψιμο, έγραφα από παιδί. Το πρώτο μου γραφτό ήταν ένα ραβασάκι στο Θεό. Η αλήθεια είναι πως, όταν μεγάλωσα αρκετά, έκανα φιλότιμες προσπάθειες να μην μπλεχτώ στα γρανάζια της λογοτεχνίας. Φοβόμουνα μήπως κάποια μέρα αυτή η ιστορία με καπελώνει. Μάταιος κόπος! Φαίνεται πως μερικοί γεννιούνται με τούτη την περίεργη διαστροφή στο κεφαλάκι τους».