Ένας φεύγουν οι Λαγκιανοί της γενιάς του 1930 και του 1940, που πρέπιζαν όχι μόνο το χωριό αλλά κι ολόκληρο το Μυλοπόταμο. Είχα την τύχη να τους γνωρίσω στα καλύτερά τους, στις αρχές της δεκαετίας του 80, σαρανταπεντάρηδες με πενηντάρηδες, όταν ψάχναμε στην περιοχή με τη γυναίκα μου ν’ αποκτήσουμε κι εμείς σπίτι σε χωριό. Ήταν ο Χιονάκης, ήταν ο Γιαπιτζαντώνης κι ο Μαθιουδόκωστας, ήταν ο Μόσχος, ήταν ο Μυρωδοβασίλης μα το καζάνι του, ήταν ο Τζανουδόκωστας, ήταν ο Μάρκος του Μπαντιδόνη. Κι ήταν κι ο Σπινογιώργης, καφετζής του χωριού και μάστορας της πέτρας. Η πέτρα τότε δεν ήταν σε εκτίμηση, χρειάστηκε να περάσει μια εικοσαετία για να επανέλθει και να γίνει στο τέλος της μόδας. Κι οι Λαγκιανοί μαστόροι της, κάτοικοι του Κατωχωριού σήμερα πια όλοι, με εξαίρεση τον πάντα αειθαλή Καπετάνιο, διατήρησαν τη φλόγα της τέχνης της κι έγιναν στη συνέχεια περιζήτητοι, στο Αρκάδι, στο Μοναστηράκι, στα Σκουλούφια, στον Πόδε και στον Πέρα Πρινέ κι ακόμα πιο μακριά. Η Δασική Υπηρεσία τους είχε σχεδόν μόνιμους στο συνεργείο με το οποίο εκτελούσε τα όμορφα έργα αναψυχής που κοσμούν μέχρι σήμερα τη ρεθεμνιώτικη ύπαιθρο.
Ο Σπινογιώργης ήταν φτωχοπαίδι. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που όλα τ’ αδέλφια του ξενιτεύτηκαν, με εξαίρεση την Ευαγγελία, που παντρεύτηκε στο χωριό. Στην Κατοχή ζορίστηκαν πολύ για να επιβιώσουν, κι η μάνα τους, η Ζουμπουλιά, χρειαζόταν κάθε τόσο να επαναλαμβάνει στα παιδιά δίστιχα σαν αυτό: «Απάνω στον αγγέλαμο, κάθετ’ ένα πουλάκι, πολλά πολλά τα λάχανα, και λίγο το ψωμάκι».
Ο Γιώργης έμεινε στο χωριό, αναλαμβάνοντας σταδιακά το ρόλο του πατέρα Μιχαλάκη για τ’ αδέλφια του στο πατρικό και γεροντοπορίζοντας τελικά με την Αργυρή τους γονέους τους. Έζησαν με την καλή του περισσότερο από μισό αιώνα, δουλεύοντας ασταμάτητα, στις λιγοστές δικές τους περιουσίες και σε πολλές των χωριανών: στο θέρος, στο λιομάζωμα, στον τρύγο, στα αμπελοσκάμματα, ακόμα και στο λινάρι, όσο κι αν αυτό μας φαίνεται σήμερα παράξενο. Κι ήταν ο Γιώργης, που τον παρακαλέσαμε να δείξει στα παιδιά του Κυνηγιού του θησαυρού, ο μόνος που μπορούσε να το κάνει, καλλιεργώντας το για χάρη τους, πλακώνοντάς το στο νερό, κοπανίζοντάς και χτενίζοντάς το και μετατρέποντάς το σε κλωστή.
Μετά την κούραση του μεροκάματου, μετά το καθημερινό ξέτρεγμα της δικής του περιουσίας και των ζώων του στη συνέχεια, μετατρεπόταν κάθε βράδυ σε καφετζή, σ’ ένα καφενείο που αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες το πραγματικό πολιτιστικό κέντρο της Λαγκάς. Το ίδιο ακούραστος ήταν στο καζάνι του με το πήλινο καπάκι, από το οποίο το κέρδος ήταν λιγότερο από την κούραση και στο οποίο είχαμε την τύχη να ζήσουμε τις καλύτερες βραδιές των φθινοπώρων μας. Έτσι τα κατάφερε να δημιουργήσει σιρμαγιά και να γίνει σιγά σιγά ένας από τους καλύτερους νοικοκύρηδες του χωριού. Ενός χωριού που αγάπησε βαθιά, όντας πάντα πρώτος στις συλλογικές του προσπάθειες, στις καθαριότητες, στην ανακαίνιση του σκολειού, στα κοινοτικά έργα, στις χαρές και στις λύπες του.
Όλα αυτά κι άλλα πολλά τα έκανε χωρίς να χάνει ούτε στιγμή το χιούμορ και τη θυμοσοφία του. Είχε έμφυτη την ικανότητα αυτή, σε σημείο τέτοιο, που πολλές φορές οι συμπαρεώτες και συμπότες του να μην προλαβαίνουν να τον ακολουθήσουν στα αλλεπάλληλα αστεία και «μπροκώματά» του. Ήξερε να ευχαριστιέται τη ζωή, να τη ρουφά γουλιά γουλιά. Ήξερε να ξεχωρίζει καθημερινή και σκόλη, δουλεύοντας σκληρά στις πρώτες και περνώντας σαν άρχοντας στις δεύτερες. Εκτιμούσε το καλό φαγητό και κρασί, στα οποία ποτέ δεν ζόρισε κανέναν, ξέροντας τη στιγμή πού έπρεπε κι ο ίδιος να σταματήσει. Η κουβέντα «το περίσσο χαλά το ίσο» ήταν πάντα στο στόμα του, με μια εξαίρεση: το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό για όλους, το τραπέζι του είχε πάντα περισσευούμενες θέσεις και πιάτα, εφαρμόζοντας το βιβλικό «Το φαΐ που μοιράζεται πληθιαίνει». Και, χωρίς να είναι θρησκόληπτος, πάντα ευχόταν το αξέχαστο «Καλά ύστερα να ’χουμε και καλή ψυχή να παραδώσουμε στον Κύριο».
Ο Γιώργης Σπινάκης θα παραδώσει οπωσδήποτε άσπιλη ψυχή. Η πρώτη ευχή του σίγουρα εκπληρώθηκε, όχι όμως κι η άλλη. Ενώ η ζωή του ήταν καθ’ όλα ευτυχισμένη, ενώ τα παιδιά του είχαν τακτοποιηθεί το ένα καλύτερα από τ’ άλλο, ενώ ευτύχησε να αποκτήσει έξι εγγόνια και τρία δισέγγονα, ενώ δεν χρειάστηκε ποτέ του να νοσηλευτεί, ούτε να πιει ασπιρίνη, που λέει ο λόγος, στα ύστερά του υπέστη το χειρότερο που μπορούσε να πάθει: έχασε «τα μάτια με τα οποία έβλεπε στον κόσμο», τον μοναχογιό του. Κι η συνέχεια ήταν αναπότρεπτη. Κλειστός άνθρωπος όπως ήταν τελικά, ποτέ δεν άφησε τον εαυτό του να ξεσπάσει, ποτέ δεν έκλαψε γοερά μέσα σε κόσμο, ποτέ δεν μοιράστηκε τον πόνο του με τους φίλους και τους εδικούς του. Τα πήρε όλα μέσα του, μέχρι που πλάνταξε. Υπήρχαν και χειρότερα, σαν το Μαθιουδογιάννη που έχασε τρεις γιους και που ο Γιώργης πάντα τον συμπονούσε, όμως ο ίδιος δεν ορθοπόδησε ποτέ πια.
Μάστορα Σπινογιώργη, καλά το έλεγες τσιμογελώντας ότι τα είχες καταθέσει από καιρό τα χαρτιά σου για χωροφύλακας, όπως άλλωστε το κάνουμε όλοι από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Μη στενοχωριέσαι που κάλεσαν την κλάση σου τη μέρα της γιορτής σου και δεν θα μπορέσουμε να χαροκοπήσουμε σήμερα στο σπιτικό σου. Δεν θα ξαναφτιάξουμε πια σαπούνι και χαρουπόμελο, δεν θα ξαναχτίσουμε φούρνους κι ανηφοράδες, δεν θα ξαναπάμε στη φασκομηλιά, δεν θα πειραζόμαστε, δεν θα ξαναπαίξουμε πρέφα, δεν θα ξαναναστορορηθούμε τα παλιά. Όμως εκεί που μίσεψες και πήγες θα παρηγοριέσαι ότι είσαι κοντά στο Μιχάλη σου, να τον σιργουλεύεις, με πιτήδειο πάντα τρόπο, όπως το ’κανες και στον απάνω κόσμο που άφησες χωρίς επιστροφή. Χαιρέτισέ μας κι όλους τους άλλους, εδικούς και χωριανούς, που μας άφησαν για την Κάτω Λαγκά και πες τους πως δεν τους ξεχνούμε, πως τους θυμόμαστε όλους στα καλύτερά τους, στα σαράντα τους, που αθούσαν κι έδεναν και ανάσταιναν σπιτικά και στα πενήντα τους, που είχαν καλή κεφαλή κι έκαναν όλοι τους για βουλή.