Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση που οργάνωσε την Κυριακή 3/12 το απόγευμα στα Ανώγεια η ΤΕ Ρεθύμνου του ΚΚΕ για να τιμήσει τον κομμουνιστή λαϊκό ποιητή Μιχάλη Σταυρακάκη (Νιδιώτη). Στην εκδήλωση χαιρετισμό απηύθυνε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, στα πλαίσια της επίσκεψης που πραγματοποιεί στην Κρήτη. Μεταξύ άλλων στον χαιρετισμό του ανέφερε:
«Τον κομμουνιστή λαϊκό ποιητή Μιχάλη Σταυρακάκη ή Νιδιώτη πολλοί τον τίμησαν για το ποιητικό έργο του όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στο εξωτερικό.
Δίκαια τον αποκάλεσαν προσκυνητή του λαού από το πιο γνωστό ποίημά του το «Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου».
Όμως ο Μιχάλης Σταυρακάκης δεν ήταν μόνο προσκυνητής του λαού, δεν ήταν μόνο ο ποιητής που έκφρασε τους πόθους και τους καημούς των ταπεινών ανθρώπων του μεροκάματου, δεν έμαθε να λέει μόνο το στιχάκι των δυστυχισμένων: «Αχ θεέ μου», όπως ο ίδιος με σεμνότητα γράφει σε ένα ποίημά του για τον εαυτό του.
Το πιο σημαντικό στοιχείο στο έργο του, αυτό που το ανεβάζει από την απλή στιχουργία των ριμαδόρων της μαντινάδας στο επίπεδο της λαϊκής λογοτεχνίας, είναι ότι δεν υποτάσσεται σ’ αυτά που νιώθει και καταλαβαίνει ο καθημερινός άνθρωπος του μόχθου.
Προσπαθεί να τον ανυψώσει, να του δείξει πόσο μεγάλος είναι ο άνθρωπος του λαού, όταν συνειδητοποιεί τη θέση του στην κοινωνία και τη δύναμή του να επιβάλλει το δίκιο του και το δικαίωμά του στην ευτυχία.
«Γεια και χαρά σας πεντακάθαρα χέρια. Γεια και χαρά σας χέρια του μέλλοντος».
Μέσα στις δυο μόνο αυτές σειρές -που αναφέρονται στα φαγωμένα αλλά αλέκιαστα από την κλοπή της εκμετάλλευσης εργατικά χέρια- ο Μιχάλης Σταυρακάκης, με τη λιτότητα και την αφαίρεση της πιο εκλεπτυσμένης, λόγιας ποίησης, μπόρεσε να χωρέσει το μεγαλείο των αληθινών δημιουργών του πλούτου, αλλά και των αληθινών δημιουργών της κοινωνικής εξέλιξης, της ιστορίας.
Καθένας που ο σκληρός αγώνας της επιβίωσης του στέρησε τη χαρά της μάθησης και της τέχνης, ο εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο βιοπαλαιστής, μπορεί να μην επικοινωνεί εύκολα και χωρίς καθοδήγηση, με τη σκοτεινή γλώσσα της ποίησης για παράδειγμα του Σεφέρη.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τρώει τα πίτουρα του νόθου εμπορικού, φολκλόρ τραγουδιού και των κάθε λογής υποπροϊόντων της μαζικής κουλτούρας, των κακόγουστων τηλεοπτικών σήριαλ ή των διάφορων «πρωινάδικων», «μεσημεριάδικων» και «βραδυνάδικων», είναι σαν να μας λέει με το έργο του ο Μιχάλης Σταυρακάκης.
Με γλώσσα γνήσια, ξεκάθαρη, διαυγή.
Έχοντας βιωματικά αφομοιωμένη τη λαϊκή σοφία, αλλά και τη μακριά παράδοση της δημοτικής ποίησης.
Που ξέρει τους τρόπους να απευθύνεται και να συγκινεί τη λαϊκή ψυχή.
Ο Μιχάλης Σταυρακάκης κατορθώνει να καλλιεργεί σε πλατιά λαϊκά στρώματα την πίστη στα πιο μεγάλα, τα πιο προχωρημένα ανθρώπινα ιδανικά.
Στα ιδανικά του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το υπέροχο ποίημά του, γραμμένο το 1997 με τίτλο «Στσ’ αγάπης τη βαθιά πληγή».
Αν το διαβάσει κανείς επιφανειακά, νατουραλιστικά θα φανταστεί πως είναι ποίημα ερωτικό, όπως και τόσα άλλα λυρικά, νοσταλγικά της νιότης ποιήματα που έχει γράψει κατά καιρούς.
Όμως εκείνος μιλά για μια κατακόκκινη πληγή από έναν πιο βαθύ και πιο πλατύ έρωτα:
Τον έρωτα για τον εργαζόμενο άνθρωπο και την πάλη του για τη νέα κοινωνία, τη σοσιαλιστική, που όταν έγραφε το ποίημα είχε πρόσφατα ανατραπεί.”
Συνεχίζοντας ο κ. Κουτσούμπας πρόσθεσε: «Ο Μιχάλης Σταυρακάκης έγινε ποιητής γιατί σίγουρα -όπως δείχνει τόσο η στάση του, όσο και η ποίησή του- υπήρξε ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος άνθρωπος που τον συγκινούσε αφάνταστα η ομορφιά της φύσης και που ταυτόχρονα διέθετε υψηλό ηθικό φρόνημα και βαθύ το αίσθημα του δίκιου.
Γι’ αυτά τα τελευταία άλλωστε πέρασε πάμπολλες δοκιμασίες και διώξεις στη ζωή του.
Το ολοκαύτωμα των Ανωγείων από τους Ναζί καταχτητές τον οδήγησε από τα 15 του χρόνια στην οργάνωση της ΕΠΟΝ και έναν χρόνο μετά στη σύλληψη και φυλάκισή του από τους Γερμανούς.
Το κρίσιμο σημείο της στροφής στην τέχνη του ήταν όμως η συνάντηση της ευαισθησίας του με τα μεγάλα, τα φωτεινά κομμουνιστικά ιδανικά.
Να πως ο ίδιος περιγράφει στον «Ριζοσπάστη» της 30ης Νοέμβρη 1983 τη συνάντησή του με την κομμουνιστική ιδεολογία, λίγο μετά την ήττα του δημοκρατικού στρατού, όταν οι αντάρτες κατέφευγαν κυνηγημένοι στο μιτάτο του, το μαντρί του, στον Ψηλορείτη:
«Τους φύλαξα, τους τάϊσα. Συνέχισαν να ‘ρχονται… Αλλά όλο και λιγότεροι. Αυτοί που απουσίαζαν είχαν δολοφονηθεί σε ενέδρες. Καθώς μπάλωναν στο φως του λίχνου τα ρούχα τους και γιάτρευαν ο ένας του άλλου τις πληγές σιγοτραγουδούσαν ριζίτικα. Παράξενοι μου φαίνονταν στην αρχή. Μια ώρα ύπνος… μια μπουκιά ψωμί… Και νάτοι πάλι να χάνονται στις κορφές πηδώντας σαν αετοί από χαράκι σε χαράκι. Ένας τους έβγαλε κάποιο βιβλίο απ’ το βουργιάλι του. Πάρτο μου είπε. Θα σου αρέσει. Ήταν η «Μάνα» του Γκόρκι!».
Από κείνες τις στιγμές κι ύστερα σταμάτησαν οι μαντινάδες του να αναφέρονται σε έρωτες και πάθη.
Τώρα τα τραγούδια του ήταν αφιερωμένα σ’ αυτούς τους παράξενα περήφανους ανθρώπους, που τους αποχαιρετούσε κάθε φορά με στίχους σαν αυτόν:
«Έναν ελεύθερο αετό,
σκλαβιά δεν τον κιοτεύει
όπου ταμπούρι πολεμά
κι όπου φωτιά χορεύει».
Φυσικά δεν γλύτωσε την κατηγορία του ληστοτρόφου, τη σύλληψή του το 1951 και τον εκτοπισμό του το 1954 στο Γύθειο.
Εκεί στο μεγάλο σχολειό της εξορίας γνώρισε και τη σύγχρονη ποίηση, την ποίηση του Βάρναλη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη.
Από κει κι έπειτα πέρασε στην ενεργητική δράση, πρώτα από τις γραμμές της ΕΔΑ, ενώ από το 1973 -μέσα στη δικτατορία- ως μέλος πια του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότησή του και αναδείχθηκε σε στελεχικές θέσεις τόσο του κόμματός μας όσο και του αγροτικού κινήματος.
Τραβώντας με αφοσίωση ως το τέλος της ζωής του με τις πράξεις αλλά και με την τέχνη του το δύσκολο δρόμο της πάλης για να υψώσει το πολιτικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό κριτήριο του λαού έτσι που να μπορεί να ορίσει τη ζωή και το μέλλον του.
Με λίγα λόγια, ο Μιχάλης Σταυρακάκης δεν ήταν ένας απλός βοσκός, αλλά ένας μορφωμένος και διαμορφωμένος στην ανώτερη σχολή της ταξικής πάλης ποιητής.
«Πρέπει να πολεμούμε για να μην χαθεί αυτό που κάνει τον κόσμο μεγάλο», δήλωνε άλλωστε ο ίδιος, εννοώντας ότι δεν πρέπει να παραιτηθούμε ποτέ, όσες δυσκολίες κι αν συναντήσουμε, από τον αγώνα για να περάσει η ανθρωπότητα από την προϊστορία που βρίσκεται σήμερα στην ιστορία, από τη βαρβαρότητα της εκμετάλλευσης, του ανταγωνισμού, των πολέμων, των κρίσεων, της φτώχειας σε έναν ανώτερο πολιτισμό αντάξιο του ανθρώπινου είδους.
«Το αύριο ομορφαίνει με το καθήκον του σήμερα», συμπλήρωνε επιγραμματικά σε ένα από τα πρώτα ποιήματά του θέλοντας να υπογραμμίσει ότι το σοσιαλιστικό μέλλον δεν θα ‘ρθει από μόνο του έτσι νέτο σκέτο, ούτε θα μας το χαρίσει κανείς θεός ή πεφωτισμένος ηγέτης.
Με τη συμμετοχή του καθενός στους σημερινούς ταξικούς αγώνες, οικονομικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς χρειάζεται να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την κατάργηση του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος και την κατάκτηση μιας ανώτερης μορφής οργάνωσης της κοινωνίας, όπου ο άνθρωπος θα πάψει για τον άνθρωπο να είναι λύκος.
Κι αυτό είναι η ελάχιστη τιμή που μπορούμε να αποδώσουμε σε έναν «βοσκό», το ελάχιστο χρέος που οφείλουμε σ’ έναν από τους πιο δεμένους με τα φτωχά λαϊκά στρώματα δημιουργούς της νέας συνείδησής τους, όπως υπήρξε ο ποιητής Μιχάλης Σταυρακάκης».