Από τις οικογένειες που θέλεις πολλές σελίδες για να γεμίσεις με τις ανδραγαθίες τους είναι των Παττακών από την Πατσό. Από πατέρα σε γιο, πλούτισαν το πάνθεον των εθνομαρτύρων με τις παρουσίες τους. Ιδιαίτερα ο Στυλιανός Παττακός είχε μαρτυρικό θάνατο πολεμώντας στη Μάχη της Κρήτης.
Μερικές από τις ηρωικές τους σελίδες θα ξεφυλλίσουμε σήμερα, γιατί καιρός είναι να αναφερθούμε και στην ηρωική Ανδρομάχη Παττακού, το γένος Χαροκόπου, που βρήκε επίσης μαρτυρικό θάνατο για να μην αποκαλύψει στους ναζί που κρύβονταν οι γιοι της από τα πλέον ενεργά μέλη της Αντίστασης. Και να πως έγιναν τα γεγονότα.
Μετά τον τραγικό θάνατο του πατέρα τους Στέλιου που εκτέλεσαν οι ναζί στα Περιβόλια, ο Δημήτρης και ο Γιώργης πήραν εκδίκηση προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στο αντάρτικο. Για το λόγο αυτό έπρεπε να πληρώσουν βαρύ τίμημα Αποφασισμένοι να τους κόψουν το νήμα της ζωής οι Γερμανοί δεν άργησαν να κυκλώσουν το χωριό για να συλλάβουν τα ηρωικά παλικάρια.
Εκείνη την ώρα στο σπίτι του ήρωα Στέλιου Παττακού ήταν η γυναίκα του Ανδρομάχη, που κείτονταν ανήμπορη στο κρεβάτι, ο γιος της Γιώργης ενεργό μέλος της Αντίστασης αν και ήταν μόλις 17 χρόνων και τα ανήλικα αδέλφια ο Κωστής 12 χρόνων και η Ζαχαρένια 8.
Ο Γιώργης είχε κατέβει βιαστικά να δει τη μάνα του που ήταν άρρωστη και να φύγει αμέσως για να συνεχίσει τον αγώνα του. Ο ήχος από τις αρβύλες στην αυλή τους προετοίμασε για την έφοδο που θα ακολουθούσε.
– Φύγε Γιώργη φώναξε ο Κωστής που έβλεπε ήδη τους Γερμανούς να σιμώνουν.
– Φεύγω απάντησε το 17χρονο παλικάρι. Εσείς παιδιά μιλιά …Και συ μάνα υπομονή. Φεύγω αλλά θα γυρίσω.
– Στο καλό παιδί μου απάντησε η γυναίκα. Πρόσεχε. Αν πάθω κι εγώ κάτι τι θα απογίνουν τα μικρά μας.
Ο Γιώργης από μια διέξοδο διαφυγής που είχε φτιάξει αφαιρώντας μια μεγάλη πέτρα βρέθηκε στο διπλανό φουρνόσπιτο. Στην προσπάθειά του αυτή τον αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί και τα όπλα τους άρχισαν να ρίχνουν ακατάπαυστα. Μόλις που πρόλαβε ο Γιώργης, με σίγουρες και μεθοδικές κινήσεις να αποφύγει τον καταιγισμό των σφαιρών. Κατάφερε να τρέξει στην τσιλόβρυση κι από εκεί όπου φύγει φύγει.
Σαν να τον βασάνιζε όμως ένα κακό προαίσθημα έκανε το γύρο και ανεβαίνοντας στη δασώδη πάνω μεριά του χωριού, κρυμμένος σ’ ένα πρινοχάρακα μπορούσε να παρακολουθεί τις εξελίξεις.
Στο μεταξύ οι Γερμανοί έξαλλοι που έχασαν το Γιώργη μέσα από τα χέρια τους επέστρεψαν στο δωμάτιο που βρισκόταν η ανυπεράσπιστη γυναίκα και τα δυο ανήλικα παιδιά της. Με μια σπρωξιά την έριξαν στο πάτωμα και άρχισαν να την κλωτσούν με τις αρβύλες τους και να την κτυπούν με τους υποκοπάνους των όπλων τους ουρλιάζοντας: Πού Γιώργος; Πού Δημήτρης;
Η Ανδρομάχη άξια της γενιάς της υπέμενε τα χτυπήματα αδιαμαρτύρητα χωρίς να βγάζει μιλιά. Με πόνο ψυχής ο Γιώργης παρακολουθούσε από την κρυψώνα του τα δρώμενα και σπάραζε η ψυχή του ακούγοντας τα κλάματα της μικρής Ζαχαρένιας που φώναζε τη μαμά της. Όταν οι δήμιοι κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να πάρουν λέξη από την Ανδρομάχη που είχε πάψει να σαλεύει και έμενε στο πάτωμα ακίνητη, έφυγαν με κατεύθυνση στην πλατεία. Αμέσως ο Γιώργης γύρισε στο δωμάτιο και θεωρώντας πως η μάνα του είχε σκοτωθεί, «γύρισε το μάτι του». Χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλε τραπέζι και μια καρέκλα στο τζάκι κι ανέσυρε ένα όπλο που έκρυβε στην καμινάδα. Το πήρε και τράβηξε προς την πλατεία. Τον πέτυχαν όμως πάνω στην ώρα τ’ αδέλφια της μάνας του ο Φραγκιάς και ο Λευτέρης Χαροκόπος αξιωματικός ε.α.
Προσπάθησαν με ηρεμία να τον συνετίσουν σκεπτόμενοι πως μια βεβιασμένη κίνηση θα έβαζε σε κίνδυνο όλο το χωριό. Υποσχέθηκαν να φροντίσουν τη μάνα του καλώντας γιατρό από το Μέρωνα και τελικά τον έπεισαν να σκεφτεί πιο ψύχραιμα και να γυρίσει στους συντρόφους του αφήνοντας την εκδίκηση για μια άλλη φορά.
Μόλις τον είδαν να απομακρύνεται ήσυχοι πια ότι απέφυγαν το χειρότερο για τους άλλους χωριανούς, έσπευσαν να καλέσουν τον γιατρό Μοσχονά που έσπευσε να συνεφέρει την καταπληγωμένη Ανδρομάχη αν και έβλεπε πως είχαν μείνει ώρες μόνο ζωής για την άμοιρη γυναίκα. Από τα δυνατά χτυπήματα είχε από ώρα αρχίσει να αιμορραγεί εσωτερικά. Έκανε ότι μπορούσε κι έφυγε γιατί τον περίμεναν και άλλοι ασθενείς. Μόλις τρεις ώρες από την αναχώρηση του γιατρού, η γενναία Ανδρομάχη έφυγε να συναντήσει τον ήρωα μάρτυρα σύζυγό της. Ο θάνατός της στοίχειωσε το πάθος για εκδίκηση στο νου του Γιώργη.
Κι όταν αργότερα βρέθηκε κοντά στον στρατηγό Κράιπε, συμμετέχοντας στην ομάδα απαγωγής του, σε μια κακοτράχαλη ανηφόρα, λέγεται ότι έκοψε τη μπροστελίνα του μουλαριού με αποτέλεσμα να φύγει το σαμάρι παρασύροντας στην πτώση και το στρατηγό που πέφτοντας έσπασε τον ώμο του.
Ο Γιώργης με το Δημήτρη συνέχισαν τον αγώνα μέχρι που ξαστέρωσε ο ουρανός της Κρήτης.
Καθένας όμως έγραψε τη δική του ιστορία. Μια και η επέτειος το καλεί όμως ας σταθούμε λίγο στο συναξάρι του Δημήτρη.
Η ιστορία του είναι συγκλονιστική.
Γεννήθηκε στην Πατσό Αμαρίου, τη χρονιά που ενώθηκε η Κρήτη με την Ελλάδα.
Πήρε μέρος στο έπος του 40 με πολλά εύσημα για ανδραγαθίες. Σε μια σκληρή μάχη τραυματίστηκε σοβαρά πέφτοντας σε γκρεμό. Εκεί έμεινε για 16 μέρες τρώγοντας χόρτα και χιόνι. Οι άλλοι όμως τον νόμιζαν νεκρό, το ίδιο και οι δικοί του αφού τους είχαν στείλει μια σημαία για να τον τιμήσουν.
Αυτό ήταν που ατσάλωσε και την δύναμη του γέρο πατέρα του για εκδίκηση. Ήταν από τους πρώτους που πήραν μέρος στη μάχη της Κρήτης. Κατέβαινε από το χωριό στο πεδίο των πιο σκληρών αναμετρήσεων κι επέστρεφε στο χωριό για να φροντίσει τα ζώα του, για να μην πεινάσει η οικογένειά του. Και πάλι πίσω στον αγώνα. Σε μια από τις οδοιπορίες αυτές συνάντησε μερικά χωροφυλακάκια που είχαν χαθεί. Σαν στοργικός πατέρας αδιαφορώντας για τον κίνδυνο τα βοήθησε να βρουν τη μονάδα τους. Επιστρέφοντας όμως τον συνέλαβαν οι Γερμανοί κοντά στον Άγιο Γεώργιο και τον εκτέλεσαν με φρικτό τρόπο ρίχνοντάς τον σε καμίνι. Ο ήρωας αυτός έμενε άγνωστος παρά τις προσπάθειες της οικογένειας για την αποκατάστασή του. Τελικά πέρυσι αποκαταστάθηκε η αδικία και το όνομά του αναφέρεται πια στη λίστα των αδικοχαμένων θυμάτων των ναζί. Ο μαρτυρικός του θάνατος όπλισε την ψυχή των γιων του να πάρουν το αίμα του ήρωα πατέρα τους πίσω. Οργανώθηκαν από τους πρώτους στην Αντίσταση. Δεν στάθηκαν λεπτό μέχρι την απελευθέρωση.
Ο Δημήτρης που σαν μεγαλύτερος αναλάμβανε πιο επικίνδυνες αποστολές δεν άργησε να πέσει στα χέρια των Γερμανών. Ακόμα και στις δύσκολες στιγμές δεν τον εγκατέλειψε το θάρρος του. Ενώ τον είχαν συλλάβει αψηφώντας φρουρά από τριάντα άνδρες που τον κρατούσε σε σπίτι του χωριού, κατάφερε να δραπετεύσει. Από τύχη δεν τον βρήκε καμιά από τις σφαίρες που έπεφταν γύρω του βροχή. Εκεί στο Πρασανό φαράγγι κρύφτηκε για ένα μεγάλο διάστημα. Να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί τον είχαν καταδικάσει δις εις θάνατον. Ο δυναμισμός του και το θάρρος του ήταν απαράμιλλα. Δεν είναι τυχαίο που τον επέλεξε ο Πάτρικ Λη Φέρμορ να φυλάξει για δυο μέρες τον στρατηγό Κράιπε μέχρι να οργανωθεί η ομάδα και να συνεχίσει την πορεία της με τον αιχμάλωτο Γερμανό. Βοήθησε και στη διαφυγή της ομάδας από το Ροδάκινο. Πήρε μέρος και στη συγκλονιστική μάχη των Ποταμών όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του.
Με την απελευθέρωση ο Δημήτρης ορίστηκε από τον διοικητή Κρήτης Χρίστο Τζιφάκη, πρόεδρος του χωριού και στάθηκε τόσο καλά στο ύψος των περιστάσεων που επανεξελέγη από τους χωριανούς του οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει και επαινέσει τη χρηστή του διοίκηση.
Η ταλαιπωρημένη από τις κακουχίες υγεία του δεν του επέτρεψε να απολαύσει γεράματα με αγαπημένα του πρόσωπα. Πέθανε από εγκεφαλικό το 1977 σε ηλικία 64 χρόνων.
Η μνήμη του όμως μένει αιωνία και απολαμβάνει πάντα τις τιμές που αξίζουν σε ήρωες όπως αυτός.