Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ
Ο κ. Μανόλης Κούνουπας είναι ένας ξεχωριστής ποιότητας άνθρωπος, με πολλαπλά ενδιαφέροντα, ανησυχίες και ευαισθησίες. Η παρουσία και ο τρόπος του είναι μια αυθεντική υπόμνηση της παλαιότερης ρεθυμνιώτικης αρχοντιάς, του ήθους εκείνου που σε καιρούς περασμένους έκανε την πόλη τούτη διακριτή για το πολιτισμικό επίπεδο των κατοίκων της. Είναι ένας άνθρωπος που, παράλληλα με την ιατρική επαγγελματική του απασχόληση, είχε πάντα ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, έρωτα για τα Γράμματα, και ειδικά για τις ανθρωπιστικές επιστήμες, και λογοτεχνικές αναζητήσεις. Ακόμη έχει βαθιά μέσα του ριζωμένους τους δεσμούς με τον τόπο και την παράδοσή του. Το Ρέθυμνο και η Κρήτη ως τόπος αλλά και ως φορείς ιστορικού και πολιτισμικού μεγέθους κινητοποιούν το νου και την ψυχή του και υποκινούν τη γραφίδα του, έτσι ώστε να αποδώσει εντυπώσεις, περιστατικά και στιγμιότυπα όπως αυτά που συναντούμε στην ποιητική συλλογή του «Αναβολέματα».
Πρόκειται, καταρχήν, για εικόνες από την κρητική ύπαιθρο, από την αγροτική και ποιμενική ζωή του παλιού καιρού, που με τη δεκαπεντασύλλαβη ποιητική αφήγηση αποδίδουν στιγμές της απλής καθημερινότητας του βουνού και του κάμπου. Θα μπορούσε κανείς να κάμει συσχετισμούς, εκτός από τη δημοτική ποίηση, με το λαγαρό ποιητικό λόγο του ξεχασμένου σήμερα Κώστα Κρυστάλλη.
Είναι ψυχικά καθαρτικοί οι στίχοι του Μανόλη Κούνουπα, καθώς περιγράφουν εργασιακές συνθήκες και συνήθειες, ανθρώπινες εκδηλώσεις και αντιδράσεις, τον κόσμο της κρητικής υπαίθρου, τα χρώματα, τις φωτοσκιάσεις και το φυσικό περίγυρο. Η αίσθηση της αθωότητας που αναδύεται από την ποιητική περιγραφή, η ανόθευτη λιτότητα του αγροποιμενικού βίου με την ανάσα του κάμπου και τον αγέρα του βουνού που αποπνέεται, «δροσίζουν» την ψυχή.
Το ιδιαίτερο χρώμα και η λυρική ανάδειξη του φυσικού χώρου της υπαίθρου είναι εμφανή και σε άλλη συλλογή του κ. Κούνουπα ( από το περιοδικό ΠΑΡΙΑΝΑ) στο ποίημα «Αναλαμπή»:
Στου δάσου τη μοσχοβολιά, στου έλατου τη χάρη
πνοή ζεφύρου ανάλαφρη κι ανάσα από θυμάρι.
Λευκή μαγεία πρωινού μες την αχλύ του ονείρου
μ’ άγγιγμα από ‘να σκίρτημα κι απ’ άρωμα του μύρου.
Όπως και στο « Μπαλάντα του χελιδονιού».
Στα «Αναβολέματα», όμως, εκτός από τον καλοδουλεμένο στίχο με τα λυρικά εκφραστικά γνωρίσματα, βλέποντας κανείς σε ένα δεύτερο επίπεδο, ανακαλύπτει και βαθύτερα νοήματα με συμβολικό επικάλυμμα, ηθικού προσανατολισμού, τονισμένα με ευαισθησία και συναισθηματική έξαρση.
Στο ποίημα «Το κυπαρίσσι κι η ελαί» μέσα από τον αντιπαραθετικό διάλογο συμβολοποιούνται ο αλαζονικός εγωκεντρισμός, η ανούσια αυτοπροβολή και η άκαρπη αυταρέσκεια, τα οποία συνιστούν «ύβριν», για την οποία εντέλει επέρχεται η αναπόφευκτη «Νέμεσις». Μήνυμα σημαντικό και πάντα επίκαιρο.
Στο «Ο Μανούσος και το ρίφι» αναπτύσσεται το θέμα το απαντώμενο και στη δημοτική ποίηση, της σχέσης του ανθρώπου, κι εδώ ειδικά του παιδιού, με το ζώο, που αποτελεί σύντροφο και συμπαραστάτη του στο διάβα της ζωής. Η τρυφερότητα της σχέσης αυτής και ο συναισθηματικός της χρωματισμός, συχνό βίωμα πολλών ανθρώπων, αναδεικνύουν τα όρια της φιλοζωίας, ως έκφρασης μιας από τις ευγενέστερες ανθρώπινες στάσεις και συμπεριφορές. Διευρύνοντάς το μπορεί να το δει κανείς ως την προβολή του αισθήματος της ειλικρινούς φιλίας, που επισφραγίζεται με την αυτοθυσιαστική πράξη.
Όταν ο Μανόλης Κούνουπας στο ποίημα «Κι αν είναι για το Ρέθεμνος» λέει μεταξύ άλλων :
Καλότυχος, καλόμοιρος στην Κρήτη ανε- μπροβάλλεις
κι αν είναι για το Ρέθεμνος δυο βολές καλομοίρης…
Γνώρα να δώκεις στη στραθιά μ’ όσους συναπαντήξεις
άντρες πούχουνε φρόνεση, ντρέτους και μπεσαλήδες
γυναίκες καλεπίταγες με σέβας κι αξιοσύνη!
Εκφράζει, όπως ειπώθηκε παραπάνω, την Κρητολατρία και τη Ρεθυμνολατρία του, προβάλλοντας ταυτόχρονα τα παραδοσιακά γνωρίσματα του παλαιού ρεθεμνιώτικου ήθους και της ομόλογης αρχοντιάς. Μιαν αρχοντιά που την τονίζει παράλληλα η τοπιογραφική και αρχιτεκτονική περιγραφή της πόλης με τον περίγυρο και τα ιστορικά της κτίσματα.
Στα ποιήματα «Το ξύπνημα» και «Γιάειντα» εκφράζεται ενοχή και παράπονο. Η ενοχή για την ανέλεγκτη, σχεδόν δολοφονική επιδρομή του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον, εδώ με τη μορφή του άκριτου κυνηγού, που με την ανάλγητη δράση του καταστρέφει τη ζωή, εγκληματεί εις βάρος της αθωότητας και ποδοπατεί άσπλαχνα την τρυφερότητα και την ευτυχισμένη συνύπαρξη. Και το παράπονο για τη στέρηση της χαράς, το μοιρολόι για τον απρόσμενο και άδικο χαμό του αγαπημένου, η απελπισία για τη σκοτεινή προοπτική του μελλοντικού βίου. Όλα αυτά, βέβαια, εύκολα ανάγονται από τη φύση στην ανθρώπινη ζωή, με αναλογίες ορατές καθημερινά στα κοινωνικά, πολιτικά κ.λπ. πεδία, τοπικά και ευρύτερα.
Στα ποιήματα όμως αυτά του Μανόλη Κούνουπα, εκτός από τα προαναφερθέντα, ιδιαίτερη αξία έχει και η γλωσσική αποτίμηση, καθώς η γλώσσα που μεταχειρίζεται είναι εκείνη που ήταν για αιώνες σε χρήση από τις προηγούμενες γενεές στην Κρήτη, με τα διαλεκτικά χαρακτηριστικά του Ρεθύμνου. Είναι η γλώσσα μιας άλλης εποχής, τότε που η ιδιοσυστασία του ανθρώπου, και του τόπου γενικότερα, προσδιοριζόταν και από το λεκτικό υλικό που χρησιμοποιούσε, από το φωνητικό τύπο των λέξεων, την προφορά και την ακουστική χροιά του λόγου. Συναντούμε, λοιπόν, λέξεις ξεχασμένες σήμερα, πολλές με μεγάλο ετυμολογικό ενδιαφέρον, επεξηγούμενες με γλωσσάρι, δοσμένες, κατά το δυνατόν, με την παλαιά προφορά τους. Λέξεις φορτισμένες με την ιδιαιτερότητα της ιστορικής τους προέλευσης και της ιδιωματικής τους χρήσης. Είναι οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα – και την ψυχή- του παλιού Κρητικού, με την παραδοσιακή φορεσιά, τις τοπικές συνήθειες και το ανάλογο ήθος. Σαν κι αυτές με τις οποίες γράφτηκε ο «Ερωτόκριτος», η «Ερωφίλη» και τόσα άλλα για τα οποία είμαστε περήφανοι.
Ακόμη κι αν σήμερα δεν γίνεται να χρησιμοποιούμε αυτή τη γλώσσα, καλό είναι να τη θυμούμαστε, να τη μελετούμε και να τη συσχετίζουμε καμιά φορά με τη σημερινή, όπως κάνουμε -ή πρέπει να κάνουμε- με όλα τα παράγωγα του παλαιότερου πολιτισμού που συντελούν στον αυτοπροσδιορισμό και στην ενίσχυση των θεμελιακών αξιών, οι οποίες στηρίζουν το παρόν μας.
Και μ’ αυτήν την έννοια ο Μανόλης Κούνουπας με τα «Αναβολέματα», κάνει μια σημαντική προσφορά.