Του ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ ΑΛΙΓΙΖΑΚΗ*
«Charles Taylor, Τα βιβλία που ελευθερώνουν. Οι λεωφόροι της πίστης. Συνομιλίες με τον Jonathan Guilbault, μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2018».
Ο διάλογος του γνωστού Καναδού φιλόσοφου Charles Taylor με τον θεολόγο-φιλόσοφο Jonathan Guilbault, ο οποίος παρουσιάζεται στο δοκίμιο «Τα βιβλία που ελευθερώνουν. Οι λεωφόροι της πίστης» ακολουθεί μια αξιοπρόσεκτη σειρά. Πρώτα γίνεται η γνωριμία με το υποκείμενο, το οποίο ανακαλύπτει την ταύτιση πνευματικότητας-συνειδητού σώματος με φιλοσοφικό τρόπο. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον φαινομενολόγο φιλόσοφο Μερλώ Ποντύ, η ουσία ταυτίζεται με την ύπαρξη με αποτέλεσμα την επιστροφή του ανθρώπινου όντος στην Βιβλική του ψυχοσωματική ολότητα υπερβαίνοντας τους δυϊσμούς (πλατωνικούς, καρτεσιανούς).
Ακολουθεί η στροφή στις σχέσεις του ανθρώπινου υποκείμενου με τον συνάνθρωπο μέσω της ποίησης του ρομαντικού Χαίλντερλιν. Ο Γερμανός ποιητής υποστηρίζει την τριπλή ενότητα της αρχαιοελληνικής σκέψης, δηλαδή άνθρωπος-φύση, λόγος-συναίσθημα και ενότητα μεταξύ των μελών της πόλεως. Αυτή η ενότητα, θεολογικά, μπορεί να ιδωθεί ως η κοινωνία με τον «άλλο», είτε αυτή είναι ερωτική είτε είναι απλά αγαπητική.
Στη συνέχεια, περιγράφεται και συνδέεται το μπωντλερικό spleen με το σταυρικό πάθος του Ιησού. Αυτή η «παράλυση», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Taylor, οδηγεί στην υπαρξιακή αναζήτηση, στην αγωνία την οποία ο άνθρωπος μοιράζεται με τους άλλους δίνοντας μια «χαραμάδα ελπίδας».
Η πίστη εδραιώνεται με τον συνδυασμό λόγου και βιώματος στον ορθόδοξο αγιο…γράφο Ντοστογιέφσκι, ο οποίος απορρίπτει την εκκοσμίκευση, τον μηδενισμό και τον κομμουνισμό. Ο ίδιος πιστεύει στην αλήθεια του Χριστού, όπως αυτή διατυπώνεται στο δόγμα της πίστης υποστηρίζοντας ότι για την κατανόησή της δεν αρκεί ο ορθός λόγος, αλλά χρειάζεται και βιωματική προσέγγιση, όπως είναι «οι χειρονομίες που ενισχύουν την κοινωνία».
Τον τελευταίο λόγο έχει μια εκσυγχρονισμένη Εκκλησία μέσω της θεολογίας του καρδινάλιου Υβ Κονγκάρ, ο οποίος προτείνει μια διαλεκτική θεώρηση της πίστης με λιγότερο δογματισμό, καθώς «Η Εκκλησία είναι το μέλλον της όσο και είναι και το παρελθόν της» και η «παράδοση είναι η διατήρηση μιας αρχής σε όλες τις στιγμές τη ιστορίας της». Η πρώτη φράση, εννοεί ότι η ανθρωπότητα (χριστιανοί και μη χριστιανοί) εξελίσσεται στον τομέα της ηθικής, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στο λεπτό θέμα της παράδοσης της Εκκλησίας και εξηγείται ως διαφορετική ατομική και συλλογική ερμηνεία του Ευαγγελίου. Ο ατελής άνθρωπος και οι ατελείς ανθρώπινες κοινωνίες κατανοούν, βιώνουν και εφαρμόζουν μέρος μόνο της ευαγγελικής διδαχής (π.χ. η αποδοχή της δουλείας από τη θρησκεία στο παρελθόν).
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το μικρό αυτό πόνημα ανοίγει νέους πνευματικούς ορίζοντες, καθώς προτείνει στον καθένα από εμάς την αναζήτηση και διερεύνηση της προσωπικής πίστης στα αγαπημένα λογοτεχνικά, φιλοσοφικά ή ακόμα και εκκλησιαστικά αναγνώσματα.
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος