Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 κι έπειτα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζονταν από την όλο και μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ των δύο κυρίαρχων πόλων εξουσίας. Η σύγκλιση αυτή της κεντροδεξιάς με την κεντροαριστερά δεν αφορούσε μόνο τα καθ’ ημάς, αλλά ήταν μια εξέλιξη που συντελούνταν στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Στην Ελλάδα η κυβερνητική εξουσία εναλλάσσονταν μεταξύ των δύο μεγάλων συστημικών κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Παρά τις κατά καιρούς εντάσεις και πολωτικές περιόδους, η γενική κατεύθυνση της χώρας σε σημαντικά ζητήματα πολιτικής παρέμενε ίδια, με τις διαφωνίες να παραμένουν στα (εξίσου σημαντικά βέβαια) επιμέρους ζητήματα. Η σύγκλιση αυτή είχε θετικά και αρνητικά στοιχεία. Στα θετικά θα μπορούσαν να αναφερθούν η προσήλωση στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας που δεν τίθονταν υπό αμφισβήτηση ή η κοινή εξωτερική πολιτική που σε γενικές γραμμές ακολουθούσαν όλες οι κυβερνήσεις. Στα αρνητικά ήταν η συντήρηση ενός πελατειακού κράτους και η προσήλωση σε ένα κοινωνικοοικονομικό μοντέλο στηριζόμενο στον κρατισμό και την κατανάλωση.
Ακολούθησε η κρίση και ο κατακερματισμός του κομματικού μας συστήματος, με την δημιουργία νέων και την ανάδειξη παλαιότερων μικρότερων κομμάτων. Οι πολίτες μέσα στην απόγνωση, στον θυμό τους αλλά και χωρίς καμία διάθεση αυτοκριτικής στράφηκαν σε νέες πολιτικές δυνάμεις. Αυτές οι δυνάμεις όχι μόνο δεν έφεραν το «νέο» που ευαγγελίζονταν, αλλά όπως αποδείχθηκε ήταν οι μεγαλύτεροι αρνητές όλων των θετικών έως τότε στοιχείων και παράλληλα οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές όλων των αρνητικών, διατηρώντας και μεγεθύνοντας πολλές φορές, τις χειρότερες εκφάνσεις του μεταπολιτευτικού μας συστήματος.
Σήμερα μετά την κατάρριψη των μύθων, των ιδεολογικών ηγεμονιών και της (εν μέρει δυστυχώς) προσγείωσης στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σταυροδρόμι. Κάθε εκλογική αναμέτρηση έχει τη δική της αξία, βαρύτητα και τα δικά της σημαντικά διακυβεύματα. Σε σχέση όμως με το παρελθόν, πραγματικά στις προσεχείς εκλογές συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Όχι δύο ή περισσότερα κόμματα για την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά δύο εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες. Γιατί δυστυχώς, στην πανέμορφη Ελλάδα, βρισκόμαστε στην δυσάρεστη θέση να συζητάμε ακόμη για αυτονόητα πράγματα που σε άλλες χώρες έχουν διευθετηθεί εδώ και δεκαετίες.
Τα πολλά και κρίσιμα ζητήματα που χρήζουν χειρισμού και επίλυσης, περιστρέφονται γύρω από δυο ευρύτερα διλήμματα που οι προσεχείς εκλογές σηματοδοτούν: Λαϊκισμός έναντι ορθολογισμού και κρατισμός έναντι της απελευθέρωσης των κοινωνικοοικονομικών δυνάμεων. Το πρώτο αφορά την απαλλαγή από τον λαϊκισμό που τροφοδοτείται από το μίσος και τον διχασμό της κοινωνίας, προτείνοντας ανεφάρμοστες και αδιέξοδες λύσεις για σύνθετα προβλήματα. Αφορά την επιλογή μετρήσιμων, εφικτών και ρεαλιστικών στόχων που θα επιτυγχάνονται βήμα-βήμα, μέσα από εφαρμόσιμες λύσεις, με τη συμμετοχή του συνόλου της κοινωνίας που δεν χωρίζεται σε «πολλούς και λίγους» και σε «εμείς και οι άλλοι». Το δεύτερο αφορά την απελευθέρωση από το πατερναλιστικό και πελατειακό κράτος. Αποδέσμευση και απελευθέρωση από τα δεσμά του κρατισμού δεν σημαίνει ασυδοσία. Αφορά την δημιουργία ενός πλαισίου ίσων ευκαιριών με ίσους κανόνες για όλους και όχι μόνο των ολιγαρχών «πελατών» του κομματικού κράτους. Σημαίνει πραγματική πρόοδο.
Η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τους επιχειρηματίες. Σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, μία είναι η οδός που οδηγεί σε καλύτερες εργασιακές και μισθολογικές συνθήκες για τους εργαζόμενους: Η μείωση της ανεργίας μέσω της αύξησης ζήτησης της εργασίας, η οποία μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από επενδύσεις και νέες επιχειρήσεις που θα δημιουργήσουν πολλές θέσεις εργασίες. Στόχος μιας κοινωνίας δεν μπορεί να είναι η συντήρηση της φτώχειας και η διανομή επιδομάτων. Στόχος μιας πραγματικά προοδευτικής κοινωνίας είναι να μην υπάρχουν φτωχοί που θα έχουν ανάγκη από επιδόματα. Και οι λίγοι που δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν να λαμβάνουν την έμπρακτη στήριξη της πολιτείας. Αυτή είναι η μορφή ενός πραγματικά κοινωνικού κράτους.
Εν τέλει δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό για να βγούμε από τα αδιέξοδα μας. Αρκεί να τελειώνουμε με τον λαϊκισμό, τους μύθους, τα κρατικά λεφτόδεντρα και να κοιτάξουμε τον υπόλοιπο κόσμο γύρω μας. Να κοιτάξουμε στην πρώην «μνημονιακή» Ιρλανδία, όπου αυτή τη στιγμή υπάρχουν 1.400 εταιρείες άμεσων ξένων επενδύσεων, που απασχολούν 229.057 εργαζομένους. Να κοιτάξουμε στην επίσης πρώην «μνημονιακή» Πορτογαλία, όπου το ποσοστό των εξαγωγών το 2017 έφτασε το 43,1% του ΑΕΠ, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε, η ανεργία έπεσε κάτω από 9%, οι μισθολογικές απώλειες των δημοσίων υπαλλήλων αποκαταστάθηκαν, οι συντάξεις αυξήθηκαν και η ανάπτυξη έφτασε το 2,7%.
Σε τι διαφέρουμε από αυτές και άλλες πολλές ευρωπαϊκές χώρες; Σίγουρα όχι στην έλλειψη ικανοτήτων και δυνατοτήτων. Διαφέρουμε σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις που δυστυχώς στην Ελλάδα κινούνται γύρω από την σφαίρα του λαϊκισμού και του κρατισμού. Αν επιλέξουμε να αφήσουμε πίσω μας για πάντα αυτά τα δύο δεσμά, τότε υπάρχει ελπίδα σε λίγα χρόνια ολόκληρη η Ευρώπη να μιλάει για το αντίστοιχο «ελληνικό θαύμα». Έχουμε αργήσει υπερβολικά πολύ. Και ίσως αυτή να είναι και η τελευταία μας ευκαιρία.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι Ιδιωτικός υπάλληλος – Πολιτικός επιστήμονας