Η πολυσυζητημένη, χολιγουντιανών προδιαγραφών, ταινία «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» (The two faces of January) θα προβάλλεται στο Ρέθυμνο, από αύριο Πέμπτη, στο θερινό ΣΙΝΕ «Αστέρια» κάθε βράδυ στις 9.30.
Μεγάλο μέρος των γυρισμάτων έγινε το Φθινόπωρο του 2012 στην Κρήτη, με αποτέλεσμα το νησί μας να «ταξιδέψει» και να προβληθεί μέσω της μεγάλης οθόνης σε όλο τον κόσμο.
Πρόκειται για μια χολιγουντιανή παραγωγή, ένα αριστοτεχνικό θρίλερ αγωνίας, που σκηνοθέτησε ο Χοσέιν Αμίνι και πρωταγωνιστούν ο υποψήφιος για Όσκαρ Βίγκο Μόρτενσεν, η υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα και νικήτρια του Βραβείου Γυναικείας Ερμηνείας από το Φεστιβάλ Καννών, Κίρστεν Ντανστ, και ο Όσκαρ Άιζακ.
Ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, που είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ (Εκδόσεις «Άγρα»), γυρίστηκε στα Χανιά σε σκηνικό μίας άλλης εποχής με τις απαραίτητες παρεμβάσεις, ενώ στην ταινία «πρωταγωνιστούν» σε κάποιες σκηνές και το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο με δημιουργία ατμόσφαιρας δεκαετίας ’60 και το ανάκτορο της Κνωσού. Όλα φαίνονται πιο νοσταλγικά και γοητευτικά. Μάλιστα παρακολουθώντας την ταινία θα αναγνωρίσετε και γνώριμα ίσως σε σας Ρεθεμνιώτικα πρόσωπα που συμμετέχουν ως κομπάρσοι.
Η ταινία αναμένεται να προβάλει με ιδανικό τρόπο την Ελλάδα και την Κρήτη ειδικότερα, όπως έγινε και με τις blockbuster ταινίες «Maμma Mia» και «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι»… Μία εξαιρετική ευκαιρία να προβληθεί το Ρέθυμνο, η Κρήτη, η Ελλάδα στο εξωτερικό σε αυτές τις δύσκολες μέρες που διανύουμε…
«Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» ξεκίνησαν τα γυρίσματα τον Οκτώβριο του 2010 στην Κρήτη. Λόγω της οικονομικής κρίσης και των διαδηλώσεων στην Ελλάδα τη δεδομένη περίοδο, η παραγωγή αρχικά ήθελε να κάνει τα γυρίσματα στην Κωνσταντινούπολη και στα στούντιο Ealing του Λονδίνου. Τελικά, τα γυρίσματα έγιναν τρεις εβδομάδες στην Κρήτη, τέσσερις ημέρες στην Αθήνα και τέσσερις εβδομάδες στην Κωνσταντινούπολη, με το post production να ολοκληρώνεται στο Λονδίνο.
Η ταινία ανοίγει στην Ακρόπολη, εκεί για πρώτη φορά ο Τσέστερ και η Κολέτ συναντούν τον Ράινταλ. Η παραγωγή κατάφερε να πάρει την άδεια να γυρίσει μέσα στον Παρθενώνα, όπου οι επισκέπτες απαγορεύεται να εισέλθουν. Για να καταφέρει ο σχεδιαστής παραγωγής Μάικλ Κάρλιν να φιλμογραφήσει έναν από τους πιο πολυσύχναστους τουριστικούς προορισμούς της Αθήνας, αναγκάστηκε να καλύψει το φωτισμό και τη σήμανση της Ακρόπολης με υλικό από πολυστυρένιο. Ο Αμίνι χρειάστηκε επίσης να αποφύγει δεξιοτεχνικά τους γερανούς που βρισκόντουσαν στο χώρο, τραβώντας από ανάλογες γωνίες, κι αφαιρώντας ό,τι έμεινε στο post-production.
Ανάμεσα στο παλιό Μπραζίλιαν, την Αθήνα, τα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο, το ανάκτορο της Κνωσού εξελίσσεται μία ιστορία γεμάτη πάθη και απωθημένους έρωτες και φυσικά μπερδεμένες καταστάσεις αλλά και ταυτότητες, το σήμα κατατεθέν της Χάισμιθ.
Τη διασκευή του βιβλίου στην ταινία έχει κάνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης των «Δυο προσώπων του Ιανουαρίου» και ένας από τους καλύτερους σεναριογράφους αυτή τη στιγμή στην κινηματογραφική πιάτσα, ο Χοσείν Αμινί. Με έδρα το Λονδίνο ο Αμινί ειδικεύεται στη διασκευή βιβλίων ειδικά για κινηματογραφικές ταινίες, με θαυμαστά μέχρι στιγμής αποτελέσματα. Ανάμεσα στις εξαιρετικές του δουλειές καταγράφονται-εκτός από το «Drive», το «Jude» του Τόμας Χάρντι αλλά και τα «Φτερά του Έρωτα» του Χένρι Τζέιμς.
Με μόλις δύο μέρες στα χέρια τους για να ολοκληρώσουν τα γυρίσματα, ο Αμινί παραδέχεται ότι ήταν ένα δύσκολο έργο: «Υπήρχαν εκατοντάδες τουρίστες σε κάθε λήψη», ανακαλεί. «Έπρεπε να βασιστούμε στο φιλότιμό τους, για να πετύχουμε τις λήψεις που θέλουμε. Οι περισσότεροι ήταν πολύ ευγενικοί, αλλά ενίοτε θα υπήρχε κάποιος που θα εκνευριζόταν και θα φώναζε «έχω πληρώσει και θα περάσω μέσα από το σετ!»
Η Κωνσταντινούπολη και η Κρήτη ήταν οι δύο επόμενοι σταθμοί. Για το πολυτελές ξενοδοχείο της Αθήνας που μένουν οι Τσέστερ και Κολέτ, χρησιμοποιήθηκε ένα Τουρκικό πανεπιστήμιο, ενώ η σκηνή στο αεροδρόμιο της Αθήνας, έγινε σε μια πίστα αγώνων ταχύτητας στην Κωνσταντινούπολη. Η κορύφωση της ταινίας λαμβάνει χώρα στο Καπαλί Τσαρσί (Μεγάλο Παζάρι) της Κωνσταντινούπολης. «Η ειρωνεία του θέματος ήταν ότι έπρεπε να μετατρέψουμε το Μεγάλο Παζάρι σε… Μεγάλο Παζάρι. Μπορούσαμε να τραβήξουμε μόνο τη νύχτα, αλλά τότε τα καταστήματα είναι κλειστά και τα πάντα σκοτεινά, και οι ιδιοκτήτες σκληροί διαπραγματευτές. Ήταν πιο εύκολο για εμάς να κατασκευάσουμε προσόψεις καταστημάτων, παρά να ζητήσουμε να ανοίξουν, παρόλο που κάποιοι ιδιοκτήτες ήταν συνεργάσιμοι», ανακαλεί ο Κάρλιν.
Τα πιο εύκολα γυρίσματα ήταν αυτά που έγιναν στην Κρήτη, με βάση τα Χανιά. Ο Όσκαρ Άιζακ αναφέρει σχετικά: «Αγάπησα πραγματικά τα Χανιά. Δεν έχω πάει σε κανένα μέρος τόσο μαγικό όσο αυτό ξανά. Με επισκέφτηκε και η μητέρα μου όσο βρισκόμουν εκεί, και λάτρεψα τα πάντα σε αυτό τον τόπο. Είναι υπέροχα!»
Μέσα από τα σκηνικά που στήθηκαν στο παλιό λιμάνι, για τις ανάγκες της χολιγουντιανής παραγωγής, ξεδιπλώνονται τα Χανιά μιας άλλης εποχής…
Με σκηνικό το ενετικό λιμάνι, πίσω από το Γιαλί Τζαμί, έγιναν μια σειρά από μικρές παρεμβάσεις, προκειμένου να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’60…
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τα μακιγιάζ και τα χτενίσματα της δεκαετίας του ’60 που απαιτούσαν οι ρόλοι των ηθοποιών στην ταινία, είχαν επιλεγεί, απ’ όλη την Κρήτη, και συμμετείχαν οι μαθήτριες της Σχολής Επαγγελματικής Κατάρτισης Αισθητική -Κομμωτική (της τότε Β1 & Β2) του ΕΠΑΣ Ρεθύμνου.
Υπόθεση:
1962. Ο χαρισματικός Τσέστερ και η γοητευτική σύζυγος του Κολέτ, βρίσκονται στην Αθήνα για διακοπές. Κατά την επίσκεψη τους στην Ακρόπολη, συναντούν το Ράινταλ, ένα νεαρό αμερικάνο που εργάζεται ως ξεναγός. Μαγεμένος από την ομορφιά της Κολέτ και τα πλούτη του Τσέστερ, θα δεχτεί μετά χαράς την πρόσκληση για δείπνο μαζί τους. Το ζευγάρι όμως κρύβει σκοτεινά μυστικά. Ο Τσέστερ ζητάει από το Ράινταλ να τον βοηθήσει να μεταφέρει έναν αναίσθητο άντρα, που ισχυρίζεται ότι του επιτέθηκε. Εκείνος συμφωνεί, αλλά καθώς τα γεγονότα παίρνουν άλλη τροπή, βρίσκει τον εαυτό του σε κίνδυνο κι ανίκανο να αποδράσει. Ο Τσέστερ πνιγμένος στα συναισθήματα ζήλιας και παράνοιας που τον κατακλύζουν ενώ παρακολουθεί το Ράινταλ να έρχεται πιο κοντά στην Κολέτ, φέρνει ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο τρίγωνο. Το ταξίδι τους, τους οδηγεί από την Ελλάδα στην Τουρκία σε ένα δραματικό φινάλε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης.
«Διάβασα το μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ «Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου», περίπου 20 χρόνια πριν. Ήταν συχνά παράλογο κι ασυνεπές, ωστόσο η ιστορία και οι ελαττωματικοί χαρακτήρες του, με επηρέασαν βαθιά κι έμειναν μαζί μου έκτοτε. Είναι το μόνο βιβλίο που ένιωσα την υποχρέωση να σκηνοθετήσω, κυρίως επειδή αναγνώρισα πολλά από τα συναισθήματα και τις αδυναμίες των χαρακτήρων στον εαυτό μου. Η Χάισμιθ έχει ένα ταλέντο να φωτίζει τις πτυχές του χαρακτήρα μας που θα θέλαμε να μείνουν κρυφές. Οι χαρακτήρες της είναι ψεύτες, απατεώνες, μέθυσοι, συχνά ζηλιάρηδες, παρανοϊκοί και συχνά ανόητοι.
Η σκοτεινή ανθρώπινη πλευρά είναι συχνά αντικείμενο εξερεύνησης στις ταινίες, αλλά η αδύναμη όχι. Αυτό ήταν που με τράβηξε περισσότερο στο βιβλίο. Υπάρχει μια φράση που λέει ο Ράινταλ στην αρχή ότι «οι Θεοί παίζουν σκληρά παιχνίδια στους ανθρώπους». Οι τρεις κύριοι χαρακτήρες βρίσκονται στο έλεος των Θεών, αλλά είναι ταυτόχρονα πολύ αποφασιστικοί στη μάχη για τη μοίρα τους.
Ως σκηνοθέτης, είχα το ίδιο πάθος και για τους τρεις. Δεν ήθελα να τους μελετήσω με το μικροσκόπιο, αλλά να γίνω συνένοχος στα λάθη τους, να μοιραστώ τα ηθικά και συναισθηματικά τους διλήμματα, να μοιραστώ τους φόβους και τις πληγωμένες καρδιές τους.
Δεν ήθελα να απεικονίσω μια Ελλάδα ή Τουρκία σαν καρτ-ποστάλ του 1960, αλλά να δείξω έναν κόσμο που θα αντικατόπτριζε την ψυχολογική τους κατάσταση.
Παρά τα ελαττώματα τους, αυτοί οι χαρακτήρες είναι ηρωικοί κατά κάποιο. Η ζωή συνωμοτεί για να τους νικήσει, αλλά ανυπάκουοι παλεύουν ενάντια στα θεία», αναφέρει για την ταινία ο σκηνοθέτης.