Όλα ανεξαιρέτως τα μεγάλα συλλαλητήρια που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα στην περίοδο της μεταπολίτευσης απέτυχαν στις επιδιώξεις τους και τα περισσότερα υπήρξαν επιζήμια για τον τόπο, με συνέπειες που υφιστάμεθα ακόμη. Εννοώ τα παρακάτω: κατά των Σκοπίων για τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» (1992)· κατά της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού από τον Τάσο Γιαννίτση (2001)· κατά της αφαίρεσης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες (2000-2001)· κατά των μνημονίων, από τους «αγανακτισμένους» (2011). Όσο για το αυριανό συλλαλητήριο, ακόμη κι αν διαδηλώσουν στο Σύνταγμα δύο εκατομμύρια Έλληνες, είναι απολύτως βέβαιο ότι η γειτονική χώρα θα συνεχίσει ως «Μακεδονία», είτε με σύνθετο είτε με ατόφιο το όνομα – εναντίον του οποίου γίνεται η κινητοποίηση.
Γιατί λοιπόν η κοινωνία επιμένει με πάθος σε μαζικές κινητοποιήσεις που φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα; Πριν από τετρακόσια χρόνια ο Άγγλος φιλόσοφος Φράνσις Μπέικον εξήγησε παραστατικά ότι ο ανθρώπινος νους ρουφάει σαν το σφουγγάρι κάθε λογής πλάνη και την υποστηρίζει μέχρι τέλους, απωθώντας με όλες του τις δυνάμεις οποιοδήποτε αντίθετο, ορθολογικό επιχείρημα. Τις πλάνες αυτές τις αποκάλεσε «είδωλα» και τις συνέδεσε με την ανθρώπινη φύση («είδωλα της φυλής»), το άτομο («είδωλα του σπηλαίου»), τις κοινωνικές συναναστροφές («είδωλα της αγοράς») και τις παραδεδομένες φιλοσοφικές αντιλήψεις («είδωλα του θεάτρου»). Στη μαζική συμμετοχή σε συλλαλητήρια με μη ρεαλιστικά αιτήματα ωθούν κυρίως «τα είδωλα της αγοράς»: ο ένας παρασύρει τον άλλο, ώσπου η τάση γίνεται ρεύμα και τελικά πραγματική χιονοστιβάδα που, όπως όλοι γνωρίζουμε, κυλάει στα τυφλά.
Σε ορισμένα από τα προαναφερθέντα συλλαλητήρια πρωτοστάτησε η Εκκλησία της Ελλάδας και χρεώθηκε την αντίστοιχη φθορά. Εν προκειμένω οι ιεράρχες παρασύρθηκαν να συμμετάσχουν στο αυριανό συλλαλητήριο σαν το φτερό στον άνεμο, χωρίς καν να προσέξουν ότι ένας από τους διοργανωτές προωθεί δημόσια έναν απειλητικό για τη δημοκρατία στόχο: «Ο αγώνας για λευτεριά τώρα ξεκίνησε και πρέπει να λήξει όταν τελειώσουμε με την κατοχή [της χώρας], όταν αδειάσει η Βουλή από το κηφηναριό των δωσιλόγων […]». Ο μόνος που στάθηκε όρθιος και τόλμησε να επικρίνει τη στάση της ιεραρχίας και του κλήρου είναι ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος. Σε πρόσφατο άρθρο του επισημαίνει, μεταξύ πολλών άλλων, ότι «κινδυνεύουμε να αλλοιωθούμε εκκλησιολογικά και να εκφυλιστούμε σε μια “θεραπαινίδα” διαφόρων ομάδων, πολλές φορές άγνωστης ιδεολογίας, τοποθέτησης και αρχών αλλά και επιδιωκόμενων σκοπιμοτήτων». «Φωνή βοώντος» στην έρημο όχι μόνο της Εκκλησίας αλλά και της πολιτικής και της δημοσιογραφίας.
* Ο Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας-Πανεπιστήμιο Κρήτης