Eνα λογοτεχνικό ρεθυμνιακό πόνημα, προσφορά γενναιόδωρη και ευφρόσυνο
δώρο, έλαβα με ευχαρίστηση από το συμπολίτη και φίλο Δημήτρη Ποθουλάκη
ως επισήμανση επιστήθιων, αισθημάτων. Πρόκειται για πνευματική εργασία
γραμμένη σε έμμετρο λόγο και με εκτεταμένη αναφορά στην πατρώα γη.
Ο Οδυσσέας Ελύτης στην εμπεριστατωμένη μελέτη του για τον Παπαδιαμάντη, επηρεασμένος από το μέγιστο των Ελλήνων εκκλησιαστικών μελλογράφων το Ρωμανό το Μελωδό, τοποθετεί, κατά το παράδειγμα εκείνου, μια πλειάδα πνευματικών δημιουργών στους «λευκοφόρους την διάνοιαν». «Είναι εκείνοι» μας λέει που «κρύβουν στην ψυχή τους ένα λευκό σημάδι αθωότητας» και μεταξύ αυτών συναριθμεί τον Παπαδιαμάντη και το ζωγράφο Θεόφιλο. Στο λογοτεχνικό ρεύμα των ταπεινών, ευαίσθητων δημιουργών θα κατέτασσα ωσαύτως και το Ρεθεμνιώτη συγγραφέα.
Άψογη και ιδιαίτερα επιμελημένη η εν γένει αισθητική εμφάνιση του βιβλίου και εμπνευσμένη η ιδέα του τίτλου: «Κρινάκια της άμμου» με τα θαυμαστά, άγρια, μυρωδάτα αυτά λουλούδια να κοσμούν το εξώφυλλο.
Σημείο αναφοράς της ποιητικής συλλογής είναι αναμφίβολα μια ακατασίγαστη νοσταλγία. Ένα βαθύ συναίσθημα το οποίο ταλανίζει και διαπερνά το συγγραφέα. Μια λαχτάρα, ένας πόθος για επιστροφή στην πατρίδα, στη γενέθλια γη, που συνοδεύεται συχνά από μελαγχολία, εφ’ όσον η επιστροφή του ξενιτεμένου λογίζεται εξ’ αντικειμένου δύσκολη, έως αδύνατη. Και αυτός ο πόθος εμφολεύει στην ψυχή του, χωρίς να φαίνεται, και ως λανθάνων και διακαής, υποβόσκει μέσα στον ποιητικό λόγο του.
Κατά τον Όμηρο, για τους ξενιτεμένους, το πιο γλυκό όνειρο είναι το «νόστιμον ήμαρ» ήτοι η ημέρα επιστροφής στην πατρίδα (Ομήρου Α9, 168).
Και αυτό το πιο γλυκό όνειρο, αυτό το διάχυτο, θυελλώδες συναίσθημα αυτό το ασίγαστο, το φλογερό ακόμα και «εκρηκτικό» μεράκι, δεν εκφράζεται μεν εμφατικά προς τα έξω και δεν αποδίδεται παραστατικά στο περιεχόμενο των στίχων, με το γνωστό χαρακτηριστικό ύφος του Δημήτρη Ποθουλάκη, ενυπάρχει εν τούτοις συνυφασμένο και αχνοφέγγει αμυδρά σε όλο το έργο. Και τι άλλο παρά ένα όνειρο είναι για τον συγγραφέα τα διάφορα και διαφορετικά γραφικά κομμάτια της πόλης, όπως ο Κιουλούμπασης, η Σοχώρα, το λιμάνι και άλλα από τα οποία συνθέτει ένα περίτεχνο «παζλ», μια εικόνα παραστατική, συγκινητική, υποβλητική και πάντοτε αλησμόνητη.
Εξάλλου από τις καλαίσθητες σελίδες του πονήματος παρελαύνει εμμέτρως, όλο το Ρέθυμνο που έφυγε, όλη εκείνη η ιδιαίτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων μετακατοχικών δεκαετιών. Περνούν το ένα πίσω από το άλλο γεγονότα, εικόνες, μνήμες μιας ολάκερης ζωής. Ο κάθε αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας, του κάθε Ρεθεμνιώτη σκιαγραφείται με τις ιδιαιτερότητες, τις ιδιομορφίες και όλα με τα ανεξίτηλα ίχνη που έχει αφήσει κατά το πέρασμά του. Πρόκειται για Ρεθεμνιώτες λαϊκούς τύπους, που δε διέθεταν επαρκής μόρφωση, εντούτοις χαιρόσουν να τους ακούς, γιατί είχαν το χάρισμα, να συζητούν στις συναναστροφές με σοφία και χιούμορ, να συμπεριφέρονται χωρίς υποκρισία και αλαζονεία, να έχουν την ικανότητα να δίνουν άμεσα έξυπνες και πνευματώδεις απαντήσεις με αξιοθαύμαστη ετοιμολογία.
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε αυτούς τους απλούς ανθρώπους του λαού που τον συντρόφευαν, όταν σύχναζε σ’ εκείνα τα καφενεδάκια και τα ταβερνεία του λιμανιού, που τα «κατάπιε» ο τουρισμός. Σε φυσιογνωμίες οι οποίες σε μεταφέρουν συνειρμικά στα ίδια εκείνα ανέμελα πρόσωπα του πειραιώτη ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, που ζούσαν στον κόσμο τους, που έπιναν το κρασάκι τους, χωρίς να τους πονοκεφαλιάζουν τα ακανθώδη καθημερινά προβλήματα, και χωρίς να τους αποσπούν την προσοχή από την προσήλωσή τους στην πρέφα. Δεν τους ενδιέφερε τι συνέβαινε στα … πέριξ, και «τι τέξεται η επιούσα».
Οι συμπαθητικοί εκείνοι τύποι εστίαζαν τα «επιφανειακά» τους ενδιαφέροντα στο καφενείο και εκεί συνήθιζαν, να περνούν τα βράδια με το δικό τους τρόπο. Τους αποθανατίζει με τα παρανόμια και τα παρατσούκλια, που λες κι είναι βγαλμένα από τους ήρωες των μυθιστορημάτων του Dickens και του Hugo. Εξάλλου αυτά τα παρωνύμια προσέδιδαν έναν αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα και την πραγματική ταυτότητα της πόλης, όπως ήταν ο Δερβίσης, ο Μπαμπάνης, ο Παπαφλέσσας, ο Τζατζάς, ο Γκιχ, ο Κονιός, ο Κούντης, ο Τσακάλης, ο Φουσκούς, ο Κοριός και ο αξέχαστος εκείνος με το ψώνιο του ο Σήφης της δυστυχισμένης Τσουλόχρυσης.
Στις ατέρμονες, εριστικές συζητήσεις τους στα καφενεία τους απασχολούσε αποκλειστικά ένα και μοναδικό αντικείμενο. Η αμφισβήτηση και η διαμάχη, για την «εξουσία» της μπάλας. Οι συγκινήσεις της νίκης, αλλά και τα ξεσπάσματα απελπισίας για την … αδικία της ήττας. Τα «ολέθρια» λάθη του διαιτητή, αλλά και ο απαράδεκτος «ύπνος» του τερματοφύλακα.
Τους θυμάται και τους αναπολεί ο Δημήτρης Ποθουλάκης όλους αυτούς τους χαρακτήρες με τα παρατσούκλια, όλους αυτούς τους παλιούς φίλους με την ανεπιτήδευτη αθωότητα, και την άγνωστη δολιότητα και υπουλότητα, αν και επιζητούσαν να τσατίσουν, με σκοπό να προκαλέσουν το γέλιο, είτε με φιλοπαίγμονα διάθεση να σκαρώσουν φάρσες. Μαζί μ’ αυτά και όλα εκείνα τα πηγαία φιλικά, ζεστά αισθήματα, τα οποία αποπνέουν μιαν ανείπωτη ενδόμυχη ευφροσύνη. Και πού; Σ’ ένα περίγυρο φτωχικό, χωρίς να υπάρχουν οι σημερινές υλικές ανέσεις και χωρίς την απόλαυση υλικών αγαθών.
Αλλά ακόμα και τα άψυχα στους στίχους του συγγραφέα έχουν κι εκείνα κάτι να πουν. Όλες οι γειτονιές, οι πλατείες, το λιμάνι και τα σοκάκια, λες κι έχουν ψυχή, λες και σου μιλούν στην ψυχή. Εκτός από τα «ρεθεμνιακά φεγγαρογνέματα τα συναπαντήματα της καρδιάς» με ένα «φεγγάρι ολόγιωμο, κατακόκκινο σαν αίμα, να αναδύεται από τη Σκαλέτα» και με ό,τι άλλο έχει βιώσει, συνεχίζει ο Δ. Ποθουλάκης να εμπνέεται από το Ρέθυμνο και στις επόμενες θεματικές ενότητες εν συνόλω έξη. Όσα από αυτά τα ποιήματα ακόμα και αν δεν αναφέρονται άμεσα στη γενέτειρα, σχετίζονται αδήλως και «άπτονται» με αυτήν, καθώς υπαινίσσονται σε ευδιάκριτο light motif το αλησμόνητο παρελθόν της και οπωσδήποτε αποπνέουν το θεσπέσιο άρωμά της.
Ούτω πως μετά τις τρεις θεματικές ενότητες, στην επόμενη Τετάρτη, «του τόπου και της πατρίδας» αποτίει φόρο τιμής στη «γεννήτρα γη». Στις σελ. 123-157 πλέκει τα εγκώμια στην αρκαδική εθελοθυσία «Αρκάδι» σελ. 130, επίσης στη «Μάχη της Κρήτης» σελ. 131-140 και στο Πολυτεχνείο σελ. 143. Στην Ε’ θεματική ενότητα ακολουθεί ένας διθύραμβος στην Κρήτη «τση λευτεριάς» και «τση λύτρωσης» μαζί με τις μαντινάδες της παράδοσης και με περιεχόμενο συναισθηματικό, αλλά και σατυρικό.
Έξοχα τα εν συνεχεία «Αναγυριστικά» στην έκτη ΣΤ’ θεματική ενότητα με σκωπτική σάτιρα, δηκτικούς υπαινιγμούς, καυστικές παρατηρήσεις και μ’ ένα λόγο περίτεχνο και πνευματώδη.
Παραθέτω ενδεικτικά χαρακτηριστικά δείγματα γραφής από το σύνολο: «Η χωροπούλα τούτη μοιάζει ζωγραφιά, σαν γιασεμί σε πορφυρένια γλάστρα, φεγγαρογνέματα, τι φίνα ομορφιά, τα δειλινά μεσ’ τα παλιά της κάστρα. «Το Ρέθεμνος που έφυγε» σελ. 18.
«Ήρθε το πολυπόθητο κι εφέτος καλοκαίρι, λαμπρό το Ρεθυμνάκι μας π’ άλλο δε έχει ταίρι ο ήλιος στα ουράνια, φως και ζωή σκορπάει, και σκύβει στον ορίζοντα τη θάλασσα φιλάει» «Καλοκαίρι» σελ. 39.
Στο «Πρόσεχε τον καιρόν» υποβόσκει ένας μεγαλόπνευστος στοχασμός, ο οποίος εξάγεται ως λογική κατάληξη εμπειριών και βιωμάτων:
«Πρόσεχε πάντα τον καιρόν, αφού για τ’ άγνωστο συνέχεια κινάς, θα συναντήσεις Συμπληγάδες πιθανόν πάλι και πάλι θα ξαναγυρνάς».
Ο Δημήτρης Ποθουλάκης έχει ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Δείγμα αυτής της ευαισθησίας και ιδιαίτερης αισθητικής η ελαιογραφία της «Αρχοντορεθεμιώτισσας» του οπίσθιου εξωφύλλου. Έχει επίσης φιλοτεχνήσει κι έχει διανθίσει πολλές σελίδες του βιβλίου σε μαυρόασπρη ζωγραφική και σε εκλεπτυσμένα διακοσμητικά σχέδια. Ο συμπολίτης έχει ενδιατρίψει επίσης στην αμερόληπτη δημοσιογραφία, υπήρξε δε και δεινός αθλητής και ποδοσφαιριστής κατά τη νεότητα. Επαγγελματικά αναδείχθηκε ως έμπειρο, διοικητικό στέλεχος στην Εθνική Τράπεζα. Με τη νέα του έκδοση «Τα κρινάκια της άμμου» μας γύρισε πολλά χρόνια πίσω και μας γέμισε νοσταλγία και συγκίνηση. Η πνευματική του αυτή δημιουργία εμπλουτίζει δεόντως την τοπική, πλούσια, λόγια παράδοση.
Από το μεσαίωνα μέχρι σήμερα πόσοι άραγε να’ ναι αυτοί, που ξεχώρισαν για το κοφτερό τους μυαλό και την αγάπη τους στα γράμματα κι άφησαν τα «ίχνη τους» σε κάποια άσβεστα αποτυπώματα, κατά το φευγαλέο πέρασμά τους από αυτόν τον τόπο; Από τότε μέχρι σήμερα συνέβησαν σαρωτικές αλλαγές. Η αγροτική φάση πέρασε στη βιομηχανική, το χωριό στην πολιτεία, το τζάκι στην ηλεκτρική κουζίνα, το μαγκάλι στο καλοριφέρ, το βιβλίο στην τηλεόραση και στον υπολογιστή. Θα λέγαμε ότι σύμφωνα με την πανανθρώπινη μοίρα του αναπότρεπτου και η ρεθεμνιώτικη πνευματική παράδοση θα ‘χε σβήσει. Θα ‘χε γίνει αέρας. Δεν έγινε! Ένα είναι βέβαιο. Ότι οι εκδόσεις βιβλίων στο Ρέθυμνο θα συνεχίσουν αλλεπάλληλες, η μια μετά την άλλη εις το διηνεκές. Είτε λογοτεχνικές, είτε επιστημονικές, είτε ιστορικές, είτε διασκεδαστικές, αλλά οπωσδήποτε διαχρονικές.
Εν κατακλείδι οι νοσταλγικοί στίχοι του πολυτάλαντου συμπολίτη αποτελούν μια πολυποίκιλη ποιητική συλλογή, συνισταμένη από ένα πολύμορφο ποιητικό φάσμα, που αφήνει αμυδρή αίσθηση μιας περασμένης εποχής, μακρινής και ρομαντικής. Δείχνει να ‘ναι σαν τέλεση θα ‘λεγα επιμνημόσυνου ρέκβιεμ, στους καλοσυνάτους συμπολίτες της χρυσής καρδιάς της αγνής και της άδολης!…
Έκδοση: «Κρητικός τύπος» Κρι-κρι, τηλ. 2103303989 σελ. 220.
Στο Ρέθυμνο η θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» της Κατερίνας Αντωνιάδου
H θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» της Κατερίνας Αντωνιάδου έρχεται στο Ρέθυμνο στο Θέατρο Αντίβαρο για δυο παραστάσεις σήμερα Σάββατο...