Είναι τα λεγόμενα σπιτάκια! Βρίσκονται διάσπαρτα στην κρητική ενδοχώρα, σε καλλιεργημένα ή ακαλλιέργητα χωράφια. Έτσι είναι και η ονομασία τους. Του Λυραντζή το σπιτάκι, των Καλαϊτζήδων το σπιτάκι, των Ουρανίδων το σπιτάκι, του Διονυσάκη το σπιτάκι στην Καλογρέ. Επιπλέον, αποτελούν σημεία γεωγραφικού προσδιορισμού, όταν θέλουμε να περιγράψουμε μια τοποθεσία ή μια διαδρομή. Είναι κατεσπαρμένα σ’ ολόκληρο το νησί μας και βρίσκονται κυρίως σε θέσεις σε κάποια απόσταση από τις κατοικημένες περιοχές και τα χωριά και το χτίσιμό τους ανάγεται στις αρχές του 1900 και μετέπειτα. Σίγουρα σχετίζεται με την εποχή της απελευθέρωσης της Κρήτης, όπου οι Τούρκοι Αγάδες που ήταν και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες εγκατέλειπαν το νησί με την ανταλλαγή των πληθυσμών, και πουλούσαν τα χωράφια τους. Τότε πια απόκτησαν και οι κατατρεγμένοι Κρητικοί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας γης μιας σημαντικής έκτασης. Το χτίσιμό τους και η χρήση τους εξυπηρετούσε οικονομικές αλλά και κοινωνικές ανάγκες. Συνήθως, εσήμαινε ότι ο ιδιοκτήτης τους σε αυτή την περιοχή είχε κάποια μεγάλη σχετικά έκταση είτε καλλιεργήσιμη είτε χέρσα με καρποφόρα δέντρα όπως ελιές και χαρουπιές. Σε λίγες περιπτώσεις σε ορεινές περιοχές τα σπιτάκια αυτά, εχρησιμοποιούνταν και για τη διαμονή των κτηνοτρόφων, όταν τους καλοκαιρινούς μήνες είχαν τα κοπάδια τους στα ψηλά. Κυρίως όμως τα σπιτάκια εξυπηρετούσαν γεωργικές ασχολίες. Τον Ιούνιο το θέρισμα και το αλώνισμα. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο τον τρύγο. Τον Σεπτέμβριο επίσης το μάζεμα των χαρουπιών. Ακόμη, σε κάποιες περιοχές, και τον χειμώνα το μάζεμα των ελιών. Τέτοιο παράδειγμα με σπιτάκια για το μάζεμα των ελιών, έχομε στο Νότιο Ρέθυμνο, στα χωριά Ακούμια, Μέλαμπες, Ορνέ, Αποδούλου και σε άλλα, όπου οι ελαιώνες τους βρίσκονταν μακριά από τα χωριά τους. Οι ιδιοκτήτες τους τα έχτιζαν εκεί όπου είχαν περιουσίες για να μένουν εκεί τα βράδια όσον καιρό διαρκούσαν οι δουλειές τους, ώστε να μην αναγκάζονται να πηγαινοέρχονται πρωί-βράδυ από το χωριό τους ως το χωράφι τους. Η αρχιτεκτονική τους ήταν λιτή και συνάμα καλαίσθητη, αλλά κυρίως αυτό που ενδιέφερε τους ιδιοκτήτες ήταν η λειτουργικότητά τους. Ήταν λιθόκτιστα με λάσπη και η σκεπή τους ήταν καλυμμένη με λεπιδόχωμα για να μην βάζει νερό το χειμώνα. Η χρήση τους συνεχίστηκε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και τότε πια άρχισαν σιγά-σιγά να ερημώνουν. Κομβικό χρονικό σημείο για την εγκατάλειψή τους αποτέλεσε η δυνατότητα των κατοίκων της υπαίθρου να αποκτήσουν ιδιόκτητο αυτοκίνητο και συνήθως «αγροτικό αυτοκίνητο», που τους έδινε τη δυνατότητα να κινούνται γρήγορα από το σπίτι τους ως το χωράφι τους, οπότε η διαμονή τους στο σπιτάκι δεν τους ήταν απαραίτητη. Επίσης, σημαντικός λόγος που συνετέλεσε στην εγκατάλειψή τους ήταν οι μεγάλες αλλαγές στα είδη των καλλιεργειών που συνέβησαν από την δεκαετία του 1970 και μετά.
Τη δεκαετία του 1970 σταμάτησε στις περισσότερες περιοχές της Κρήτης η καλλιέργεια των σιτηρών, οπότε τα σπιτάκια σε περιοχές όπου εκαλλιεργούνταν σιτηρά δεν είχαν πια χρησιμότητα. Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή στις καλλιέργειες ήταν η εγκατάλειψη της συλλογής των χαρουπιών, που έγινε αρχές της δεκαετίας του 1980, όπου λοιπόν τα σπιτάκια στις «χαλέπες» δεν χρειαζόταν πια και ερήμωσαν και αυτά. Η τελευταία μεγάλη καλλιεργητική αλλαγή ήταν η εγκατάλειψη της καλλιέργειας της σουλτανίνας, που έγινε τέλη της δεκαετίας του 1980, οπότε πέρασαν σε αχρηστία και τα σπιτάκια των αμπελιών! Τα περισσότερα πια είναι ερειπωμένα και εγκαταλελειμμένα. Ωστόσο, λόγω της προσεγμένης κατασκευής τους, πολλά ακόμη διατηρούνται σε ικανοποιητική κατάσταση, τουλάχιστον εξωτερικά.
Τόσο λόγω της μορφής τους όσο και της χρησιμότητάς τους, τα σπιτάκια αυτά με τη λιτή αρχιτεκτονική τους είναι στενά συνδεδεμένα με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της περιοχής μας, από τις αρχές και ως τα μέσα του περασμένου αιώνα. Θεωρούμε πως η ύπαρξή τους αποτελεί σημαντικό στοιχείο -τεκμήριο- της κοινωνικής και οικονομικής καθημερινότητας του λαού μας της κρητικής υπαίθρου. Η αναφορά σε αυτά παραπέμπει στη συλλογική μας μνήμη μιας και ήμαστε οι απόγονοι αυτών των κουρασμένων ανθρώπων, που σε εποχές με μεγάλες δυσκολίες πάλευαν για την επιβίωσή τους εκείνα τα «πέτρινα χρόνια»!
Πρότασή μας λοιπόν είναι να δείξει ενδιαφέρον η πολιτεία για τη διάσωσή τους, γιατί έτσι ενισχύουμε τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης για τη ζωή του λαού μας του τόπου μας.
Επιπλέον, τα αναστηλωμένα αυτά κτίσματα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και ως αξιοθέατα στα πλαίσια της ανάπτυξης του αγροτοτουρισμού που ήδη διαφαίνεται ότι διαθέτει μεγάλες προοπτικές στο νησί μας.
Όσον αφορά τη μεθόδευση αυτής της ενέργειας, υπάρχουν οι δημόσιες υπηρεσίες που θα μπορούσαν να ασχοληθούν με αυτό. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία νεώτερων μνημείων, σε συνεργασία με την Πολεοδομική Υπηρεσία του κάθε Δήμου θα μπορούσε φυσικά μετά από των μικρών αυτών αγροτόσπιτων. Συγχρόνως, με ανακοίνωση στα τοπικά μέσα ενημέρωσης θα καλούνται οι ιδιοκτήτες τους, να τα δηλώνουν στον Δήμο τους. Σκοπός αυτής της διαδικασίας θα είναι να βρεθεί ο τρόπος να επισκευαστούν και να αναστηλωθούν με έξοδα που θα καλυφθούν από Δημόσια χρηματοδότηση, και πιο δράσεις που συντελούν στη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς των ευρωπαϊκών λαών και μάλιστα όταν τα στοιχεία αυτής της κληρονομιάς βρίσκονται σε απειλή εξαφάνισης, όπως συμβαίνει με αυτά, που αν δεν συντηρηθούν, σε 10 χρόνια δεν θα υπάρχει κανένα από πια! Ιδανικό παράδειγμα τέτοιων χρηματοδοτήσεων έχομε από τις θαυμάσιες αναστηλώσεις εγκαταλελειμμένων ιδιωτικών παλιών ελαιουργείων που έχουν γίνει στα νησιά της Λέσβου και της Λήμνου αλλά και στην Λακωνία, ακόμη στο Ρέθυμνο, σε οικισμό του τέως Δήμου Αρκαδίου.
Πρέπει βέβαια να καθοριστεί το νομικό καθεστώς ιδιοκτησίας και διαχείρισης, όταν πια θα έχουν αναστηλωθεί. Θα μπορούν για παράδειγμα οι ιδιοκτήτες να διατηρούν πλήρως τα δικαιώματά τους επί των ιδιοκτησιών, με τη δέσμευση της διατήρησής τους και της παρεχόμενης δυνατότητας επίσκεψής τους από το κοινό.
Μια τέτοια λοιπόν πρωτοβουλία πέραν της αναπτυξιακής της προοπτικής αλλά και της απόδειξης ότι σεβόμαστε τον λαϊκό πολιτισμό μας, πιστεύουμε πως αποτελεί και χρέος μας απέναντι στους ξωμάχους της κρητικής υπαίθρου που έζησαν και μόχθησαν στις εποχές που πραγματικά «το ψωμί έβγαινε πολύ δύσκολα»!
* Ο Γιώργος Ουρανός είναι υδρογεωλόγος