Μας έπνιξε το άδικο και αρρωσταίνει τα δέντρα της αυλής μας! Μας έφεραν σε απόγνωση η κλεψιά και η κοροϊδία και σαν παράσιτα περιζώνουν τα φυτά των κήπων σκοτώνοντας τα λουλούδια μας! Μας πόνεσε το αίμα του πολέμου και ματοκυλίζει τους δρόμους της ζωής μας!
Και στις πλατείες βγήκαμε, την αγανάκτηση και την οργή μας να δείξουμε, για την ειρήνη να αγωνιστούμε, η φωνή μας κατά των αυτοαποκαλούμενων «αφεντικά» να εισακουστεί…!
Μη λησμονείτε, όμως, συναγωνιστές, και τα παιδιά! Δρόμο ηλιόλουστο και φωτεινό απλόχερα καθημερινά να τους αφήνουμε να ζουν, να διαβαίνουν και να βλέπουν, να παίζουν και να σκέφτονται, να διαβάζουν και να γνωρίζουν, να νιώθουν χαρά και λύπη, ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν…
Αλλιώς, νόημα δε θα ‘χει και μυριάδες να συγκεντρώνονται κάθε νύχτα φωνές και κραυγές διαμαρτυρίας να ακούγονται έως τα πέρατα του παντός…
Μη λησμονείτε και τα παιδιά! Αλλιώς, κενές θα μοιάζουν, όπως άλλοτε, οι πλατείες των ολιγάνθρωπων μεγαλουπόλεων… Και τα δέντρα θα μένουν ασθενικά, μόνα και μόνον με τους κορμούς τους, δίχως κλαδιά και καρπούς, χωρίς άνθη ευωδιαστά θα γερνούν τα φυτά και θα νομίζουν πως ζουν.
(*Στη Μαρία μου… )