Η Ίλια δούλευε χρόνια στην Τρούμπα. Φτωχή κοπέλα από χωριό ήρθε να βρει την τύχη της στην Αθήνα το 1960 και κατέληξε να δουλεύει σ’ ένα γνωστό κακόφημο στέκι του Πειραιά, με κόκκινο φανάρι απ’ έξω. Δεν στενοχωριόταν, όμως, διότι τα τέσσερα παιδιά της, που τα είχε κάνει μ’ έναν Γερμανό μεγαλοξενοδόχο και έναν Αμερικάνο ναύτη, μεγάλωναν και είχαν ανάγκες. Ακόμα αναρωτιόταν πως έγινε αυτό, διότι όλα έγιναν γρήγορα, στο άψε σβήσε. Βλέπεις, λίγο ο έκτος στόλος των ΗΠΑ, περαστικός και μόνιμος, λίγο οι νέοι Γερμανοί ιδιοκτήτες της Ελλάδας και να σου τέσσερα κουτσούβελα. Δύο αγόρια, ένα κορίτσι κι ένα παιδί με απροσδιόριστο φύλο. Οι γιατροί το είχαν χαρακτηρίσει ερμαφρόδιτο, διότι είχε τη γνωστή ανατομική ανωμαλία και η εργαζόμενη μητέρα, λόγω απουσίας χρημάτων, δεν το χειρούργησε.
Η Ίλια για να τα μεγαλώσει δεν δούλευε «Ποτέ την Κυριακή», καθώς καθόταν σπίτι, μαγείρευε, συμμάζευε και διάβαζε τα παιδιά που ήταν 20 χρονών το μεγάλο κορίτσι, 15 ετών το ερμαφρόδιτο παιδί, ενώ τα δυο μικρότερα ήταν ένα εξάχρονο και ένα δίχρονο, αγόρια και τα δύο.
Η κουρασμένη μάνα είχε βαρεθεί να πληρώνει για τις αμαρτίες, τις δικές της και των άλλων, και καθόταν στο παράθυρο που έβλεπε στο λιμάνι. Εκεί, ονειρευόταν ότι έστελνε φιλιά που μετατρέπονταν σε «ένα και δύο και τρία και τέσσερα πουλιά», ενώ ταυτόχρονα έλπιζε ότι τα τέσσερα λεβέντικα παιδιά της θα πρόκοβαν στη ζωή τους «για χάρη του Πειραιά».
Αυτή, βέβαια, ήταν τρελή με τον Πειραιά και δεν τον άλλαζε με τίποτα. Η αγάπη της έφτανε στα όρια της γραφικότητας, καθώς περπατούσε στους δρόμους και τραγουδούσε, ενώ πολύ συχνά έλεγε σε αγνώστους, για επαγγελματικούς λόγους πολλές φορές είναι η αλήθεια (έπρεπε να βγάλει το μεροκάματο για να ζήσει την οικογένεια), ότι τους αγαπά. Ήταν και προληπτική γι’ αυτό φορούσε στο λαιμό μια «χάντρα φυλακτό».
Έτσι κι εκείνο το βράδυ η Ίλια βγήκε νωρίς για δουλειά, διότι η εικοσάχρονη, στρουμπουλή και αφράτη Εφορία, το ερμαφρόδιτο ανεγχείρητο δεκαπεντάχρονο Δάνειο που πότε-πότε κοκκίνιζε από ντροπή, ο εξάχρονος ΕΝΦΙΑ που έπαιζε με τα τουβλάκια του και ο δίχρονος ΕΦΚΑ (μικρό καμάκι τον έλεγαν τα αδέλφια του), ο οποίος είχε μάθει κι έστελνε από τόσο μικρός τσουχτερά ραβασάκια, πεινούσαν καθημερινά και μονίμως τα λεφτά δεν έφταναν…
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος