Μια από τις προσφιλείς συνήθειες του αξέχαστου Μανόλη Κούνουπα ήταν να επανέρχεται με ένα γραπτό σημείωμα σε γεγονότα, που είχαμε συζητήσει στη διάρκεια συναντήσεών μας, προσθέτοντας λεπτομέρειες που είχε λησμονήσει.
Κάποτε τον είχα ρωτήσει για τον Μανούσο Πραματευτάκη, γραμματέα της ΕΠΟΝ, προκειμένου να κάνω ένα αφιέρωμα. Μου έδωσε όσα στοιχεία μπορούσε και μετά επανήλθε με επιστολή του, στην οποία μου κατέγραφε με κάθε λεπτομέρεια και όλα τα θλιβερά γεγονότα εκείνου του ματωμένου Γενάρη 1945.
Περνούσαν τα χρόνια και δεν είχα καταφέρει να δώσω αυτά τα στοιχεία στη δημοσιότητα. Μέχρι που η αναχώρησή του επιβάλλει αυτό το καθήκον, λόγω και επικαιρότητας.
Αναφέρει λοιπόν στη γραπτή μαρτυρία του ο αξέχαστος συμπολίτης, που θεωρείται από τις πλέον αξιόπιστες πηγές, καθώς έζησε τα γεγονότα με τον αδελφό του Ανδρέα από πολύ κοντά.
Το Ρέθυμνο ελεύθερο
«Στις 13 Οκτωβρίου του 1944 εγκατέλειψε την πόλη το τελευταίο γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο για τα Χανιά, κατάφορτο με πάνοπλους στρατιώτες της Βέρμαχτ. Στο πίσω μέρος της καρότσας είχε τοποθετηθεί ένα πολυβόλο με το πρόσωπο του χειριστή προς τον δρόμο.
Από τους Τέσσερις Μάρτυρες μέχρι τον Κήπο και πέραν αυτού είχε μαζευτεί κόσμος και ντουνιάς. Οι Ρεθεμνιώτες έβλεπαν συνεπαρμένοι το απίστευτα απολαυστικό θέαμα: Να φεύγουν οι Γερμανοί!
Η φάλαγγα είχε προχωρήσει αρκετά, όταν ο συμπολίτης καφεπώλης Νικολακάκης στάθηκε στη μέση της Λεωφόρου Κουντουριώτου και άρχισε να τους μουντζώνει και να τους βρίζει.
«Κατησχυμένος και ντροπιασμένος φεύγεις ξένε κατακτητά» ήταν η επωδός.
Αμέσως μετά όλοι οι παριστάμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ενθουσιώδεις ζητωκραυγές. Επισφράγισμα του συγκλονιστικού αυτού γεγονότος ήταν ο κρότος της ανατίναξης της γέφυρας Ατσιποπούλου. Οι Γερμανοί προσπαθούσαν ακόμα και την τελευταία στιγμή να μην αφήσουν τίποτα όρθιο πίσω τους.
Το τεταμένο εφιαλτικό κλίμα της γερμανικής κατοχής άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Άνοιξαν οι ουρανοί. Οι Ρεθεμνιώτες βρέθηκαν σε μια κατάσταση ευδαιμονίας και ονείρου ακόμα και αλλοφροσύνης.
Άλλοι γελούσαν άλλοι έκλαιγαν κι άλλοι φιλιόντουσαν. Την άλλη μέρα μπαίνουν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ περίπου 150 με 200 άνδρες και παρελαύνουν στην πόλη. Η μπάντα του δήμου με επικεφαλής τον αλησμόνητο αρχιμουσικό αγαπητό Βορειοηπειρώτη πρόσφυγα Νίκο Γκίνο ξεκινά από την πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη και διέρχεται την Αρκαδίου, συνεχίζει ως τον Πλάτανο και δια της Εθνικής Αντιστάσεως φθάνει στη Μεγάλη Πόρτα. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής επικρατεί παράφορος ενθουσιασμός με μυριόστομες ζητωκραυγές και φρενιτιώδη χειροκροτήματα. Οι άνδρες του ΕΛΑΣ μετά από διήμερη εγκατάσταση στους παλιούς στρατώνες στη Σοχώρα, άφησαν μια μικρή δύναμη στο Ρέθυμνο και οι υπόλοιποι μετακινήθηκαν στα Χανιά.
(Σ.Σ. Ο Μανόλης Κούνουπας αναφέρεται στη συνέχεια με λεπτομέρειες στην οργάνωση των ΕΟΡΙΤΩΝ και στην ατμόσφαιρα που είχαν δημιουργήσει για τον εκφοβισμό των νέων κυρίως που είχαν αντίθετη ιδεολογική πορεία. Επειδή όμως μας ενδιαφέρουν τα γεγονότα του Ιανουαρίου 1945, παραλείπουμε τις λεπτομέρειες αυτές, που μπορούν να δώσουν θέμα σε επόμενο αφιέρωμα, και φθάνουμε στα θλιβερά γεγονότα).
Νύχτα τρόμου
Στις 17 του Γενάρη, εορτή του Αγίου Αντωνίου, το βράδυ μια παρέα αγοριών και κοριτσιών βρεθήκανε στο σπίτι μιας φίλης, της Αντωνίας Δρανδάκη δίπλα στο Δεσποτικό.
Ξαφνικά ακούστηκαν αλλεπάλληλοι πολυβολισμοί. Το γλέντι διαλύθηκε και όλοι πήραμε δρόμο για το σπίτι μας.
Εγώ ήμουν σε ηλικία 19 ετών, ανώριμος και ρομαντικός με αγάπη για τον συνάνθρωπο κι ένοιωθα επιτακτικό το χρέος να υπηρετήσω την ΕΠΟΝ που μου έδινε κίνητρα να προσφέρω για το σκοπό μου. Ήμουν λοιπόν σε επιφυλακή περιμένοντας οδηγίες από τον Μανούσο Πραματευτάκη με τον οποίο βρισκόμουν σε συνεχή επαφή.
Αμέσως την επόμενη μέρα του επεισοδίου έσπευσα στα γραφεία μας να τον συναντήσω και να ενημερωθώ για τα γεγονότα. Τον συνάντησα στη μέση της σκάλας να κατεβαίνει φορτωμένος ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο. Μόλις με είδε φωτίστηκε το πρόσωπό του σαν να τον έβγαζα από δύσκολη θέση.
– Πάρε το μου είπε και πήγαινέ το αμέσως στο Σύνταγμα.
Σύνταγμα λέγανε το κτήριο στη Σοχώρα, όπου είχαν στρατωνιστεί οι άντρες του ΕΛΑΣ, αλλά όπως μου είπε αργότερα ο Γιώργης Αγγελιδάκης, Σύνταγμα λεγόταν και το ευρισκόμενο εκεί έμψυχο και άψυχο υλικό. Βέβαια οι 150 – 200 άνδρες δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες ενός συντάγματος αλλά είχε δοθεί η ονομασία εις ανάμνηση και ένδειξη τιμής στο 44ο Σ.Π του τακτικού στρατού.
Πήρα αμέσως το χαρτοκιβώτιο και άρχισα να κατεβαίνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα τη σκάλα. Μόλις είχα φθάσει στην έξοδο και με φτάνει αναστατωμένος ο Μανούσος.
Δεν ήθελε να κινδυνεύσω
Σαν να είχε αλλάξει γνώμη, παίρνει από τα χέρια μου το κιβώτιο και χάνεται από μπροστά μου χωρίς να μου δώσει εξηγήσεις. Όσο σκέπτομαι εκείνα τα γεγονότα καταλαβαίνω ότι ο Μανούσος που έβαζε πάντα μπροστά τον εαυτό του για να προστατεύσει εμάς τους άλλους, φαίνεται πως τελευταία στιγμή συνειδητοποίησε πόσο επικίνδυνη αποστολή μου είχε αναθέσει θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή μου. Και βιάστηκε να με απαλλάξει.
Εγώ ξέροντας ότι δεν ωφελεί να χάνεται χρόνος σε άσκοπες ερωτήσεις ανέβηκα μόλις έφυγε εκείνος τη σκάλα για να προσφέρω βοήθεια όπου αλλού θα χρειαζόταν.
Στα γραφεία διοίκησης της ΕΠΟΝ βρισκόταν 3-4 γυναίκες του ΕΑΜ με την Κατίνα Μανωλεσάκη, καθώς και μερικοί Ρώσοι πρώην αιχμάλωτοι των Γερμανών από αυτούς που είχαν φέρει κατά χιλιάδες οι Γερμανοί από το Ρωσικό μέτωπο. Αρχηγός τους ήταν ένας λεβέντης Ρώσος ο Βλαδίμηρος με τον οποίο είχαν δραπετεύσει και είχαν βγει στο βουνό για να πολεμήσουν με τον ΕΛΑΣ τον κατακτητή.
Οι Ρώσοι ήθελαν να φύγουν.
Ήταν άοπλοι και δεν ήθελαν να αναμειχθούν σε εμφύλιες διενέξεις. Επιθυμία τους ήταν να επιστρέψουν με κάποιο τρόπο στην πατρίδα τους.
Η αείμνηστη Κατίνα μόλις με είδε μου ζήτησε να μεταφέρω αρχειακό υλικό της ΕΠΟΝ στα γραφεία διοίκησης του ΚΚΕ στην πρώην οικία Ανδρουλιδάκη, νυν Μπιρλιράκη στην οδό Χορτάτση.
Πήρα το χαρτοκιβώτιο και ξεκινήσαμε με τις εαμίτισσες και τους Ρώσους με το Βλαδίμηρο.
Βαδίσαμε από την προκυμαία για λόγους ασφαλείας και όχι από την Αγορά (Αρκαδίου).
Στα γραφεία του κόμματος είδαμε αντάρτες εορίτες να τα έχουν περικυκλώσει αλλά δεν μας μίλησαν. Μέσα στα γραφεία βρήκαμε έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ μόνο και το Γραμματέα Κρήτης Γ. Σμπώκο.
Όταν ο Βλαδίμηρος τον ενημέρωσε ότι αυτός και οι σύντροφοί του θέλουν να φύγουν έγινε έξαλλος. Άρχισε να τους βρίζει και να τους διώχνει κακήν κακώς γιατί ζητούσα να εγκαταλείψουν συντρόφους σε ώρα μεγάλου κινδύνου.
Σε μένα και τις γυναίκες είπε να φύγουμε αμέσως γιατί κινδυνεύαμε. Πράγματι μόλις φθάσαμε στον Άγνωστο τρέχοντας ακούσαμε πυροβολισμούς από τη μεριά των γραφείων που μόλις είχαμε αφήσει.
Αργότερα έμαθα ότι είχε σκοτωθεί ο αντάρτης όσο για το Σμπώκο είχε καταφέρει να διαφύγει.
Η ζωή μας σε κίνδυνο
Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι ο θείος μου Γιώργης Κούνουπας, πατέρας της Ασπασίας και της Ευριδίκης. Έδειχνε αναστατωμένος. Μου είπε να πάρω τον Ανδρέα και να κρυφτούμε γιατί άρχισαν συλλήψεις ΕΑΜιτών και Αριστερών.
Αυτός φορούσε λευκό περιβραχιόνιο σημάδι ότι ήταν εθνικόφρων.
Είναι σαφές ότι μέσα στην αλλόφρονη αυτή κατάσταση υπήρξαν και άνθρωποι που προσπαθούσαν να βοηθήσουν και να σταματήσουν τον αλληλοσπαραγμό.
Ο Κούνουπας μας είπε ότι από το Σκουλά είχε πάρει εντολή να μας ενημερώσει επειδή οι δικοί του είχαν αγριέψει και ο ίδιος δεν μπορούσε να τους επιβληθεί. Θα συλλαμβανόταν κάθε ένας ακόμα και ύποπτος που δεν έφερε σημεία εθνικοφροσύνης.
Αμέσως μετά τις δέουσες εξηγήσεις μας πήρε αμέσως με τον Ανδρέα και μας πήγε στο μισοκαταστρεμμένο από το βομβαρδισμό σπίτι της μητέρας του, δίπλα από το σπίτι της Κοκώς και του Μίμη Λιονή.
Το δικό μας σπίτι ήταν στην καμάρα της οδού Τσαγρή στην προέκταση. Εκεί μας έκρυψε. Η Ασπασία μικρό κοριτσάκι τότε μας έφερνε φαγητό. Αργότερα ο θείος μας έφερε και συντροφιά. Ήταν ένας ακόμα κυνηγημένος ο Γιώργης Ψαρουδάκης, αργότερα προϊστάμενος της Εθνικής Τράπεζας.
Οι συνθήκες διαβίωσης βέβαια ήταν άθλιες. Κοιμόμαστε κατάχαμα.
Το μαρτύριο του Μπιρλιράκη
Μια μέρα ήρθε μια κοπέλα συγγενής μας, δεν θυμάμαι ποια ήταν ακριβώς. Έτρεμε ολόκληρη καθώς έγινε μάρτυρας ενός φρικιαστικού γεγονότος.
Οι τραμπούκοι είχαν συλλάβει δυο παλικάρια και τα έδερναν αλύπητα. Τους χτυπούσαν ανελέητα με μαγκούρες και υποκοπάνους. Η κοπέλα κλαίγοντας έφυγε από εκεί μη αντέχοντας να βλέπει το αποτρόπαιο θέαμα και ανήμπορη να βοηθήσει.
Ο ένας νεαρός ήταν ο Νίκος Μπιρλιράκης ένα πραγματικό παλικάρι. Ενώ δεν είχε καμιά οικονομική ανάγκη, δεν άντεχε να βλέπει την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Βοηθούσε κάθε φτωχό κάθε αναξιοπαθούντα συμπολίτη. Κι έτσι έγινε κόκκινο πανί για τους τραμπούκους που τον άφησαν μισοπεθαμένο από το ξύλο.
Από εκείνη την επίθεση θα πρέπει να υπέφερε σε όλη του τη ζωή. Είχε υποστεί φοβερά χτυπήματα στα νεφρά.
Εκεί στο μισογκρεμισμένο καταφύγιό μας μάθαμε τα θλιβερά περιστατικά και το θάνατο του Μανούσου Πραματευτάκη. Μέρες τραγικές που μόνο τέρατα μπορούν να προκαλέσουν.
Μέρες που έγραψαν μελανές σελίδες στην τοπική ιστορία. Και στις οποίες σύντομα θα κάνουμε κι άλλη αναφορά με περισσότερα στοιχεία.