Ήταν από τα μεγάλα όνειρα του Χρίστου Τζανιδάκη να καθιερώσει τον Λαογραφικό του Όμιλο στο πολιτιστικό μας γίγνεσθαι με εκδηλώσεις που να υπηρετούν και τη γνώση όχι μόνο την ψυχαγωγία. Και το πρώτο βήμα έγινε εντυπωσιακά το βράδυ της π. Παρασκευής, στο Σπίτι του Πολιτισμού με ένα αφιέρωμα στα πιο βασικά στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού.
Η κοσμοσυρροή, παρά την κακοκαιρία, ήταν αναμενόμενη, καθώς οφείλει πολλά η παράδοση στους Τζανιδάκηδες. Οικογένεια από τις πιο ονομαστές με ανθρώπους που δεν απουσίασαν από κανένα προσκλητήριο για την πρόοδο του τόπου.
Κι ο Χρίστος, ακολουθώντας τα χνάρια της οικογένειας κυρίως των γονέων του Ανδρέα και Μαρίας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Ο χαρισματικός αυτός νέος μετά από μια πορεία πολλών ετών στο χώρο της κρητικής παράδοσης, σαν χορευτής, είτε σαν χοροδιδάσκαλος, είτε σαν μουσικός, αποφάσισε να δώσει και το δικό του παρών στα κρητικά δρώμενα και στην κρητική παράδοση.
Έτσι, ιδρύει το έτος 2015 τις Σχολές χορού Τζανιδάκη με σκοπό την ανάδειξη, προβολή και εκμάθηση κρητικών παραδοσιακών χορών σε παιδιά, εφήβους και ενήλικες.
Μαζί του διδάσκει η καταξιωμένη χορεύτρια και χοροδιδάσκαλος Όλγα Κωστάκη με πολλές διακρίσεις στο ενεργητικό της.
Πλαισιωμένος από καταξιωμένους χοροδιδασκάλους, χορευτές και πρωτοχορευτές, σκοπεύει όχι μόνο να διατηρήσει αυτά που βρήκε στο χώρο της παράδοσης, αλλά και να προσφέρει ακόμη περισσότερα.
Και τις ιδέες του αυτές δεν τις αφήνει για πολύ να περιμένουν το χρόνο. Ήδη στη σχολή του παραδίδονται μαθήματα εκμάθησης κρητικών οργάνων σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους από καταξιωμένους καλλιτέχνες.
Επίσης γίνονται δρώμενα που έχουν σχέση με το μύθο, την ιστορία, την παράδοση και τα ήθη και έθιμα της Κρήτης.
Η εκδήλωση της Παρασκευής μας έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα την προσπάθειά του αυτή.
Για να γνωρίσουμε την Κρήτη
Ο κ. Ανδρέας Τζανιδάκης άνοιξε το πρόγραμμα καλωσορίζοντας το κοινό και περιγράφοντας την εκδήλωση που θα ακολουθούσε Όπως είπε ήταν μια από τις προβλεπόμενες καταστατικές δραστηριότητες του ομίλου και σκοπό είχε να προβάλλει και να αναδείξει τα στοιχεία εκείνα που κρατούν ζωντανό τον Κρητικό Πολιτισμό στο βάθος των αιώνων.
Όπως είπε στη συνέχεια η καλλιέργεια και η προβολή της κρητικής μας παράδοσης, της κρητικής λαογραφίας, της μυθολογίας, του κρητικού θεάτρου, της κρητικής διατροφής, της μουσικοχορευτικής παράδοσης η γνώση της κρητικής ιστορίας, η ανάδειξη του πλούτου της κρητικής διαλέκτου και της στιχουργικής επιδεξιότητας μέσα από τη μαντινάδα και το ριζίτικο, η ανάδειξη καταγραφή και παρουσίαση των παραδοσιακών μουσικών σκοπών και η προώθηση της μουσικής παράδοσης, αποτελούν για μας ιδιαίτερη μέριμνα, για τη συνέχεια και την εξέλιξη όλων των παραπάνω μέσα από τις νέες γενιές.
Η διοργάνωση πρωτότυπων πολιτιστικών εκδηλώσεων με επίκεντρο τον κρητικό πολιτισμό και η προσπάθεια για την σταδιακή ανάδειξη του Ρεθύμνου σε πόλη πρότυπο στο επίπεδο της περιφερειακής πολιτιστικής δημιουργίας και ζωής είναι από τους βασικούς σκοπούς του Ομίλου.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην επιτακτική ανάγκη να επανέλθει το Ρέθυμνο στις εποχές που ήθη κι έθιμα, εκδηλώσεις και πολιτισμός γενικά την έφερναν στο επίκεντρο πανελλαδικά για να ξεχαστούν τα γεγονότα που την κάνουν πρωτοσέλιδο. Να εκλείψουν τα περιστατικά που οι πολλοί πληρώνουν ανόητες πρακτικές ελαχίστων, μεμονωμένων περιπτώσεων.
Έχουμε όλοι μας ηθική υποχρέωση, τόνισε μεταξύ άλλων, να επαναφέρουμε το Ρέθυμνο στη θέση που του ανήκει και να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια αντίστασης στον ισοπεδωτικό σκοπό της παγκοσμιοποίησης που τόσο έντεχνα μας το σερβίρουν και προπάντων στους σημερινούς νέους, οι ιθύνοντες άρχοντες του σκότους.
Πρέπει να μπαίνουμε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για εκδηλώσεις ανθρωποκεντρικές και εκδηλώσεις πολιτισμού και όχι με θέματα που αμαυρώνουν την εικόνα του Ρεθύμνου και της Κρήτης γενικότερα.
Πρέπει το Ρέθυμνο να ξαναγίνει η Πόλις των Γραμμάτων, όπως την έζησε ο Παντελής Πρεβελάκης.
Στη συνέχεια έδωσε το λόγο στον πρόεδρο του Λαογραφικού Ομίλου κ. Χρίστο Τζανιδάκη να παρουσιάσει το πρόγραμμα.
Τα πρώτο αφιέρωμα στη σειρά Γνωρίζοντας την Κρήτη που ξεκίνησε ο Όμιλος άνοιξε με μια ιστορική αναδρομή στο χορό και στις εξελίξεις του.
Η πορεία του κρητικού χορού
Για το θέμα έχουμε πολλές αναφορές καταξιωμένων λαογράφων. Πρόχειρα έρχεται στο νου μας μια εμπεριστατωμένη μελέτη του Δημήτρη Αετουδάκη με τη συμβολική σημασία των κρητικών χορών.
Αυτά που ακούστηκαν όμως στην εκδήλωση ήταν εξαιρετικά ενδιαφέροντα, τόσο που ευχόμαστε μέσα στις δραστηριότητές του αυτές ο Όμιλος να προχωρήσει και σε εκδόσεις και να δούμε σ’ αυτές καταχωρημένα τα τόσο εντυπωσιακά που ακούστηκαν, συμπεράσματα από ενδελεχείς έρευνες σε απόλυτα έγκυρες πηγές.
Παρακολουθήσαμε την εξέλιξη του χορού από την πρώτη εμφάνισή του στην Κρήτη, μέσα από τις περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων και μετά έγινε ιδιαίτερη αναφορά σε κάθε χορό ξεχωριστά.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η αναφορά στους τελετουργικούς κυκλικούς χορούς, απαραίτητα στοιχεία των θρησκευτικών τελετουργιών και ότι στην ζωντανή χορευτική κληρονομιά της Κρήτης περιλαμβάνονται είκοσι πέντε, περίπου, παραδοσιακοί χοροί.
Ακολούθησαν παραδείγματα με λεβέντικες παρουσίες που είχαν την καλύτερη υποστήριξη από τους Σήφη Τσουρδαλάκη στη λύρα και το Γιώργη Φλουρή στο λαγούτο.
Εξαιρετικά και σαν άκουσμα και σαν θέαμα.
Χαριτωμένη η αναφορά στη σούστα που όπως εύστοχα τόνισε ο ομιλητής αποτελεί έναν χορευτικό διάλογο, γεμάτο συμβολισμούς. Τα βασικά βήματα του χορού, που μοιάζουν με πηδηματάκια και κάνουν τα σώματα των χορευτών σαν να ωθούνται από κάποιο ελατήριο, λέγεται ότι ίσως να ήταν ο λόγος που ο χορός, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, μετονομάστηκε σε σούστα από την ομώνυμη ιταλική λέξη (-σουστ), που σημαίνει ελατήριο, έλασμα.
Πρωτόγνωρα και τα στοιχεία του Εθιανού πηδηχτού, που προσωπικά δεν είχαμε υπόψη αν και μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η λαογραφία.
Η παραδοσιακή φορεσιά
Η επόμενη ενότητα καθήλωσε στην κυριολεξία το ακροατήριο, καθώς αναφερόταν στην αντρική και γυναικεία φορεσιά της Κρήτης. Μια περιουσία γνώσεων εκτιμήθηκε ανάλογα που αποκάλυψε ένα τόσο σημαντικό θέμα.
Από τις κορυφαίες στιγμές της εκδήλωσης η παρουσία του ιστορικού συλλόγου «Κρητικές Μαδάρες».
Όπως εύστοχα τόνισε ο παρουσιαστής οι «Κρητικές Μαδάρες» είναι ο αρχαιότερος και βέβαια ο πρώτος στον κόσμο ιδρυθείς ιστορικός, λαογραφικος σύλλογος Έρευνας και διάδοσης του Δημοτικού Τραγουδιού Ριζίτικου της Κρήτης. Του τραγουδιού της ρίζας των Λευκών Ορέων εξ’ ου και Λευκορίτικου για πολλούς.
Επί 47 και πλέον έτη οι «Κρητικές Μαδάρες» διδάσκουν τα λευκορίτικα ή ριζίτικα τραγούδια και παρέχουν τη βοήθειά τους και τις γνώσεις τους, που αποκόμισαν επί δεκαετίες, σε όλους τους συλλόγους τόσον της Κρήτης όσο και της υπόλοιπης Χώρας.
Οι «Κρητικές Μαδάρες» έχουν πραγματοποιήσει 16 ηχογραφημένες εκδόσεις σε δίσκους, κασέτες και cd στις οποίες περιέχονται πάνω από 200 λευκορίτικα ή ριζίτικα άσματα με αποδιδόμενους όλους σχεδόν τους διασωθέντες σκοπούς των ριζίτικων μέσα από την πορεία τους στους αιώνες.
Αμέσως μετά την παρουσίαση το ιστορικό σωματείο προκάλεσε ενθουσιώδη χειροκροτήματα με τραγούδια της τάβλας αλλά και ριζίτικα της στράτας.
Όσο προχωρούσε η εκδήλωση και γνωρίζαμε τις κρητικές φορεσιές κομμάτι κομμάτι, με πολλά ιστορικά στοιχεία και επεξηγήσεις των συμβολισμών της σκεπτόμαστε πόσο προνομιούχος είναι ο κρητικός λαός, καθώς η μακραίωνη ιστορία του επιβεβαιώνεται ακόμα και από την παραδοσιακή φορεσιά.
Κι ήρθε η σειρά των τερζήδων να μνημονευθούν. Καλλιτεχνών ραφής που άφησαν εποχή.
«Θέλω καπότο τσόχινο και στον τερζή ραμμένο,
να με θωρούν οι κοπελιές όλο αποσασμένο» μας διέσωσε η κρητική μούσα.
Το κέντημα το εκτελούσαν οι χρυσορραφτάδες ή ράφτες ή τερζήδες. Ο διάκοσμός εκτελείται με στριφτά μεταξωτά κορδόνια, τα λεγόμενα γαϊτάνια. Το χρώμα μπορεί να ήταν μαύρο, σκούρο μπλε και καμιά φορά χρυσό.
Το επάγγελμα του τερζή ήταν κυρίως ανδρικό επάγγελμα, θεωρούνταν από τα πιο ευγενή και τίμια και απασχολούσε χιλιάδες άνδρες.
Σπουδαίοι τερζήδες της Κρήτης ήταν ο Βασίλης Ποθουλάκης και ο Στέλιος Μπαλαντίνος από τα Χανιά. Ακόμα ο Αντώνης Βασιλακάκης από τα Πλατάνια Αμαρίου, ήταν ίσως ο τελευταίος γνήσιος τερζής της Κρήτης. Μαθήτρια αυτού και συνεργάτιδά τους ήταν η Κυρία Δήμητρα Κτιστάκη με καταγωγή από τ’ Ασκύφου Σφακίων. Η Κυρία Δήμητρα Κτιστάκη διδάχθηκε την πλήρη ανδρική φορεσιά από τον Αντώνη Βασιλακάκη. Δεν διδάχθηκε όμως την τέχνη της χειροποίητης γυναικείας φορεσιάς, καθώς η τέχνη της είχε αρχίσει να εξαφανίζεται. Η Κυρία Δήμητρα με μοναδικό οδηγό ένα παλιό γυναικείο κοντόχι από την προγιαγιά της, άρχισε να αναζητά μόνη της πληροφορίες για την γυναικεία φορεσιά. Επισκέφτηκε μουσεία και λύκεια της Κρήτης και της Αθήνας και στηρίχθηκε στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, μέχρι που έφτασε στο σημείο να διασώσει το γνήσιο χειροποίητο γυναικείο κρητικό κέντημα. Το έργο της η κυρία Κτιστάκη το συνεχίζει ακόμα και σήμερα καθώς παραδίδει μαθήματα ώστε να διαδοθεί το τερζήδικο κέντημα. Σπουδαίες μαθήτριές της που βρίσκονται στην αίθουσα η Κυρία Ελένη Φαντάκη και η Κυρία Χρυσούλα Παντελάκη.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον ήταν το βίντεο που ακολούθησε με την επιμέλεια της κας Ελένης Φαντάκη για την τέχνη του τερζή, η οποία κράτησε μετά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του κόσμου με τη μεστή εισήγησή της που συνοδευόταν από χαρακτηριστικά παραδείγματα Βράκα, κάλτσες, πουκάμισο, γιλέκο, καπότο, μεϊντάνι, ζώνη, κάλυμμα κεφαλής, στιβάνια και καδένα, ανέδειξαν τα ιδιαίτερα στοιχεία τους μέσα από τις έρευνες της κ. Ελένης Φαντάκη που ολοκλήρωσε το θέμα της με τη βοήθεια του παρουσιαστή.
Από το θέμα δεν θα μπορούσε να παραληφθεί το κρητικό μαχαίρι που όπως ακούσαμε στη συνέχεια από τα παλιότερα δείγματα μαχαιριού με τη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα βρέθηκε στο Τζεμπέλ – Ελ – Αράκ (Gebel – El – Arak) της Αιγύπτου, κατασκευάστηκε από επεξεργασμένο οψιδιανό λίθο κι έχει λαβή από ελεφαντόδοντο, διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις εμπνευσμένες από πολεμικές σκηνές. Το μαχαίρι αυτό κατασκευάστηκε γύρω στο 3.400 π.Χ. και βρίσκεται σήμερα στο μουσείο του Λούβρου.
Για την καλύτερη παρουσίαση του θέματος είχε κληθεί να μιλήσει ο πλέον κατάλληλος όπως χαρακτηρίζουν οι ειδήμονες τον κ. Μανώλη Πενθερουδάκη.
Εξαιρετική και αυτή η παρουσίαση που συνδυάστηκε με ενδιαφέρον οπτικό υλικό.
Στη συνέχεια ο ομιλητής αναφέρθηκε στους «Καβάσηδες». Λέγεται ότι η ενδυμασία, των επίλεκτων αυτών ανδρών, ενέπνευσε στην περίοδο εκείνη τη μόδα της χρυσοκέντητης επίσημης αντρικής φορεσιάς. Έτσι συναντάμε χρυσοκέντητες ανδρικές φορεσιές στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και στο θέατρο Δώρα Στράτου.
Με τον ίδιο τρόπο γνωρίσαμε και την γυναικεία κρητική φορεσιά που ήταν πάντα ποικίλη κι όμορφη. Οι Κρητικοπούλες καθώς ήταν πάντα χρυσοχέρες, μπορούσαν μόνες τους να φάνουν στον αργαλειό ή στο αργαστήρι (όπως αλλιώς λεγόταν), το καλύτερο και το ομορφότερο για εκείνες.
Όπως και στην αντρική Κρητική φορεσιά, έτσι και στην γυναικεία βλέπουμε σε εικονογραφίες δωρητών και ανακαινιστών ναών τις ενδυματολογικές συνήθειες της εποχή, καθώς και στα κείμενα των τότε περιηγητών. Οι απεικονίσεις του Τζερόλα στάθηκαν πολύτιμες για τη μελέτη της γυναικείας φορεσιάς, που η εξέλιξή της οφείλετε στη Βενετσιάνικη επίδραση.
Η Κρητικιά αρχόντισσα διατηρεί το βυζαντινό φόρεμα του 9ου και 10ου αιώνα ακόμα για δυόμιση αιώνες μετά τη κατάκτηση των Βενετών. Επρόκειτο για ένα άσπρο φαρδύ φόρεμα, μονοκόμματο, με φρακτό λαιμό και φαρδιά μανίκια, καθώς και κεντήματα στο ποδόγυρο. Στη μέση φορούσαν μία ζώνη στην οποία είχαν το συνήθειο να μπήχνουν στη μέση το εξωτερικό φόρεμα ώστε να φαίνονται τα κεντίδια του εσωτερικού.
Μας εντυπωσίασε η αναφορά στο Ανωγειανό μοντέλο τη Σάρτζα.
Ο τύπος αυτός της κρητικής γυναικείας φορεσιάς, ακούσαμε, παρουσιάζεται στα μέσα του 17ου αιώνα, πενήντα χρόνια, περίπου, ύστερα από την καθιέρωση των «ζιπονιών». Το όνομά της προέρχεται από ένα βασικό κομμάτι – εξάρτημά της που έχει σχήμα ποδιάς και λέγεται «σάρτζα». Το όνομά της προφανώς προήλθε από το Αραβικό Εμιράτο Σάρτζα που κατασκευαζόταν αρχικά τα υφάσματα που χρησιμοποιήθηκαν για την δημιουργία της σάρτζας-ποδιάς. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το είδος του υφάσματος έδωσε το όνομά του στο κομμάτι- εξάρτημα που ήταν φτιαγμένο απ’ αυτό και στη συνέχεια σε ολόκληρη την ενδυμασία.
Η «σάρτζα» φτιάχνεται από μάλλινη τσόχα κι έχει σχήμα ποδιάς. Είναι με πτυχώσεις (το σημερινό πλισέ) και προσραμμένη πάντα σε ζωνάρι. Η σάρτζα έχει κόκκινο χρώμα και στο κάτω άκρο διακοσμείται με φάσα από φαρδύ σειρίτι χρυσαφί και μπλε. Τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής της δενόταν στη μέση, κρεμόταν ελεύθερη και κάλυπτε το αριστερό μέρος του σώματος γύρω από το μέσον της κοιλιάς μέχρι το μέσον του κορμιού πίσω. Κατά τη διάρκεια όμως του 18ου αιώνα έγινε μία αλλαγή που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Το πλάτος της φάρδυνε, δεν αφηνόταν να πέφτει ελεύθερα και οι δύο τις άκρες ανασηκώνονταν και μπήχνονταν στο ζωνάρι. Αυτό το ανασήκωμα των άκρων έδινε μία ξεχωριστή ιδιομορφία στη φορεσιά.
Στην Ανωγειανή φορεσιά δεν περιλαμβάνεται φούστα, καθώς αυτή υποκαθιστάτε από τη «σάρτζα». Με την έλλειψη της φούστας φαίνονταν το πουκάμισο και οι γάμπες της Κρητικοπούλας. Γι αυτό κι εκείνη μάκρυνε λίγο το πουκάμισο και τη βράκα περισσότερο μέχρι κάτω από τους αστραγάλους, δίνοντάς της φουφουλωτή μορφή. Έτσι οι μπατζάκες αυτού του γυναικείου εσώρουχου φαίνονται.
Το πουκάμισο ήταν υφαντό σε λευκό χρώμα, βαμβακερό όταν φοριέται καθημερινά και μεταξωτό στις σκόλες, με μανίκια, φαρδύ και μακρύ. Έχει στρογγυλό λαιμό με σχίσιμο εμπρός έως το στομάχι, το οποίο κλείνει με κουμπάκια.