Η πληθυσμιακή διακύμανση
Ο Νομός μας, όπως και η υπόλοιπη Κρήτη, χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη διασπορά οικισμών συνήθως μικρών, φαινόμενο που δεν παρατηρείται στην Ηπειρωτική μας χώρα. Τα χωριά αυτά στην μεγάλη τους πλειοψηφία υπάρχουν ως οικισμοί εδώ και πολλές εκατονταετίες όπως μαρτυρούν απογραφές πληθυσμών από την Ενετική και αργότερα από την Οθωμανική περίοδο. Στο σύνολό τους οι οικισμοί αυτοί στο Ρέθυμνο ανέρχονταν σε 225 περίπου αν συνυπολογιστούν και οι λίγοι και μικροί που τώρα είναι εγκαταλελειμμένοι.
Οι οικισμοί αυτοί παρουσίαζαν μια πληθυσμιακή διακύμανση, δηλαδή πότε είχαν περισσότερους και πότε λιγότερους κατοίκους ανάλογα με τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες ή τις συνθήκες ειρήνης ή και τα φαινόμενα λοιμών που επικρατούσαν στο νησί μας.
Από ιστορικές πηγές πληροφορούμαστε ότι τόσο κατά την περίοδο του 1700 όσο και του 1800 οι λοιμοί της πανώλης, της λέπρας, της ελονοσίας και αργότερα της φυματίωσης (αρχές του 1900), ήταν η αιτία της σημαντικής μείωσης του πληθυσμού του νησιού.
Μεγάλη μείωση επίσης του πληθυσμού συνέβαινε και κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες του Κρητικού λαού στις επαναστάσεις του 1821, του 1866, του 1878, του 1897, έως και την απελευθέρωση του νησιού το 1899.
Αύξηση του πληθυσμού σημειώθηκε κατά τις δεκαετίες του 1920 και ’30, για να υπάρξουν ξανά σημαντικές απώλειες κατά την Γερμανική κατοχή της Κρήτης από το 1941 έως και το 1945.
Μετά την λήξη του εμφυλίου το 1949, στην Κρήτη αρχίζει να εμφανίζεται μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού. Παράλληλα όμως αρχίζει να εμφανίζεται και ένα ισχυρό κύμα μετανάστευσης και εσωτερικής αλλά και προς το εξωτερικό, που κορυφώνεται την δεκαετίες του 1960 και ’70.
Συγχρόνως με την μετανάστευση, παρουσιάζεται και ένα ισχυρότατο ρεύμα αστυφιλίας και μετοίκησης των κατοίκων των χωριών προς τα αστικά ή ημιαστικά κέντρα του Νομού αλλά και όλης της Κρήτης.
Το ρεύμα αυτό της εγκατάλειψης των χωριών και εγκατάστασης στην πόλη του Ρεθύμνου, στην κωμόπολη του Περάματος και σε ορισμένες τουριστικές περιοχές συνεχίζεται έως και σήμερα.
Εξετάζοντας τις απογραφές του πληθυσμού από τις αρχές του 1900 διαπιστώνομε ότι η περίοδος που τα χωριά του Ρεθύμνου στην πλειονότητά τους παρουσιάζουν τους περισσότερους κατοίκους ήταν την δεκαετία του 1930, καθότι υπήρξε και μια ενίσχυση του πληθυσμού με την εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας από το 1923 και μετά.
Μια δεύτερη περίοδος πληθυσμιακής άνθησης των χωριών του Νομού σημειώθηκε την δεκαετία 1955 -1965 για να αρχίσει ξανά μετά το 1965 η απομείωση του πληθυσμού τους.
Δυναμικοί και στάσιμοι οικισμοί. Οι 6 κατηγορίες
Φθάνουμε λοιπόν στο σήμερα, όπου τα χωριά του Ρεθύμνου στην συντριπτική τους πλειοψηφία, παρουσιάζουν μια συνεχή μείωση των κατοίκων τους σε ανησυχητικό βαθμό.
Αν πάρουμε υπ’ όψιν μας το ρυθμό ελάττωσης ή σε ελάχιστες περιπτώσεις αύξησης του πληθυσμού των χωριών του Ρεθύμνου κατά τις τελευταίες 4 δεκαετίες, αλλά και άλλους παράγοντες όπως, τον ρυθμό ανοικοδόμησης νέων κατοικιών, την οικονομική και κοινωνική κινητικότητα της κάθε στενότερης περιοχής, την δραστηριοποίηση στον τουριστικό τομέα αλλά και παραμέτρους κοινωνικής δημοσιότητας, μπορούμε να κατατάξουμε τους οικισμούς σε μια κλίμακα με 6 δυνητικές κατηγορίες κοινωνικής δυναμικής, ως εξής:
– 1η. Οικισμοί αναβαθμισμένοι πληθυσμιακά.
Όπως χαρακτηρίζονται οι οικισμοί με σημαντική αύξηση των κατοίκων τους
– 2η. Οικισμοί με σχετική πληθυσμιακή κινητικότητα.
Όπως χαρακτηρίζονται οι οικισμοί που ενώ έως πρόσφατα παρουσίαζαν μείωση, ανέστρεψαν τον αρνητικό ρυθμό χωρίς όμως να παρουσιάζουν σημαντική πληθυσμιακή βελτίωση.
– 3η. Οικισμοί στάσιμοι πληθυσμιακά.
Όπως χαρακτηρίζονται οι οικισμοί που μετά από αρκετά χρόνια μείωσης των κατοίκων τους η μείωση αυτή έχει ελαχιστοποιηθεί χωρίς όμως να εμφανίζονται σίγουρες ενδείξεις ανάκαμψης.
– 4η. Οικισμοί με ήπια πληθυσμιακή συρρίκνωση. Όπως χαρακτηρίζονται οι οικισμοί που συνεχίζουν να λιγοστεύουν οι κάτοικοί τους, όχι όμως με ανησυχητικούς ρυθμούς, με την έννοια ότι η κατάστασή τους μπορεί να γίνει αναστρέψιμη.
– 5η. Οικισμοί με βαθιά πληθυσμιακή συρρίκνωση.
Όπως χαρακτηρίζονται οι οικισμοί με ραγδαία ελάττωση του πληθυσμού τους, και δυσκολία να ανακοπεί η ελάττωση των κατοίκων τους.
– 6η. Εγκαταλελειμμένοι οικισμοί.
Είναι οι οικισμοί που εγκαταλείφθηκαν από αρχές του 1900 έως και πρόσφατα.
Στην 1η κατηγορία κατατάσσονται 15 οικισμοί, όπως το Μπαλί, το Πέραμα, ο Σταυρωμένος, η Σκαλέτα, το Ατσιπόπουλο, ο Πλακιάς, η Αγία Γαλήνη, ο Αδελιανός κάμπος, ο Πρινές, ο Μαρουλάς, το Γεράνι, του Γάλλου, ο Πηγιανός κάμπος και το Σφακάκι.
Στην 2η κατατάσσονται 19 οικισμοί όπως, το Ρουσσοσπίτι, το Άδελε, η Αγία Παρασκευή, η Πηγή, το Παγκαλοχώρι, το Χαμαλεύρι, το Αστέρι, ο Πρίνος, το Πάνορμο, το Ρουμελή, η Σκεπαστή, οι Σίσσες, τα Αγγελιανά, η Βιράν Επισκοπή, το Γιαννούδι, η Λούτρα, η Κυριάννα, η Αμνάτος και η Μαγνησία.
Στην 3η κατατάσσονται 10 οικισμοί όπως, η Επισκοπή, το Σπήλι, η Γωνιά, ο Άγιος Αντρέας, οι Αρμένοι, το Χρωμοναστήρι, το Μελιδόνι, τα Ζωνιανά, τα Λιβάδια, και τα Ανώγεια.
Στην 4η κατατάσσονται στο σύνολό τους 66 οικισμοί όπως, οι Μαργαρίτες, ο Ορθές, το Μελισουργάκι, τα Γουλεδιανά, η Λαμπινή, το Μιξόρουμα, η Μύρθιος Ρεθύμνου, το Φωτεινού, τα Ρούστικα, και άλλοι.
Στην 5η κατηγορία κατατάσσονται οι περισσότεροι οικισμοί στο σύνολό τους τουλάχιστον 99, όπως το Μούντρος, οι Αλώνες, το Βελονάδο, η Ορνέ, ο Κισσός, το Κεντροχώρι, τα Χάρκια, ο Γαρίπας, ο Κρασούνας, τα Χελιανά, το Σταυρωμένο Μυλοποτάμου, τα Βεργιανά, και άλλοι.
Στην 6η κατηγορία κατατάσσονται 16 οικισμοί όπως, το Βαθιακό, ο Ρίζικας, η Σάτα, οι Γουργούθοι, το Χωρδάκι, και ο Σμιλές, στο Αμάρι, το Νησί (κοντά στο Μούντρος), το Τσικαλαριό και η Κατσογρίδα (κοντά στις Ατσιπάδες Αγ. Βασιλείου), η Αγία Παρασκευή στις Λίγκρες Αγ. Βασιλείου, τα Καφαθιανά, το Μούσι, ο Δαλαμπέλος, η Βλυχάδα, και ο Κάτω Τριπόδος, στο Μυλοπόταμο.
Εξετάζοντας τη σημερινή πληθυσμιακή κατάσταση των οικισμών του Ρεθύμνου, καταλήγουμε στις εξής διαπιστώσεις.
Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις εμφανείς ζώνες πληθυσμιακής διαμόρφωσης.
Η 1η ζώνη εντοπίζεται στην Βόρεια παραλιακή περιοχή από το όρια του Νομού Χανίων έως και τα όρια του Νομού Ηρακλείου. Παρουσιάζεται, στο σύνολό της, σημαντική αύξηση στους πληθυσμούς των οικισμών και βέβαια συμπεριλαμβανομένης και της πόλης του Ρεθύμνου.
Η 2Η ζώνη εντοπίζεται κατ’ αντιστοιχία της 1ης στην Νότια παραλιακή περιοχή όπου παρατηρείται ανομοιομορφία στην διακύμανση της ελάττωσης ή της αύξησης του πληθυσμού. Στους περισσότερους οικισμούς κυριαρχεί μείωση ή και η μεγάλη μείωση του αριθμού των κατοίκων της. Μόνο οι δύο παραλιακοί οικισμοί του Πλακιά και της Αγίας Γαλήνης παρουσιάζουν αισθητή αύξηση του πληθυσμού τους, και σε μια κατάσταση σταθεροποίησης εμφανίζεται η κωμόπολη του Σπηλίου. Αρκετοί οικισμοί όπως τα Σακτούρια, η Δρύμισκος, του Κεραμέ, του Αγαλιανού, τα Λευκώγεια, τα Σελιά, ακόμη και το Ροδάκινο, παρόλο που διαθέτουν αξιόλογες παραλιακές περιοχές δεν καταφέρνουν να ανακάμψουν πληθυσμιακά.
Η 3η ζώνη είναι της ενδοχώρας του Νομού, στην οποία ανήκει η πλειονότητα των οικισμών που βρίσκονται στην κατάσταση της ήπιας έως και της βαθιάς συρρίκνωσης, όπως ολόκληρη η επαρχία Αμαρίου καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Μυλοποτάμου.
Μπορεί να υπάρξει αναστροφή;
Ο Νομός Ρεθύμνου όπως και όλη η Κρήτη, είναι μια πολύ ζωντανή Περιφέρεια, με πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα, έναντι των περισσότερων περιοχών της χώρας μας.
Η οικονομική κατάσταση του νησιού δεν θα διαταραχθεί τα επόμενα χρόνια, αν ληφθεί υπ’ όψιν και η μεγάλη αύξηση της τουριστικής κίνησης σύμφωνα και με τις προβλέψεις των μεγάλων Ευρωπαϊκών οργανισμών τουρισμού.
Σημασία όμως έχει το πώς το μεγάλο αυτό οικονομικό εισόδημα από τον τουρισμό, θα μπορέσει να διαχυθεί και στον υπόλοιπο πληθυσμό του νησιού πέραν των αποκλειστικά ασχολούμενων με αυτόν το τομέα.
Επιπρόσθετα όμως για μια σύγχρονη κοινωνία, δεν έχει μόνο σημασία η οικονομική κατάσταση των κατοίκων του αλλά και η ποιότητα της καθημερινής τους ζωής, και φυσικά το επίπεδο εκπαίδευσης και μόρφωσής τους.
Για να μπορέσουν όμως να κατακτηθούν αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, θα πρέπει να αναβαθμιστούν οι συνθήκες διαβίωσης των πολιτών.
Τις τελευταίες δεκαετίες ανιχνεύεται μια ισχυρή διάθεση των νέων κατοίκων του Νομού μας να διαμένουν στα χωριά τους και ας έχουν ως χώρο εργασίας τους την πόλη ή μια άλλη περιαστική περιοχή.
Εξ άλλου με αυτό τον τρόπο, αν δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα γεωργοί, έχουν τη δυνατότητα να ενισχύουν το εισόδημά τους και με την ενασχόλησή τους και με γεωργικές εργασίες που τους αποδίδουν συμπληρωματικά έσοδα.
Υπάρχει λοιπόν μια σημαντική δυναμική στο να παραμείνουν στα χωριά τους ως ενεργοί κάτοικοι νέοι άνθρωποι που αγαπούν τον τόπο τους και εκτιμούν τα πλεονεκτήματα που τους προσφέρει η διαβίωσή τους σε ένα άνετο περιβάλλον με τις οικογένειές τους μέσα στη φύση χωρίς ενοχλητικές δραστηριότητες και θορύβους.
Προϋπόθεση για να πάρουν μια τέτοια απόφαση είναι να εξασφαλίσουν κάποιες πρωταρχικές και αναγκαίες λειτουργίες της καθημερινότητάς τους όπως:
– Την εύκολη και γρήγορη πρόσβαση σε σχολεία, δηλαδή νηπιαγωγείο, δημοτικό αλλά και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
– Επίσης την εύκολη πρόσβαση σε κέντρο Υγείας.
– Και βέβαια την σχετικά γρήγορη πρόσβαση στην πόλη, στα αεροδρόμια και στα λιμάνια και ακόμη σε περιοχές όπου μπορεί να εξασφαλίζονται οι συνήθεις καταστάσεις ψυχαγωγίας.
Με αυτό τον τρόπο, θα άρχιζαν να ξαναζωντανεύουν κάποιοι από τους οικισμούς που σήμερα ακόμη συρρικνώνονται.
Καθήκον λοιπόν της πολιτείας είναι να δημιουργήσει τις κατάλληλες υποδομές και κυρίως οδικούς άξονες κύριους και συνδετήριους που θα εξασφαλίζουν σύντομες και ασφαλείς διαδρομές πρόσβασης των κατοίκων των οικισμών, στους παραπάνω προορισμούς.
Επιπρόσθετα βέβαια η πολιτεία θα μπορούσε να θεσπίσει και αναπτυξιακές δράσεις σε σχέση με την παραγωγή και μεταποίηση ποιοτικών παραδοσιακών προϊόντων που θα έδινε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην ανάπτυξη της υπαίθρου.
* Ο Γιώργος Ουρανός είναι γεωλόγος
ouranosgeo@gmail.com