Ακόμα οι ηλικιωμένοι συνεχίζουν τις συναντήσεις τους. Ένα μήνα πριν τα Χριστούγεννα σε γειτονικό χωριό στο καφενείο της περιοχής του Βρύσινα χωρίς καμία συνεννόηση, τυχαία, έγινε συνάντηση τριών ηλικιωμένων του Μανόλη 80 ετών, του Στέλιου 78 και του Μάρκου 75. Παραγγείλανε καφέ και γουλιά – γουλιά πήγαινε κάτω αλλά με πολλή δυσκολία γιατί ήρθε στη σκέψη τους ότι μετά από ένα μήνα θα έρθουν τα Χριστούγεννα και το χωριό είναι άδειο από τους κατοίκους. Πριν αρκετά χρόνια τα χωριά ήταν πυκνοκατοικημένα και βλέπανε τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο κρατώντας στο ένα χέρι την πάνινη τσάντα με τα βιβλία και στο άλλο ένα ξύλο για να βράσει μια μάνα το γάλα με σκόνη να πιούνε τα παιδιά και μετά να πάνε στην αίθουσα για το μάθημά τους.
Γάιδαροι στο δρόμο με φορτωμένα ξύλα για το τζάκι και το μαγειρειό και άλλοι με φορτωμένα τα ζευγάλετρα για το χωράφι κ.λπ. Το πρωί και το βράδυ τα πρόβατα, οι αίγες, τα βόδια να πάνε να βοσκήσουν στις πλαγιές του Βρύσινα.
Σήμερα παιδιά δεν κυκλοφορούν. Το σχολείο κλειστό, γάιδαροι και βόδια δεν υπάρχουν. Τα πρόβατα ελάχιστα και αυτά παραμένουν στα βουνά σε σύγχρονους στάβλους.
Ενθυμούνται τα παλιά τους χρόνια και αναστενάζουν που οι συνήθειες και τα έθιμα των χωριανών όλα έχουν χαθεί.
Από τον Οκτώβρη συνηθίζανε το κάθε σπίτι να μεγαλώνει ένα χοίρο για να τον σφάξουνε λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα να γεμίσει το σπίτι τους από κρέας να το έχουν όλες τις ημέρες των εορτών. Σκληριές από παντού από τη σφαγή των χοίρων σε όλες τις αυλές των χωριανών όταν επρόκειτο να δεχθούν το μαχαίρι στο λαιμό τους. Δίπλα έτοιμο το ζεστό νερό μέσα στη σκάφη να αφαιρέσουν όλο το τρίχωμά του να είναι έτοιμος για να μπει στο τσικάλι της οικογένειας όλες τις γιορτές.
Όταν ο παπάς τελείωνε τη λειτουργία όλη η οικογένεια γύρω στο τραπέζι ή τον σοφρά κοντά στο τζάκι να φάνε τη βραστή κεφαλή και μέσα στο ζωμό τον ξινόχοντρο. Κρεμασμένος ο χοίρος στο κατώι του σπιτιού και μετά τον κομματιάζανε να τσιγαριαστεί στο καζάνι για να μπει στα πήλινα κουρούπια αφού δεν υπήρχανε ψυγεία και μέχρι τις απόκριες όλο είχε τελειώσει.
Μετά άρχιζε η νηστεία για το Πάσχα οπότε είχανε μεγαλώσει τα αρνιά για να τα σφάξουνε να φάνε μετά την Ανάσταση. Το Γιωργιό του Μανούσου είχε πάει στην αυλή του Παναγιώτη Τ. που είχε σφάξει το χοίρο και του ζήτησε τη φούσκα «ουρήθρα» για να την κάνει μπαλόνι να παίξει. Του είπε: Θείε, θα μου δώσεις τη φούσκα του χοίρου σου να την κάνω μπαλόνι να παίζω; Ο Παναγιώτης για να μην τον στενοχωρήσει του την έδωσε. Η μάνα του ήξερε να την φτιάξει με στάχτη και αλάτι να γίνει σκληρή να αντέχει να βάζει πολύ νερό για να κάνει αστεία με τα αδέλφια του. Άλλα παιχνίδια ήτανε το τόπι από πανιά και μαλλιά των προβάτων. Η κάθε μάνα τα έβαζε και τα έραβε μέσα σε παλιά κάλτσα σε σχήμα στρογγυλό για να παίξουνε ποδόσφαιρο, τους σβούρους, το ξυλίκι κ.λπ.
Η κάθε οικογένεια των χωριών της περιοχής μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα έκανε αυξημένο ζυμωτό για να έχει ψωμί όλες τις γιορτές μαζί και τη βασιλόπιτα με το φλουρί. Η νοικοκυρά την τοποθετούσε μέσα σε μεγαλύτερο ταψί για να βάλει γύρω-γύρω της: καρύδια, φουντούκια, κάστανα, σύκα, όσπρια κ.λπ. και στο μέσο της πίτας ένα κλαδί από ελιά με ελιές επάνω του που ήτανε το έθιμο και στο δεξί μέρος ένα ρόδι.
Την Πρωτοχρονιά ο νοικοκύρης του σπιτιού πρωί – πρωί έπαιρνε τη στάμνα και το ρόγδι από τη βασιλόπιτα και πήγαινε στη βρύση του χωριού του, τη γέμιζε νερό και γύριζε στο σπίτι του να κάνει το ποδαρικό στην οικογένειά του. Τοποθετούσε τη στάμνα στη θέση της, έπαιρνε από την τσέπη του το ρόγδι και με δύναμη το έσπαγε έξω στο δεξιό της πόρτας λέγοντας στην οικογένειά του χρόνια πολλά και όσοι είναι οι καρποί του ρογδιού τόσα αγαθά να μπούνε στο σπίτι μας.
Πήγαινε πολύ πρωί στη βρύση να προλάβει να κάνει ο ίδιος το ποδαρικό για να μην πάει άλλος που δεν θα ήθελε το καλό της οικογένειάς του.
Τις παραμονές των εορτών τα παιδιά από κάθε οικογένεια λέγανε τα κάλαντα σε όλα τα σπίτια παίρνοντας διάφορα φιλοδωρήματα. Τις άλλες ημέρες που ήτανε κλειστό το σχολείο βοηθούσανε περισσότερο τους γονείς τους στις δουλειές του σπιτιού τους και λιγότερο παίζανε τα λίγα αυτοσχέδια παιχνίδια που είχανε στη διάθεσή τους. Επίσης πηγαίνανε στις πλαγιές του Βρύσινα να μαζέψουν μανουσάκια «ζουμπούλια» να πάνε την άλλη ημέρα πρωί πρωί στη χώρα (Ρέθυμνο) να τα πουλήσουν έξω από τους τέσσερις μάρτυρες για να πάρουν ότι είχανε ανάγκη: παπούτσια ή ρούχα να φορέσουν στο σχολείο.
Η συνάντηση των τριών ηλικιωμένων έφθασε στο τέλος να φύγουν για τα σπίτια τους να ξεκουραστούν όμως είπανε όλοι τους ότι σήμερα όλα δεν έχουν καμία ομοιότητα με αυτά που ζήσαμε και μεγαλώσαμε. Τα παιδιά τώρα πηγαίνουν με αυτοκίνητο στο πιο κοντινό σχολείο ενός χωριού ή της πόλης με καλύτερες τσάντες ενώ γάλα δεν πίνουν αλλά τρώνε ότι επιθυμούν από την καντίνα του σχολείου τους.
Ο γάιδαρος το μοναδικό μεταφορικό μέσο τώρα δεν υπάρχει εκτός ελαχίστων στα ορεινά χωριά χωρίς να προσφέρει τις πολλές εργασίες που είχε την Κατοχή να μεταφέρει όλα που είχε ανάγκη η οικογένεια για την εργασία και τη διατροφή της ακόμα και τους αρρώστους στο γιατρό, στην πόλη, όλα αυτά σήμερα μεταφέρονται με το αυτοκίνητο. Και το όργωμα, η σπορά, η καλλιέργειά τους δεν γίνεται με τις αγελάδες που είχαμε αλλά με το αλέτρι που σέρνει το τρακτέρ της νέας εποχής.
Συγκινημένος για όσα είπανε ο μεγαλύτερος της παρέας ο Μανόλης είπε: Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Ψαρή γάιδαρό μας που από το πρωί ως το βράδυ ήτανε στα χωράφια του Βρύσινα και στους δρόμους να μεταφέρει όλα στο σπίτι μας. Ο κακομοίρης ποτέ δεν σταμάτησε να διαμαρτυρηθεί από τις ελάχιστες τροφές που έτρωγε μέρα νύχτα. Ήτανε πολύ πραγιός, από τα σκέλια του περνούσαμε μικροί και ποτέ δεν μας κλώτσησε, μας αγαπούσε.
Το ίδιο θυμάμαι και τη μαύρη αγελάδα μας που έσερνε το αλέτρι, το βολόσυρο και γεννούσε ένα μοσχάρι το χρόνο. Φεύγοντας πρόσθεσε: Εγώ κάθε βράδυ και πρωί λέγω στην προσευχή μου: τα παιδιά, τα εγγόνια μου και όλης της χώρας μας να μην γνωρίσουν παρόμοια βιώματα κατά την πορεία της ζωής τους.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός