Με πάνδημη συμμετοχή τελέστηκε χθες η κηδεία της Ελένης Ευαγγελίας Χαλκιαδάκη (Μπούμπα), μητέρας του εκδότη των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Μανώλη Χαλκιαδάκη, που έφυγε από τη ζωή το βράδυ του Σαββάτου σε ηλικία 85 ετών.
Η κηδεία τελέστηκε στον Ιερό Ναό των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, ιερουργούντος του γενικού αρχιερατικού επιτρόπου π. Νικολάου Νικηφόρου συμπαραστατουμένου από το σεβαστό ιερατείο της ενορίας, ενώ η ταφή έγινε στον οικογενειακό τάφο Χατζηγρηγόρη στο νεκροταφείο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ρεθύμνου.
Στην εξόδιο ακολουθία παρέστησαν ο περιφερειάρχης Σταύρος Αρναουτάκης, η αντιπεριφερειάρχης Μαρία Λιονή, ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γιώργος Μαρινάκης, εκπρόσωποι αρχών. Εκατοντάδες ήταν οι Ρεθεμνιώτες που παραβρέθηκαν και συλλυπήθηκαν την οικογένεια της λέγοντας το τελευταίο αντίο στην πάντα γλυκιά και χαμογελαστή Μπούμπα, μια προσωπικότητα ιδιαίτερα αγαπητή στην τοπική κοινωνία. Τα συναισθήματα τους, η αγάπη που έτρεφαν στο πρόσωπο της αποτυπώθηκαν εξ άλλου και στο βιβλίο συλλυπητηρίων.
Στεφάνια έστειλαν ο Βαρδής και η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, η βουλευτής Α’ Αθηνών Όλγα Κεφαλογιάννη και η μητέρα της Ελένη, ο πρόεδρος και το Δ.Σ. Συνεταιριστικής Τράπεζας Χανίων, ενώ ο πρόεδρος της Grecotel Νίκος Δασκαλάντωνάκης αντί στεφάνου στη μνήμη της πρόσφερε ποσόν 5.000 ευρώ στην τοπική εκκλησία για τις ανάγκες του Φιλόπτωχου Ταμείου.
Ο π. Νικηφόρος λέγοντας λίγα λόγια παρηγοριάς στην οικογένεια της εκλιπούσης αναφέρθηκε στην καλοσύνη, το χαμόγελο και την αγάπη που χάριζε σε όλους, λέγοντας πως έτσι θα τη θυμόμαστε πάντα. Ενώ μετέφερε και τα συλλυπητήρια του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Ευγενίου, που δεν κατάφερε να παραστεί λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων.
Με πόνο βαθύ αποχαιρέτησαν τη μητέρα τους ο Μανώλης, η Άβα, η Αγγελική. Τα τέσσερα εγγόνια της Μπούμπας, ο Νικόλας, η Έλενα, η Έλλη και η Κατερίνα ήταν απαρηγόρητα για την απώλεια της αγαπημένης τους γιαγιάς που η αγκαλιά της ήταν το απάγκιο λιμάνι τους.
Ήταν συγκινητικός ο αποχαιρετισμός και του γιου και των εγγονών της, που έκλεισαν το τελευταίο αντίο, με λόγια καρδιάς.
Ο Μανώλης Χαλκιαδάκης αποχαιρέτησε τη μητέρα του λέγοντας:
«Κι όμως, το αποφάσισε να φύγει, έτσι Σαββατιάτικα, αρχές του Οκτώβρη από τη ζωή…
Να πάει σε μέρη πιο ήσυχα και πιο γαλήνια, να ξεκουραστεί.
Να συναντήσει τους αγαπημένους της. Να γαληνέψει η ψυχή της. Να βρει αγάπη, τέτοια που και η ίδια ήξερε τόσο καλά να δίνει.
Να πάει εκεί, στην άλλη διάσταση, που ο χρόνος και ο τόπος δεν έχουν σημασία. Εκεί, που λένε, πως δεν υπάρχει ούτε πόνος….
Σήμερα, όμως, δεν είναι εδώ, είναι το σώμα της, αλλά δεν είναι η ίδια.
Είμαστε σήμερα εδώ, παιδιά, εγγόνια, συγγενείς, φίλοι, για να αποχαιρετήσουμε έναν άνθρωπο που με τη στάση ζωής του μας δίδαξε καλοσύνη, ευγένεια, ήθος.
Η Μπούμπα, όπως όλοι την ήξεραν και τη φώναζαν, η αγαπημένη μας μητέρα και γιαγιά, έδινε απλόχερα σε όποιον της ζητούσε τη βοήθειά της και ήταν έτοιμη να συνδράμει, με όποιον τρόπο μπορούσε, οποιονδήποτε είχε ανάγκη. Γιατί η Μπούμπα ήταν πέρα και πάνω απ’ όλα άνθρωπος της προσφοράς. Αυτό νοηματοδοτούσε τη ζωή της.
Σήμερα πονάμε πολύ, πονάμε γιατί, όσο και αν ξέραμε, ότι τα προβλήματα υγείας που την ταλαιπωρούσαν χρόνια είχαν δημιουργήσει ένα πολύ εύθραυστο οργανισμό, χάσαμε έναν πολύ αγαπημένο μας άνθρωπο. Τον δικό μας άνθρωπο. Την τεράστια αγκαλιά της και το πλατύ χαμόγελό της.
Πρόλαβε, ευτυχώς, στη διάρκεια του βίου της να γευτεί την αγάπη και τη φροντίδα των τεσσάρων εγγονιών της. Της Κατερίνας, της Έλλης, του Νικόλα και της Έλενας, να βιώσει τις χαρές του μεγαλώματος των παιδιών της, να χαρεί τις σχέσεις της με τα αδέρφια της και τους συγγενείς της, να δώσει και να εισπράξει απλόχερα την αγάπη, το ενδιαφέρον και την αναγνώριση ανθρώπων ενός κόσμου που τόσο τη νοιάζονταν και τους νοιαζόταν και εκείνη.
Όμως δεν υποκρίνομαι. Η απώλεια της μάνας πονάει, ο θάνατος ο ίδιος πονάει και ο πόνος είναι βαθύς.
Θα μου λείψεις, θα λείψεις απ όλους μας.
Καλό σου ταξίδι. Μας έδωσες πολλά, περισσότερα απ’ όσα μπορούσες να φανταστείς στη ζωή σου. Ελπίζω στα ταξίδια που θα κάνεις να νιώθεις όμορφα και γαλήνια…».
* * *
Λόγια καρδιάς από την εγγονή της Μπούμπας, κόρη της Άβας, Έλλη Στούρνα, για στερνό αντίο στη γιαγιά, ευχαριστώντας την για όσα έκανε για όλα τα εγγόνια της:
«Κανείς δεν είναι ποτέ έτοιμος να αποχαιρετίσει έναν άνθρωπο τόσο γεμάτο με ζωή. Κανείς δεν είναι έτοιμος να σου πει αντίο.
Γιατί κανείς μας δεν μπορεί να φανταστεί πως θα είναι ένας κόσμος χωρίς εσένα. Ένας κόσμος χωρίς το γέλιο σου, χωρίς την αγκαλιά σου, χωρίς τη θετική σου ενέργεια.
Εσύ έλεγες συνέχεια και περηφανευόσουν ότι σ’ αγαπάει πολύς κόσμος και αυτή είναι η μεγαλύτερη αλήθεια. Αυτό όμως που δεν ξέρω αν είχες καταλάβει είναι ότι όσοι άνθρωποι σε αγαπάμε, σε αγαπάμε πραγματικά με όλη μας την ψυχή, όπως ακριβώς μας έμαθες εσύ να κάνουμε.
Από την πρώτη στιγμή που έμαθα πως δεν θα σε ξαναδώ ένιωσα ένα απίστευτο βάρος στο στήθος μου. Και ενώ ο πόνος είναι τόσο αφόρητα μεγάλος, παράλληλα μέσα μου έχω γεμίσει με ευγνωμοσύνη. Τόση πολλή ευγνωμοσύνη που είναι ίσως ικανή να υπερνικήσει ακόμα και τον πόνο. Ευγνωμοσύνη που σε είχαμε στις ζωές μας όλα αυτά τα χρόνια, ευγνωμοσύνη για όλα αυτά που μας έμαθες. Ευγνωμοσύνη που είχαμε αυτή την τόσο αληθινή και ουσιαστική σχέση μαζί σου, ευγνωμοσύνη για όλα μας τα γέλια, τα παιχνίδια, την τρυφερότητα, τη ζεστασιά. Για τις πραγματικές σχέσεις που μας έμαθες να χτίζουμε, μακριά από τυπικότητες και ψέματα.
Σ’ ευχαριστώ που ήσουν πάντα δίπλα μας ενεργά, που ήσουν η δεύτερη μαμά μου και που μου έμαθες πως είναι η πραγματική αγάπη.
Σ’ ευχαριστώ που στάθηκες για τόσα χρόνια πρότυπο για εμένα στο πως να αντιμετωπίζω με χιούμορ τις δυσκολίες, πώς να φροντίζω όσους αγαπώ και να δέχομαι τη φροντίδα τους, πώς να απολαμβάνω την κάθε στιγμή και να βρίσκω πάντα ένα κίνητρο για ζωή.
Μέσα σε μια στιγμή γίναμε όλοι μας ξαφνικά πολύ πιο φτωχοί χωρίς εσένα. Να ξέρεις, όμως, ότι στην πραγματικότητα μας έχεις κάνει τόσο μα τόσο πλούσιους όλα αυτά τα χρόνια, που έχουμε ακόμα να πάρουμε πάρα πολλά, κι ας μην είσαι πια με τον ίδιο τρόπο ανάμεσα μας
Σε ευχαριστούμε για όλα όσα ήσουν και έκανες. Και σ’ αγαπάμε πάντα, μέχρι εκεί που φτάνει η αγάπη».
* * *
Με δάκρυα αποχαιρέτησε ο Νικόλας Χαλκιαδάκης τη γιαγιά του. Με ραγισμένη φωνή της ψιθύρισε πόσο θα του λείψει:
«Στην ψυχιατρική υπάρχουν τα πέντε στάδια του πένθους. Εγώ βρίσκομαι ακόμα στο πρώτο, την άρνηση. Ακολουθούν ο θυμός, η διαπραγμάτευση, η κατάθλιψη και τέλος η αποδοχή. Δεν ξέρω πόσο καιρό θα πάρει αυτό το ταξίδι αλλά σίγουρα δεν θα είναι εύκολο.
Η Μπούμπα, λοιπόν, το Μπουμπί ή βασιλομήτωρ, όπως χαϊδευτικά τη λέγαμε στην οικογένεια, έφυγε από τη ζωή το Σάββατο το βράδυ.
Η γιαγιά μου ήταν (και με τρελαίνει που λέω ήταν και όχι είναι) ο πιο χαμογελαστός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στα 23 μου χρόνια στη γη. Χαμογελούσε και γελούσε συνέχεια, σαν παιδί. Ακόμα και σε καταστάσεις που μόνο για γέλια δεν ήταν.
Η Μπούμπα είχε απίστευτη όρεξη για ζωή, ακόμα και στα 85 της. Είχε ξεγελάσει τον θάνατο πολλές φορές. Τόσες πολλές που κάναμε πλάκα με αυτό λέγοντας της «Άντε Μπουμπί, τη γλίτωσες πάλι». Και εκείνη γέλαγε κακαριστά.
Ήμουν και ήμασταν τυχεροί που έζησε αρκετά για να δει τα παιδιά της να μεγαλώνουν, να κάνουν δικά τους παιδιά και να μεγαλώνουν και αυτά. Και όχι απλά να μεγαλώνουν κάπου αλλά να είναι δίπλα της, με όλη την αγάπη, τον σεβασμό και θαυμασμό που ήταν και εκείνη. Και ακόμα κι όταν οι γεωγραφικές συνθήκες δεν το επέτρεπαν είχαμε φτιάξει μια ομαδική οικογενειακή συνομιλία στην οποία σχεδόν καθημερινά λέγαμε τα νέα μας και στέλναμε φωτογραφίες. Ναι, ακόμα και η Μπούμπα έμαθε να χρησιμοποιεί tablet και viber στα 80 φεύγα της!
Ήταν μια σταθερά στη ζωή μου και στις ζωές όλων μας και θα αφήσει ένα κενό που δεν ξέρω αν μπορεί να καλυφθεί… ή αν θέλω να καλυφθεί. Αλλά θα αφήσει και πολλές όμορφες αναμνήσεις και πολλά αστεία βίντεο με τα οποία θα γελάω και θα κλαίω ταυτόχρονα.
Χαίρομαι πολύ ωστόσο γιατί μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε δίπλα της ανθρώπους, συγγενείς και φίλους που τη λάτρευαν και τους λάτρευε.
Θα μου λείψει πολύ. Θα μου λείψει να την ακούω να γελάει. Θα μου λείψει να της χαϊδεύω το χέρι. Θα μου λείψει να της κάνω πλάκες. Θα μου λείψει να με λέει το «καμάρι» της. Θα μου λείψει να με παίρνει τηλέφωνο μετά από κάθε επεισόδιο και να μου λέει πόσο καλός ήμουν ακόμα και όταν δεν ήμουν.
Θα μου λείψει που ήθελε να έχει βαμμένη τη ρίζα για να πάει στον μανάβη ή στον γιατρό. Θα μου λείψουν οι Κυριακές, τα βράδια, όταν ήμουν στο Λύκειο που έμενα σπίτι της και βλέπαμε χαζομάρες στην τηλεόραση και το επόμενο πρωί μου είχε έτοιμο σοκολατούχο γάλα και τοστ για το σχολείο. Θα μου λείψει να την παίρνουμε μαζί μας στις εκδρομές. Θα μου λείψει να τη βλέπω να τρώει τα πάντα, ενώ είχε σχεδόν κάθε ασθένεια γνωστή στον άνθρωπο και να λέει «ε, αφού θα κάνω την ινσουλίνη μετά τι πειράζει;».
Θα μου λείψει. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα ξαναζήσουμε τίποτα από αυτά μαζί.
Διάβασα κάπου ότι η απώλεια είναι το πιο επώδυνο, το πιο φρικτό, το πιο ακραίο και το πιο κοινό που μπορεί να σου συμβεί, παρ’ όλα αυτά, σαν θαύμα η ζωή συνεχίζεται, ο οργανισμός βρίσκει αντίδοτο και προχωράς. Προχωράς κουβαλώντας τους ανθρώπους μέσα σου. Είσαι οι άνθρωποι που έχεις χάσει. Οπότε χαίρομαι που από σήμερα θα είμαι λίγο Μπούμπα.
Καλό ταξίδι γιαγιά μου».
* * *
Έσβησε ακόμα ένα φως στη γειτονιά της μνήμης του παλιού καλού Ρεθύμνου
Πέρασε στην αθανασία και η «Μπούμπα», η Ελένη Ευαγγελία Χαλκιαδάκη, η αρχοντοπούλα που έμαθε να είναι πάντα κοντά στον άνθρωπο, η γυναίκα που έδειξε σε δίσεκτους καιρούς όλο το δυναμισμό και το μεγαλείο που χαρακτηρίζει το φύλο της.
Ήταν κόρη του Ξενοφώντα Χατζηγρηγόρη και εγγονή του Γεωργίου Ιωσήφ Χατζηγρηγοράκη, ο παππούς του οποίου διέπρεψε ως πρακτικός γιατρός και αγωνιστής στην επανάσταση του 1821.
Ο παππούς Γεώργιος Χατζηγρηγοράκης είχε στενή συνεργασία με την Κεντρική Υπέρ των Κρητών Επιτροπή των Αθηνών από το 1877 και είχε εκλεγεί υπολοχαγός της Πανεπιστημιακής Φάλαγγας. Στις πρώτες πολεμικές πράξεις που σημειώθηκαν στις αρχές του 1878 καταλέγεται και ο εξαναγκασμός του τούρκικου στρατού να εγκαταλείψει τα Σφακιά ειρηνικά και να μεταφερθεί με τον οπλισμό του δια θαλάσσης στην Παλαιόχωρα Σελίνου, ο ρόλος του Γεωργίου Χατζηγρηγοράκη υπήρξε πρωταρχικός. Το 1889 εκλέχτηκε με τον Ιωσήφ Μανουσογιαννάκη γενικός αντιπρόσωπος της επαρχίας Σφακίων για την υποστήριξη των δικαίων του τόπου, μετά την κατάργηση της σύμβασης της Χαλέπας, ενώπιον του εκπροσώπου της Πύλης Μαχμούτ Τζελαλδίν Πασά. Στο μεταξύ από το 1882 είχε εγκατασταθεί στο Ρέθυμνο όπου νυμφεύθηκε την Ελένη, θυγατέρα του εμπόρου Μανούσου Μαυραζά ή Μαυρατζάκη υποπροξένου της Ρωσίας στην πόλη μας.
Διετέλεσε διερμηνέας του ρωσικού υποπροξενείου από το 1885 μέχρι το 1891, οπότε πέθανε ο πεθερός του και τον διαδέχτηκε στη θέση του υποπρόξενου, θέση την οποία διατήρησε μέχρι την πτώση του τσαρικού καθεστώτος.
Με την ιδιότητα του διερμηνέα του ρωσικού υποπροξενείου προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στο Ρέθυμνο. Έφθανε λένε κάποιος κυνηγημένος να ακουμπήσει μόνο στο χερούλι της πόρτας του και δεν τολμούσε να τον πειράξει κανένας. Εύρισκε αυτόματα άσυλο.
Έτσι η Μπούμπα μεγάλωνε σε περιβάλλον που σίγουρα της επέτρεπε να αισθάνεται προνομιούχα και να συμπεριφέρεται αναλόγως, σύμφωνα με τους κώδικες συμπεριφοράς που είχαν καθιερώσει τα μεγάλα «τζάκια» του Ρεθύμνου.
Εκείνη όμως από το σχολείο έδειχνε τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της, την αγάπη στον άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, πολιτικής τοποθέτησης. Ηγείτο στις ομάδες αλλά όχι σαν κόρη του Χατζηγρηγόρη αλλά σαν η «Μπούμπα» με τη δική της προσωπικότητα, η κοπέλα που ακτινοβολούσε καλοσύνη και χαρά της ζωής, η πανέμορφη Ρεθεμνιωτοπούλα που ξόρκιζε τη μιζέρια της ψυχής με το απαράμιλλο χιούμορ της.
Σε καλές εποχές έμοιαζε με ένα αθώο γεμάτο ενέργεια παιδί, όπως απέδειξε και με τις διακρίσεις της στον αθλητισμό. Οι συμμαθητές της στο σχολείο έχουν να θυμηθούν πολλές στιγμές που εκείνη αυτοσχεδίαζε για τους προσφέρει γέλιο και ξεγνοιασιά, χωρίς ποτέ να προδώσει της αρχές και το ήθος της. Ήξερε να βάζει όρια και στους άλλους και στον εαυτό της. Γι’ αυτό ήταν και το φωτεινό παράδειγμα πολλών γονέων όταν μιλούσαν στα παιδιά τους για τα όρια της ευπρέπειας.
Σε σκληρούς καιρούς φάνηκε η γυναίκα της θυσίας και της προσφοράς, χωρίς ποτέ να εμπλακεί σε θέματα πολιτικά και ό,τι άλλο μπορεί να διχάσει τους ανθρώπους. Επιβεβαίωνε στην πράξη τη ρήση «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες» όποιος κι αν την είπε τελικά, αφού πρόσφατα αμφισβητείται ο Βολταίρος που πιστεύαμε μέχρι πρότινος πως ήταν δική του ρήση.
Ο γάμος της με τον Γιάννη Χαλκιαδάκη της έδωσε την ευκαιρία να αναδείξει την άλλη πλευρά του χαρακτήρα της. Έγινε η ιδανική σύζυγος και μητέρα. Αφοσιώθηκε στην οικογένειά της αν και θα μπορούσε να εξαντλήσει την ιεραρχία στο δημόσιο, όπου υπηρέτησε για ένα διάστημα και μάλιστα με επιτυχία.
Κι ήρθε η στιγμή των διώξεων του συζύγου για τις δημοκρατικές του αρχές. Η Μπούμπα στάθηκε γενναία στο μετερίζι που της έταξε η ζωή, δίνοντας πάντα προτεραιότητα στην αξιοπρέπεια που ήταν η μεγαλύτερη αξία στην οποία δεν έπαψε να πιστεύει.
Δεν δίστασε να αναλάβει εκείνη το βιβλιοπωλείο όταν εκείνος ήταν πολιτικός κρατούμενος στη φυλακή. Ήταν πάντα με το κεφάλι ψηλά και ουδέποτε πίστωσε σε κανένα την όλη της προσφορά.
Ο χρόνος δικαίωσε την κάθε της προσπάθεια. Τα παιδιά της, η Άβα και ο Μανόλης, στα οποία μετέδωσε τις αξίες της και τα πιστεύω της για τον άνθρωπο, ανταπέδωσαν στο έπακρο με την αγάπη και τη φροντίδα τους όσα πήραν κι όσα έζησαν κοντά της.
Με την αναχώρηση της «Μπούμπας» έσβησε ακόμα ένα φως στη γειτονιά της μνήμης του παλιού καλού Ρεθύμνου, αλλά προστέθηκε ένας φάρος στα σκοτεινά μονοπάτια των αναζητήσεων του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι ο βίος και η πολιτεία της Ελένης – Ευαγγελίας Χαλκιαδάκη που έμεινε το ζωντανό παράδειγμα της αρχοντοπούλας που κράτησε την αρχοντιά μόνο στην καρδιά και στα αισθήματα μοιράζοντάς τα με απλοχεριά, χωρίς να διεκδικεί ποτέ και από κανένα ανταπόδοση.
Εύα Λαδιά
* * *
Κοινός παρανομαστής: Αγάπη…
«Όχι… Δεν θα κλάψω ή τουλάχιστον θα προσπαθήσω»…. μονολογούσα στον εαυτό μου θέλοντας να τον πείσω ότι θα καταφέρει να μην συγκινηθεί στην εξόδιο ακολουθία της πολυαγαπημένης μας Ελένης Χαλκιαδάκη (Μπούμπας). Όχι! Δεν της αρμόζουν δάκρυα, δεν της αρμόζουν λύπες. Το ξέρω καλά ότι ούτε η ίδια θα το ήθελε να μας βλέπει όλους να θρηνούμε. Λένε εξ άλλου ότι καμία ψυχή δε θέλει να την πνίγουν τα ανθρώπινα δάκρυα. Όμως το γήινο κομμάτι μας εγείρεται … αντιδράει… πονά και ψάχνει διέξοδο.
Είναι αλήθεια ότι κάποιες φορές οι λέξεις αποδεικνύονται εξαιρετικά φτωχές για να περιγράψουν το μεγαλείο ψυχής ενός ανθρώπου με (Α). Ένας τέτοιος άνθρωπος λοιπόν «είναι» η «Μπούμπα» μας ή η «Μπουμπίτσα» μου, όπως συνήθιζα να την αποκαλώ. Και γράφω «είναι» και όχι «ήταν» γιατί αδυνατώ ακόμη να συνηθίσω στην ιδέα ότι αυτή η υπέροχη ψυχή δεν είναι πια κοντά μας, τουλάχιστον ως προς τη βιολογία της.
Τα συναισθήματα με κατακλύζουν… πασχίζω να τα εκτονώσω στην οθόνη του υπολογιστή μου. Ανάβω κεράκι… θυμιάζω και βάζω απαλή ενεργειακή μουσική μήπως καταλαγιάσουν και με αφήσουν να τα εκφράσω. Την «βλέπω» να μου χαμογελάει περιπαικτικά με εκείνο το φωτεινό γεμάτο αγάπη χαμόγελό της.
Εάν κάποιος θελήσει να οριοθετήσει λεκτικά την στάση ζωής της, τότε θα πρέπει να την τοποθετήσει πλάι στις έννοιες: «Αγάπη για ζωή», «Αγάπη σε δράση», «Χαρά», «Ενσυναίσθηση», «Προσφορά», «Νοιάξιμο», «Αθωότητα», «Θηλυκότητα», «Ανθρωπιά», «Γενναιοδωρία». Ω! Ναι! Μπορώ να βρω και άλλα….
Θαμπώνουν τα γυαλιά … δυσκολεύονται ακόμα οι λέξεις να ξεχυθούν. Τα συναισθήματα χορεύουν… αναμνήσεις, αισθήσεις, λύπες, χαρές, γέλια, κλάματα, φροντίδα, τηλέφωνα μα πάνω απ’ όλα νοιάξιμο… νοιάξιμο… νοιάξιμο… αγάπη… αγάπη …αγάπη. Βλέπεις είχα την τύχη να συγκατοικήσω κάποιο καιρό μαζί της έχοντας την ευκαιρία να τη γνωρίσω καλύτερα… να νιώσω την αύρα τη δική της και της φιλόξενης κατοικίας της.
Τολμώ να πω ότι η «Μπούμπα» μας υπήρξε μια δεύτερη μητέρα… μια δεύτερη γιαγιά… για πολύ κόσμο. Συγχρόνως δε, μπορούσε να γίνεται φίλη, αρωγός μα και παιδί ανάλογα τις περιστάσεις. Κοινός παρανομαστής σε όλα τα παραπάνω παντού και πάντοτε ήταν η «Αγάπη».
Παρά τα όποια σοβαρά προβλήματα υγείας, παρά τις όποιες προσωπικές δυσκολίες στο διάβα της ζωής της, δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Έβρισκε πάντοτε την ίδια παιχνιδιάρικη διάθεση, τη χαρά εκείνη που υμνεί τη ζωή και τον άνθρωπο.
Σκέφτομαι πόσο δύσκολο θα είναι για τους οικείους της να ξεπεράσουν το χαμό μιας τέτοιας γενναιόδωρης ψυχής. Για τα αγαπημένα της τέκνα μα και τα λατρεμένα εγγόνια της που έκαναν όλο το εκκλησίασμα να συγκινηθεί με τα λόγια ψυχής που με δυσκολία απηύθυναν στον ύστατο χαιρετισμό.
Πάντοτε ήταν δύσκολο για εμένα αλλά και για πολύ κόσμο θεωρώ, να συνηθίσει στην απώλεια ενός ανθρώπου με πολύ έντονη ενέργεια. Πόσο μάλλον όταν συνοδεύεται από πολύ εσωτερικό αλλά και εξωτερικό φως η ενέργεια αυτή.
Παρηγορούμαι στην ιδέα ότι όλο αυτό το φώς παραμένει στις καρδιές μας. Έχει καταγραφεί στην αύρα μας γιατί η ψυχή μας θυμάται… αναγνωρίζει και αποδίδει τις πρέπουσες τιμές στα φωτεινά αυτά πλάσματα που διόλου τυχαία δεν βρέθηκαν στον πλανήτη αυτό. Όταν σπέρνεις αγάπη… θερίζεις αγάπη. Μπορεί όχι πάντα από την ίδια πηγή αλλά είναι βέβαιο ότι θα την λάβεις στο πολλαπλάσιο. Και η «Μπούμπα» μας την έλαβε απλόχερα… αν όχι από όπου ίσως η ίδια περίμενε, αλλά την έλαβε. Και ξέρω καλά ότι άφησε υπέροχη φωτεινή παρακαταθήκη πίσω της. Στα άξια τέκνα της και τα γεμάτα ευαισθησία εγγόνια της. Είμαι σίγουρη ότι θα συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε σε όλη την γήινη ζωή της και από την άλλη διάσταση που θα βρίσκεται. Θα είναι πλέον για όλη την οικογένεια, ο πιο πολύτιμος φύλακας Άγγελος και προστάτης.
Πρώτο βράδυ χωρίς την γήινη παρουσία σου… μα αισθάνομαι ότι είσαι εδώ μαζί μας. Δεν έφυγες λεπτό. Θέλεις ακόμα να μας παρηγορήσεις, να βεβαιωθείς ότι όλα είναι όπως πρέπει, να μας πείσεις ότι θα είναι όλα υπέροχα εκεί που θα οδεύσεις… γιατί απλά είναι το Φως εκείνο που σε καλεί… Κι εσύ το γνωρίζεις καλά αυτό το Φως… γιατί ήσουν η ίδια Φως…
Όχι δε θα σε αποχαιρετήσω «Μπουμπίτσα» μου… μα θα σου πω «καλή μας αντάμωση» στις φωτεινές εκείνες σφαίρες που θα συναντηθούν και πάλι οι ψυχές μας… όταν έρθει εκείνη η ώρα.
Συγγνώμη που δεν σε πήρα πίσω στο τηλέφωνο όταν με κάλεσες και δεν το πρόλαβα…
Συγγνώμη για τον χρόνο που δεν κατάφερνα να βρω τον τελευταίο καιρό και να σε επισκεφθώ.
Συγγνώμη που δεν κατάφερα να μην κλάψω…
Μαριάννα, 11/10/2021