Τις επιρροές της ρωμαϊκής εποχής στην Κρήτη, την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, όπως αυτές καταγράφονται μέσα από τις καλλιτεχνικές δημιουργίες, δηλαδή έργα γλυπτικής, ανάγλυφα ή ολόγλυφα, δημόσια ή ιδιωτικά, μέσα σε ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα επτά αιώνων και συγκεκριμένα από το 2ο π.Χ. μέχρι τον 5ο μ.Χ. συζητούν έμπειροι και εξειδικευμένοι αρχαιολόγοι στο Διεθνές Συνέδριο που ξεκίνησε χθες και θα ολοκληρωθεί την Κυριακή στο Σπίτι του Πολιτισμού στο Ρέθυμνο.
Το συνέδριο έχει θέμα τη ρωμαϊκή γλυπτική στην Ελλάδα και τίτλο «Γλυπτική και κοινωνία στη ρωμαϊκή Ελλάδα: καλλιτεχνικά προϊόντα, κοινωνικές προβολές».
Στόχος του συνεδρίου είναι η μελέτη των μνημείων της γλυπτικής στην Ελλάδα από την αρχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας (2ος αι. π.Χ.) έως την ύστερη αρχαιότητα (5ος αι. μ.Χ.) σε όλο το γεωγραφικό εύρος του σύγχρονου ελλαδικού χώρου. Επιδίωξη είναι να αναδειχθούν δύο κυρίως μεγάλα ζητήματα:
1. Το ζήτημα των εργαστηρίων ανά τον ελληνικό χώρο και της πλούσιας καλλιτεχνικής παραγωγής τους.
2. Το ζήτημα του κοινωνικού ρόλου και της λειτουργίας των έργων γλυπτικής στο πλαίσιο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου της εποχής.
Ο καθηγητής αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου Κρήτης Νίκος Σταμπολίδης, που ήταν στο προεδρείο της χθεσινής πρώτης συνεδρίας μίλησε για ένα πολύ σημαντικό συνέδριο, που ασχολείται με ένα θέμα που αφορά την επέμβαση της Ρώμης στην Ανατολική Μεσόγειο, άρα και στην Ελλάδα και την Μικρά Ασία ήδη από το 2ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τον 5ο μ.Χ.
«Μην ξεχνάμε ότι έχουμε την Μακεδονία, την Κόρινθο, την Αχαΐα στο 2ο αιώνα π.Χ., που πέφτουν στα χέρια Ρωμαίων και φυσικά ο Άτταλος ο Γ’ ήδη από τα 133 π.Χ. κληρονομεί το βασίλειό του στους Ρωμαίους για να μην έχει πολέμους κλπ. Επομένως μιλάμε για ένα τεράστιο χρονολογικό φάσμα από τον 2ο προχριστιανικό αιώνα μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα, διότι είναι πραγματικά επτά αιώνες σημαντικοί για το πόσο και πως επηρεάζει η πολιτική της Ρώμης τα ελληνικά και τα ανατολομεσογειακά πράγματα. Αυτό σημαίνει ότι τέτοιου είδους ερωτήματα δεν έχουν τεθεί σε ευρεία επιστημονική βάση -εκτός από βιβλία άρθρα κτλ.- παρά μόνο στο 1ο συνέδριο που έγινε στην Θεσσαλονίκη το 2009. Αυτά τα συνέδρια δίνουν όχι μόνο την εικόνα της καλλιτεχνικής παραγωγής σε ολόκληρη την Ελλάδα, την Μικρασία, στον Ανατολικό Μεσογειακό χώρο και στην Ρώμη αλλά και τις κοινωνίες που παράγουν αυτά τα καλλιτεχνήματα. Το σημαντικό είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το κοσμοόραμα των καλλιτεχνών, αυτών δηλαδή που δουλεύουν αυτά τα μεγάλα έργα της γλυπτικής, είτε είναι ολόγλυφα, είτε είναι ανάγλυφα, είτε είναι δημόσια έργα, είτε είναι ιδιωτικά, έχουν πάντα ένα κομμάτι από την κοινωνία που τα παραγγέλνει, είτε η ίδια η οποία τα βλέπει. Επομένως λοιπόν ο καλλιτέχνης δε δρα ανεξάρτητα από την κοινωνία στην οποία ζει και αυτά μας φέρνουν πάρα πολλές πληροφορίες για όλο αυτό το χρονικό διάστημα από το 2ο π.Χ. μέχρι και 5ο μ.Χ. Μιλούμε δηλαδή για την καλλιτεχνική παραγωγή, για την ποιότητά της, για τα θέματά της και φυσικά όλα τα τμήματα της κοινωνίας που συνδέονται με την γλυπτική. Γιατί αυτό το κομμάτι είτε είναι δημόσιο είτε ιδιωτικό, μας μιλά για την κοινωνία, η οποία τα παρήγαγε» ανέφερε σε σχετικές δηλώσεις του ο καθηγητής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ο κ. Σταμπολίδης έκανε ιδιαίτερη αναφορά για την Κρήτη τονίζοντας ότι η Γόρτυνα είχε καταστεί πρωτεύουσα όχι μόνο της Κρήτης αλλά μέρους της Βόρειας Αφρικής «Ξέρουμε ότι η Κρήτη καταλαμβάνεται από τον Καικίλιο Μέτελο το 67 π.Χ. σε γενικές γραμμές, δηλαδή στα υστεροελληνιστικά χρόνια, λίγο πριν από την πτώση και του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου, που είναι η Αίγυπτος των Πτολεμαίων, η περίφημη Κλεοπάτρα το 31 π.Χ., άρα μια γένια πριν καταλαμβάνεται και η Κρήτη και το σημαντικό είναι ότι αμέσως μετά υπάρχουν οι λεγόμενες αποικίες και τα θέματα τα οποία δημιουργούνται στην οργάνωση του ρωμαϊκού κράτους μετά τον αυτοκράτορα Αύγουστο. Η γλυπτική δημόσια ή ιδιωτική, ολόγλυφη ή ανάγλυφη είναι ένα κομμάτι καλλιτεχνικής παραγωγής, το οποίο αντανακλά τις αλλαγές στις κοινωνίες της Ελλάδας, της Κρήτης και γενικά της ανατολικής Μεσογείου».
Η κυρία Αναστασία Τζιγκουνάκη, διευθύντρια ΚΕ’ ΕΠΚΑ που ήταν επίσης στο προεδρείο της πρώτης πρωινής συνεδρίας, από την πλευρά της τόνισε πως τέτοια συνέδρια είναι τεράστιας σημασίας, διότι συμβάλλουν στην περαιτέρω έρευνα και χαρακτηριστικά τόνισε: «Είναι σημαντικές αυτές οι συναντήσεις με συγκεκριμένες θεματικές, γιατί μας βοηθούν να καταλάβουμε περισσότερο και να δούμε την ερευνητική δουλειά που γίνεται σε εξειδικευμένα θέματα επιμέρους που βοηθούν ευρύτερα. Σαφώς έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αφού έχουμε τη Γόρτυνα σαν κέντρο και όλες αυτές τις επιρροές στην Κρήτη αλλά και σε όλη τη χωρά μελετάμε μέσα από αυτό του συνέδριο».
Η πραγματοποίηση του συνεδρίου, στο οποίο συμμετέχουν τριάντα τρεις Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι γίνεται υπό την αιγίδα και τη χρηματοδότηση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (πρόγραμμα Αριστεία ΙΙ) και του Πανεπιστημίου Κρήτης, τη χορηγία του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών, της Περιφέρειας Κρήτης και του Δήμου Ρεθύμνου, καθώς και την ευγενική υποστήριξη του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου.