Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Είναι πολλά και ενδιαφέροντα αυτά που αναδεικνύονται από την έρευνά μου για την ιστορία του Ρεθεμνιώτικου τουρισμού. Γιατί δεν ήταν πάντα αυτά που βλέπουμε γύρω μας. Κι αν δεν κυριαρχεί η πεποίθηση ότι η ζωή προχωρά και οι καιροί αλλάζουν ή τουλάχιστον πρέπει να αλλάζουν, θα νοσταλγούσαμε εκείνη την παραμυθένια πολιτεία που την …ανακάλυπτες μέσα σε ένα τέταρτο. Επειδή μάλιστα ήταν μετρημένα και τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν, είχες το χρόνο να γνωρίσεις και τους υπέροχους ανθρώπους αυτής της πολιτείας, αφού δεν ένιωθες την ανάγκη να πεταχτείς με το αυτοκίνητο ακόμα και στο …περίπτερο.
Από τους διάφορους περιηγητές λοιπόν θα πρέπει να υπολογίζουμε τη χαραυγή του τουρισμού στην πόλη μας και στο νομό ευρύτερα. Το κέρδος φυσικά που μας άφησε αυτή η μορφή τουρισμού ήταν κυρίως πνευματικό. Από τους περιηγητές φωτίστηκαν διάφορες σελίδες της τοπικής ιστορίας. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.
Γιατί μπορούμε να έχουμε έτσι μια εικόνα του τόπου μας αρκετούς αιώνες πίσω.
Ένας Γερμανός κρητικολάτρης
Στην πορεία της έρευνας ακούσαμε και χαριτωμένες ιστορίες. Αυτή πάντως που ξεχωρίσαμε ήταν η περίπτωση ενός Κρητικολάτρη που μας έκανε γνωστή ο κ. Μπάμπης Πραματευτάκης. Ήταν στη φάση που μας έδινε τα μουσικά κομμάτια που θα ντύσουν το επίκαιρο σε λίγες μέρες ντοκιμαντέρ μας. Και τότε θυμήθηκε τον Τζον Κοχ.
Όπως ήταν φυσικό μάς κέντρισε το ενδιαφέρον. Και τον παρακαλέσαμε να ξεδιπλώσει το κουβάρι των αναμνήσεων από την άκρη. Μάλλον το ήθελε και ο μεγάλος μας συνθέτης αυτό το συναπάντημα της μνήμης, γιατί αρκετές φορές στη διάρκεια της αφήγησης έδειχνε μια βαθιά συγκίνηση.
Εργαζόταν τότε στη ραδιοφωνία της Βαυαρίας υπεύθυνος του ελληνικού προγράμματος πλάι στον Παύλο Μπακογιάννη. Ήταν στη λήξη της δεκαετίας του 1960 όταν τον επισκέφθηκε ένας κύριος ψηλός αδύνατος, χωρίς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Γερμανών. Πριν ακόμα συστηθεί ο κ. Πραματευτάκης παρασύρθηκε ακούγοντας τον άλλο να του απευθύνεται σε ατόφιο κρητικό ιδίωμα και παθιασμένος με τον τόπο του καθώς είναι κόντεψε να τον αγκαλιάσει από ενθουσιασμό. Φανταστείτε την έκπληξή του όταν ο επισκέπτης του συστήθηκε.
– Ονομάζομαι Τζον Κοχ και λατρεύω τον τόπο σας. Μάλιστα τον έχω επισκεφθεί αρκετές φορές από την αρχή του αιώνα. Γι’ αυτό και μιλώ στο ιδίωμά σας.
Μια γνωριμία γεμάτη συγκινήσεις
Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία του Μπάμπη Πραματευτάκη με τον Γερμανό λάτρη του Ρεθύμνου. Κι είχε πολλά ν’ ακούσει, αφού ο Κοχ είχε επισκεφθεί τον τόπο μας αρκετές φορές.
Όπως του είπε στην αρχή του αιώνα η συγκοινωνία γινόταν στην καλύτερη περίπτωση με γαϊδουράκια επειδή δρόμοι δεν υπήρχαν. Κι ο Γερμανός ήθελε να ζήσει από κοντά τη ζωή της υπαίθρου. Από όπου περνούσε τον ενθουσίαζε η ζεστασιά των ανθρώπων και η φιλοξενία τους. Εντυπωσιακή ήταν επίσης η δομή της οικογένειας και της τοπικής κοινωνίας.
Οι άνθρωποι ήταν κυρίως του μόχθου. Ελάχιστοι είχαν έστω και στοιχειώδη παιδεία. Αρκούσε όμως να τους μιλήσεις στη γλώσσα τους για να σου ανοίξουν το σπίτι τους.
Οι δικαιολογημένες ανασφάλειες μιας εποχής που μόλις η Κρήτη σήκωνε κεφάλι μετά από σκλαβιά αιώνων.
Ένας γαμπρός αλλιώτικος
Αυτό επίσης που εντυπωσίασε πολύ τον Κοχ ήταν η δύναμη και το σφρίγος των ανδρών που έδειχναν να μην έχουν ηλικία.
Κάποτε συγκεκριμένα μπαίνοντας σε ένα χωριό είδε μια κίνηση περίεργη για τα δεδομένα της εποχής. Ο ήχος της λύρας έδειχνε πως γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Πανευτυχής για την ωραία αυτή σύμπτωση σίμωσε μια παρέα και τους καλημέρισε. Εκείνοι τον καλοδέχτηκαν νομίζοντας ότι είναι καλεσμένος. Δεν άργησε ο ξένος να καταλάβει ότι γινόταν γάμος. Η νύφη ήταν μια χαριτωμένη μικρή σε ηλικία κοπέλα που καθόταν με συστολή σε μια μεριά περιστοιχιζόμενη από άλλες νεαρές κοπέλες.
Ο Τζον αφού ήπιε στην υγειά των νεονύμφων και απόλαυσε τους πρώτους μεζέδες αισθάνθηκε την ανάγκη να ευχηθεί στον γαμπρό. Έριξε ολόγυρα το βλέμμα και στον μεγάλο πλάτανο, από κάτω, είδε μια ομάδα ντελικανήδων να μιλάνε με ένα σεβάσμιο γέροντα που τον χαρακτήριζε μια επιβλητική άσπρη γενειάδα.
Για να μην κάνει λάθος στράφηκε σε ένα διπλανό του και τον παρακάλεσε να του υποδείξει ποιος από τους νεαρούς που είχε επισημάνει να φέρουν πιο εντυπωσιακές φορεσιές ήταν ο γαμπρός.
– Μα που βλέπεις; του απάντησε γελώντας ο ντόπιος. Κανένας από τους νέους αυτούς δεν είναι ο γαμπρός.
Και δείχνοντάς του τον γέροντα του είπε με καμάρι
-Τούτος σες ο λεβεντόγερος είναι ο γαμπρός.
Κόκκαλο ο Γερμανός από την έκπληξη κι ας έδειχνε τόσο κοτσονάτος ο γέροντας.
Λύσεις στο λεπτό
Ήταν και κάτι άλλο που έκανε τον Γερμανό να απορήσει με τη ράτσα των Κρητικών. Η άνεσή τους να βρίσκουν λύσεις σε κάθε πρόβλημα.
Μια μέρα θέλησε να μπει σε ένα από τα παραδοσιακά καφενεία ενός χωριού. Κουβέντα στη κουβέντα, ποτήρι στο ποτήρι πέρασε η ώρα.
Ο Γερμανός έδειχνε βαθιά προβληματισμένος έτσι που ο καφετζής ενώ του ετοίμαζε το δείπνο του δεν άντεξε στον πειρασμό να μάθει τι τον απασχολούσε.
– Να σκέπτομαι που θα περάσω τη νύχτα απάντησε ο ξένος.
– Γι’ αυτό σκας; του είπε ο έξω καρδιά καφετζής. Κάτι θα βρούμε να σε βολέψουμε.
Ο Τζον έδειξε να ηρέμησε από την αγωνία της διανυκτέρευσης και απολάμβανε πια ήσυχα το δείπνο που ήταν και πεντανόστιμο. Όταν έφυγε και ο τελευταίος πελάτης ο Γερμανός περίμενε πως θα τον καλέσει ο καφετζής να περάσουν στο σπίτι του.
Αντίθετα εκείνος πήρε τέσσερις καρέκλες τις τοποθέτησε απέναντι σε ζευγάρια και μετά σήκωσε από τους μεντεσέδες την εσωτερική πόρτα και την έβγαλε. Την τοποθέτησε με προσοχή πάνω από τις καρέκλες, και την έστρωσε με κουρελούδες που έφερε από ένα μπαούλο.
– Άντε καλή νύχτα είπε στον έκπληκτο Γερμανό. Ξεκουράσου. Δεν θα ενοχλήσει κανένας.
«Και να φανταστείτε κ. Πραματευτάκη είχε καταλήξει αφηγούμενος το περιστατικό στον συμπολίτη συνθέτη ο φίλος μας, ότι εκείνο το βράδυ έκανα έναν από τους καλύτερους ύπνους της ζωής μου.
Ο Τζον Κοχ έκανε πολλές ακόμα επισκέψεις στον κ. Πραματευτάκη για να έχει κάποιον να μιλά και να ακούει για το Ρέθυμνο και την Κρήτη ιδιαίτερα.
Μια πρωτόγνωρη συγκίνηση
Ένα πρωί έδειχνε ιδιαίτερα συγκινημένος.
– Ξέρετε κ. Πραματευτάκη, αισθάνομαι σήμερα πολύ ευτυχισμένος. Έλαβα τη μεγαλύτερη τιμή που φανταζόμουν.
Σταμάτησε λίγο για να συνέλθει από τη συγκίνηση και πρόσθεσε:
– Μόλις μου ανακοίνωσαν ότι έγινα επίτιμο μέλος της Παγκρητίου Ενώσεως Αθηνών. Αν ξέρατε τι σημαίνει αυτό για μένα.
Αλλά η συγκινητικότερη σκηνή διαδραματίστηκε λίγο πριν ο κ. Πραματευτάκης επιστρέψει στην Ελλάδα. Αρχές της δεκαετίας του 70.
Αυτή τη φορά ο Τζον Κοχ τον αποχαιρέτησε με θέρμη περίεργη για την ιδιοσυγκρασία Γερμανού. Και μέσα σε λυγμούς του είπε:
– Χαιρετισμούς στον τόπο σας. Και θα σας εκμυστηρευθώ κάτι. Άφησα στη διαθήκη μου σαν τελευταία επιθυμία να ταφώ στα ιερά χώματα του νησιού σας.
Αυτός ήταν ο Κρητικολάτρης Τζον Κοχ, από τους πρώτους τουρίστες του Ρεθύμνου που είχε μάθει να μιλά και στο τοπικό μας ιδίωμα.
Κατά μια ευτυχή σύμπτωση ο κ. Πραματευτάκης είχε στενή φιλία με έναν ακόμα λάτρη του Ρεθύμνου και από τους πρώτους τουρίστες επίσης, πριν ακόμα αναπτυχθεί τουρισμός στον τόπο μας. Ήταν ο επιφανής πιανίστας Ερνέστος Μπουργκερ για τον οποίο θα μιλήσουμε μια άλλη φορά.