Την απαλλαγή του κατηγορουμένου Γερμανού καθηγητή ιστορίας Χάιτνς Ρίχτερ για το αδίκημα της «άρνησης εγκλημάτων πολέμου του ναζισμού, τα οποία στρέφονται κατά του κρητικού λαού» πρότεινε χθες ο εισαγγελέας της έδρας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου Ιωακείμ Κασσωτάκης, καθώς, όπως ανέφερε στην αγόρευση του, προέκυψαν αμφιβολίες ως προς τον δόλο του κατηγορουμένου και ως προς το στοιχείο της επιδοκιμασίας.
Η αυλαία της δίκης Ρίχτερ, η οποία έχει χαρακτηριστεί ιστορική, θα πέσει την Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου θα απαγγείλει την απόφαση, όπως ανακοινώθηκε χθες.
Σε ότι αφορά την εισαγγελική πρόταση, ο κ. Κασσωτάκης κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του έκανε εκτενή αναφορά στα όσα ακούστηκαν στην ακροαματική διαδικασία αλλά και στα όσα περιλαμβάνονται στο βιβλίο του κατηγορουμένου και ειδικότερα αυτά που αφορούν το κατηγορητήριο.
Υπογράμμισε ότι ο Γερμανός ιστορικός περιλαμβάνει στο βιβλίο του σωρεία ιστορικών ανακριβειών και αναληθειών σε ότι αφορά το δήθεν έθιμο των Κρητικών να περιυβρίζουν και να βεβηλώνουν νεκρούς και εν προκειμένω τους νεκρούς γερμανούς στρατιώτες. Πρόσθεσε επίσης ότι όσα ακούστηκαν από μάρτυρες στη διάρκεια της δίκης για αναφορές του Καζαντζάκη σε αντίστοιχα περιστατικά, αυτές αφορούσαν λογοτεχνικό έργο και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν ως πηγές άντλησης θεμάτων και γεγονότων ιστορικών ούτε αποτελούν επιστημονικά πορίσματα.
Ωστόσο, επεσήμανε ο εισαγγελέας, πως ο τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος έχει γράψει το βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης» στρεφόμενος επανειλημμένα και κατά του δικού του έθνους κάνοντας αναφορές στα εγκλήματα που διέπραξαν στην Κρήτη τα γερμανικά στρατεύματα, του δημιουργεί αμφιβολίες για το αν ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση να επιδοκιμάσει, να ευτελίσει και κακόβουλα να αρνηθεί την ύπαρξη και τη σοβαρότητα αναγνωρισμένων από τη βουλή των Ελλήνων εγκλημάτων του ναζισμού και εγκλημάτων πολέμου που διέπραξαν οι κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις, όπως του αποδίδει το κατηγορητήριο.
Σχετικά για το αν οι αναφορές του κατηγορούμενου ιστορικού στη συμπεριφορά των Κρητών κατά τη μάχη της Κρήτης διεγείρουν αισθήματα βίας και μίσους του λαού της Γερμανίας κατά του λαού της Κρήτης, ο εισαγγελέας είπε πως κάτι τέτοιο δεν αποδείχτηκε.
«Δεν αποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο του βιβλίου αντικειμενικά μπορεί να διεγείρει άλλους σε βιαιοπραγίες ή μίσος κατά των Κρητικών, πόσω μάλλον σε μίσος που να ανάγεται στα διακριτά χαρακτηριστικά των Κρητών ως πληθυσμιακή ομάδα και σε τυχόν κατωτερότητας αυτής, ούτε ότι δημιουργούν δυνατότητα κινδύνου για την ελεύθερη και ισότιμη συμμετοχή των μελών της ομάδας στο κοινωνικό γίγνεσθαι» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Κασσωτάκης.
Τέλος ο εισαγγελέας ανέφερε πως κατά την κρίση του ο κατηγορούμενος αναφερόμενος στο ανύπαρκτο κρητικό έθιμο βεβήλωσης νεκρών δεν είχε σκοπό να θίξει την τιμή και την υπόληψή των Κρητικών προσθέτοντας ότι τουλάχιστον το έθιμο αυτό, ο συγγραφέας το δικαιολογεί αναφέροντας πως συνέβαινε από τους Κρητικούς στα πλαίσια της περιφρόνησης του θανάτου, κάτι από το οποίο μπορεί ο αναγνώστης να διαπιστώσει ότι ο Χ. Ρίχτερ εκφράζει θαυμασμό για το αγωνιστικό τους φρόνημα από τους Κρητικούς, παραδοχή που οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο συγγραφέας θαυμάζει τους Κρητικούς για το αγωνιστικό φρόνημα τους. Άρα, κατέληξε ο εισαγγελέας, εκλείπει ο εξυβριστικός χαρακτήρας στα όσα αναφέρει ο κατηγορούμενος.
Να σημειωθεί ότι ο εισαγγελέας έκανε αναφορά και στον νόμο λέγοντας ότι ο ίδιος δεν θεωρεί πως είναι αντισυνταγματικός. «Το άρθρο 2 του Νόμου 927/1979 βάσει το οποίου δικάζεται ο κ. Ρίχτερ δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 16 του Συντάγματος που αφορά στην ελευθερία της έκφρασης και την ακαδημαϊκή ελευθερία ούτε στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή νομοθεσία» είπε ο κ. Κασσωτάκης ενώ εξέφρασε και τον προβληματισμό του για τη θεσμοθέτηση από την ελληνική βουλή, της αναγνώρισης ιστορικών γεγονότων.
«Ο κατηγορούμενος ουδέποτε αρνήθηκε ή επιδοκίμασε τα εγκλήματα πολέμου»
Στην έναρξη της αγόρευσης τους, οι συνήγοροι υπεράσπισης Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος και Κωνσταντίνος Καλλίρης, αναφέρθηκαν στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη εναντίον του Χ. Ρίχτερ.
Έκαναν ιδιαίτερα αρνητική αναφορά για τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση και τη διαδικασία που ακολούθησε, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι: «Επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο και απροσδόκητη σπουδή, κινήθηκε αυτεπαγγέλτως, με βάση κάποια δημοσιεύματα τοπικών εφημερίδων, χωρίς καν την πρόνοια να αναμείνει μια μηνυτήρια αναφορά εις βάρος του κ. Ρίχτερ. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αμέσως μετά προέβη στην όλως ασυνήθιστη έκδοση διάταξης περί δημοσιεύσεως των στοιχείων του κ. Ρίχτερ και της ποινικής του δίωξης επί πλημμελήματι. Πολύ φοβούμεθα ότι επιδεικνύοντας αυτή τη διαγωγή ο κ. εισαγγελεύς, απώλεσε πολλή από την περιωπή του δικαστικού του λειτουργήματος, κατελθών από το υψηλό βάθρο της εισαγγελίας στο επίπεδο της πολιτικής αγωγής και αναδεικνυόμενος αντίδικος μάλλον του κατηγορουμένου παρά λειτουργός της Θέμιδος. Εξέθεσε ο ίδιος τον εαυτό του στη δικαιολογημένα δριμεία κριτική των νομικών κύκλων της χώρας για την παρούσα υπόθεση, μη εξαιρουμένων των εισαγγελικών βεβαίως».
Οι δυο συνήγοροι υπεράσπισης έκαναν επίσης εκτενή αναφορά για την αντισυνταγματικότητα του νόμου με τον οποίο παραπέμφθηκε ο Χ. Ρίχτερ να δικαστεί και τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης που απορρέει απ’ αυτόν.
* Συνεχίζοντας την αγόρευση τους, οι συνήγοροι προκειμένου να αναδείξουν ότι ο εντολέας τους καθηγητής ιστορίας δεν τέλεσε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, ανέφεραν ότι δεν συνιστά «άρνηση» κατά την έννοια του νόμου η αποκάλυψη ιστορικών γεγονότων ή η προβολή σε ένα ευρύτερο κοινό γεγονότων ήδη γνωστών στον ακαδημαϊκό χώρο.
Επίσης, δεν συνιστά «άρνηση» η αξιολόγηση της προσωπικής γενναιότητας του εχθρού ή η ανίχνευση αιτιωδών σχέσεων εκεί όπου άλλοι βλέπουν μόνο γραμμικότητα ή τυχαιότητα. Πολύ περισσότερο, δεν συνιστά «επιδοκιμασία» υπό την έννοια του νόμου η προβολή της αντίθετης άποψης, η κριτική επεξεργασία της κρατούσας άποψης ή η παρουσίαση ενός ιστορικού γεγονότος με όρους διαφορετικούς από το άσπρο-μαύρο. Επιδοκιμασία, ανέφεραν, συνιστά η ανεπιφύλακτη υπεράσπιση, η ολόψυχη λήψη θέσης υπέρ μιας άποψης και κατά της αντίθετής της, ενώ επιδοκιμάζει εκείνος που επιθυμεί πιο πολύ από το επιδοκιμαζόμενο και όχι πιο λίγο.
Στην περίπτωση Ρίχτερ, είπαν, έχει ήδη καταστεί φανερό από την αποδεικτική διαδικασία ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε αρνήθηκε ή επιδοκίμασε τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν εις βάρος του κρητικού λαού κατά τη Μάχη της Κρήτης. Οι κατήγοροί του, είπαν οι συνήγοροι, παραβλέπουν τα πολλά σημεία του βιβλίου, όπου αναφέρεται στα γερμανικά εγκλήματα και απομονώνουν τα πολύ λιγότερα σημεία όπου αναφέρεται στα, μικρότερης οπωσδήποτε έκτασης εγκλήματα των Κρητικών. Παραβλέπουν ότι ο κ. Ρίχτερ κατ’ επανάληψη χρησιμοποιεί τη λέξη «βάρβαρος» και «σφαγέας» για τη διαγωγή των γερμανικών στρατευμάτων στην Κρήτη, ότι έχει διαπρέψει στην πατρίδα του παρουσιάζοντας με πλήθος δημοσιευμάτων αυτά τα εγκλήματα. «Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας μάρτυς κατηγορίας να του προσάψει «άρνηση» ή «επιδοκιμασία», αλλά οι λέξεις που χρησιμοποίησαν ήταν το πολύ «σχετικοποίηση» και «εξισορρόπηση». Για ένα έμπειρο δικαστήριο όμως είναι προφανές ότι η «σχετικοποίηση» δεν μπορεί ποτέ να υπαχθεί στην έννοια της «επιδοκιμασίας», που απαιτείται κατά νόμον» τονίστηκε.
Προκειμένου οι συνήγοροι να καταρρίψουν την περίπτωση της κακοβουλίας από πλευράς του κατηγορουμένου, ανέφεραν πως «κακόβουλη μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο η παραϊστορική ή ψευδοϊστορική συγγραφή, η οποία χρησιμοποιεί την ιστορία ως όχημα για την επιδίωξη αλλότριων σκοπών, ιδίως για τη διάδοση ψευδών, ιδεολογιών και στρεβλώσεων, με άλλα λόγια προπαγάνδας» επεσήμαναν οι συνήγοροι προσθέτοντας ότι αντίθετα μ’ αυτά, «δεν συνιστά κατάχρηση της ιστορικής συγγραφής η διατύπωση διαφορετικών απόψεων ή αξιολογικών κρίσεων, καθώς και η ανάδειξη των γεγονότων από διαφορετική οπτική γωνία κάθε φορά, διότι ο συντακτικός και ο κοινός νομοθέτης έχουν απόλυτη επίγνωση του γεγονότος ότι μόνο μέσα από την ζωηρή, έντονη και διαρκή ανταλλαγή απόψεων στον στίβο των ιδεών μπορεί να προσεγγιστεί η αλήθεια».
Καταληκτικά σε ότι αφορά την κακοβουλία οι κύριοι Αναγνωστόπουλος και Καλλίρης επεσήμαναν ότι: «Στην περίπτωση του κ. Ρίχτερ, δεν είναι δυνατόν να συντρέχει το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου της κακοβουλίας. Δεν είναι λογικώς δυνατόν να είναι κακόβουλος υπό την έννοια του νόμου ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, με διαχρονική προσφορά στη μελέτη της ελληνικής ιστορίας, βραβευμένος από την προεδρία της Δημοκρατίας και σταθερός και ειλικρινής φιλέλλην. Όλος ο βίος και η πολιτεία του κατηγορουμένου τού επιτρέπουν να καυχάται ότι έχει υπάρξει πάντοτε αγαθόβουλος και όχι κακόβουλος προς την Ελλάδα».
* Σε ότι αφορά την περίπτωση υποκίνησης μίσους και εξύβρισης των Κρητών από πλευράς Ρίχτερ με τις αναφορές στο βιβλίο του, οι συνήγοροι υπεράσπισης στη διάρκεια της αγόρευσης τους ανέφεραν μεταξύ άλλων προς τη δικαστική έδρα ότι δεν υπήρξε ούτε ένας μάρτυρας που να βεβαίωσε ότι από το επίδικο βιβλίο ήταν δυνατόν να υποκινηθεί μίσος. Άλλωστε, όπως είπαν, ο συγγραφέας δεν ευθύνεται για τις σκέψεις και τα αισθήματα του αναγνωστικού του κοινού, τα οποία δεν μπορεί να γνωρίζει ούτε και ασφαλώς να προβλέψει. Επικαλέστηκαν μάλιστα τον καθηγητή Ιστορίας κ. Λιάκο, που κατέθεσε ως μάρτυρας λέγοντας ότι εξήγησε στο δικαστήριο πως το πρώτο βιβλίο που έρχεται στο μυαλό ως δυνάμενο να υποκινήσει μίσος, και πράγματι έχει υποκινήσει ιστορικά πολύ μίσος, είναι η Παλαιά Διαθήκη. Επιπρόσθετα, ανέφεραν πως ακόμα και η απόφαση του δικαστηρίου ν’ αποβάλλει την πολιτική αγωγή με την αιτιολογία ότι δεν απεδείχθη από τη διαδικασία πως από το βιβλίο του Χ. Ρίχτερ μπορεί να προκληθεί μίσος προσωπικά εις βάρος των πολιτικώς εναγόντων, δίνει την απάντηση ότι δεν υφίσταται το αδίκημα.
Ούτε όμως και εμπεριέχει το βιβλίο το στοιχείο του εξυβριστικού χαρακτήρα της κακόβουλης άρνησης ή επιδοκιμασίας, υποστήριξαν οι συνήγοροι υπεράσπισης που προκειμένου να στηρίξουν με επιχειρήματα την άποψη τους, ανέφεραν μεταξύ άλλων:
«Για να ενέχει υβριστικό χαρακτήρα μια κακόβουλη άρνηση και προκειμένου να προστατευθεί κατά τον μέγιστο βαθμό το συνταγματικό δικαίωμα του άρ. 14 Σ, θα πρέπει αυτοτελώς να πληροί την αντικειμενική υπόσταση της εξύβρισης, ώστε να διατηρείται ένα δικαιοκρατικό ελάχιστο. Διαφορετικά, δεν πληρούται καν το στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης «ενέχει υβριστικό χαρακτήρα». Κατά συνέπεια, θα πρέπει να διαπιστώνεται κάθε φορά η αυτοτελής πλήρωση των στοιχείων του αδικήματος της εξύβρισης κατ’ άρ. 361 ΠΚ.
Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό θα πρέπει να ισχύει για όλους τους Κρήτες, θα πρέπει δηλαδή να διαπιστωθεί αν με το επίδικο βιβλίο «Η Μάχη της Κρήτης» διεπράχθη συλλογική εξύβριση εις βάρος κάθε Κρητικού προσωπικά, έχοντας τον σχετικό σκοπό εξυβρίσεως. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως εσφαλμένο, κυρίως επειδή για να συναχθεί ατομική εξύβριση από μία συλλογική προσαπαιτούνται, σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο, πρόσθετα στοιχεία εξατομίκευσης και προσωποποίησης της προσβολής, τα οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχουν. Αυτό εξ άλλου αποδεικνύεται πολύ εύκολα και από το γεγονός ότι κανείς από τους μάρτυρες κατηγορίας δεν υπέβαλε έγκληση εις βάρος του κατηγορουμένου επί εξυβρίσει του ιδίου. Επιπρόσθετα, η απουσία σκοπού εξυβρίσεως αποδεικνύεται από τα πάμπολλα χωρία του επίδικου βιβλίου που αναγνωρίζουν τη βαρβαρότητα των εγκλημάτων των γερμανικών στρατευμάτων εισβολής και την γενναιότητα των Κρητών κατά τον Μάιο 1941».
Η αναφορά στους μάρτυρες
Αναφερόμενοι στους μάρτυρες κατηγορίας, υπερασπίσεως και μάρτυρες ειδικών γνώσεων, που κατέθεσαν στη δίκη, οι συνήγοροι του κ. Ρίχτερ είπαν μεταξύ άλλων ότι: Η μεγάλη πλειοψηφία των μαρτύρων ήταν μάρτυρες υπεράσπισης (ενδεικτικά αναφέρω τους κ. Νουτσόπουλο, Αλεξόπουλο, Μαυρομούστακου, Ανανιάδη κ.λπ.) μεταξύ αυτών και η πλειονότητα των καθηγητών του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης κλήθηκαν να καταθέσουν προσθέτοντας πως και από τους μάρτυρες εκείνους που ήταν δυσμενείς προς τον κατηγορούμενο απολύτως κανείς δεν ζήτησε την ποινική καταδίκη του κ. Ρίχτερ, αντίθετα δυο εξ αυτών, οι κ. Κοτρόγιαννος και Παπαδάκης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της υπεράσπισης, δήλωσαν ρητώς ότι τάσσονται υπέρ της αθώωσης του κατηγορούμενου ιστορικού.
Όπως ανέφεραν οι συνήγοροι υπεράσπισης, το βάρος της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου σήκωσαν οι πολιτικώς ενάγοντες, ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ Μανούσος Παραγιουδάκης και ο βουλευτής Ηρακλείου της Ν.Δ. Λευτέρης Αυγενάκης, τονίζοντας την απουσία βουλευτών, τοπικών αρχών, εκκλησίας, δείχνοντας έτσι ότι δεν ήταν σύμφωνοι με τη δίωξη κατά του Ρίχτερ. «Η τοπική κοινωνία της Κρήτης και του Ρεθύμνου ειδικότερα αδιαφόρησε χαρακτηριστικά για τις κρητοκαπηλικές και υπερπατριωτικές κορώνες των διωκτών του κ. Ρίχτερ» είπαν οι συνήγοροι.
Διαχώρισαν τον μάρτυρα κ. Παραγιουδάκη λέγοντας ότι η υπεράσπιση τιμά έναν άνθρωπο που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην υπηρεσία της πατρίδας, πρόσθεσαν ωστόσο: «Δεν διαφεύγει της προσοχή μας ότι η αρχική και βασική ένσταση του κ. Παραγιουδάκη εις βάρος του κ. Ρίχτερ αφορούσε το άσχετο ζήτημα της καθυστέρησης της επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα. Επιπλέον, ο κ. Παραγιουδάκης, μετά επίμονες ερωτήσεις της υπεράσπισης, συνομολόγησε το αυτονόητο, ότι δηλαδή είναι πιθανόν να διεπράχθησαν κατά τη Μάχη της Κρήτης υπερβάσεις εκ μέρους των Κρητικών υπερασπιστών της νήσου».
Συνεχίζοντας οι συνήγοροι για τον κ. Παραγιουδάκη ανέφεραν ότι η εκκωφαντική απουσία του από την συνέχεια της διαδικασίας, αλλά και από τη συνέντευξη τύπου που παρεχώρησε η αποβληθείσα πολιτική αγωγή, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι «ο κ. Παραγιουδάκης αντελήφθη ότι τον χρησιμοποίησαν, εκμεταλλευθέντες τη θιγείσα φιλοπατρία του, προς αλλότρια οφέλη και ότι ως εκ τούτου του λόγου κατ’ ουσίαν δεν ενέμεινε στην πολιτική του αγωγή εις βάρος του κ. Ρίχτερ».
Ειδικότερη μνεία έγινε για τον μάρτυρα κατηγορίας, τον βουλευτή Λευτέρη Αυγενάκη, για τον οποίο ο κ. Αναγνωστόπουλος επεσήμανε ότι είχε προσωπικούς λόγους, παντελώς άσχετους με την υπόθεση Richter, να χολωθεί εναντίον του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και έναντι της προέδρου του κ. Μαυρομούστακου, αναφέροντας ότι οι λόγοι αυτοί αφορούσαν την απόρριψη της αίτησης του το 2013 για συμμετοχή του στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του τμήματος, από τη συνέλευση του τμήματος, λόγω ελλείψεως συνάφειας του βασικού τίτλου σπουδών του, δεδομένου ότι ο κ. Αυγενάκης είναι απόφοιτος ΤΕΙ Τοπογράφων και εξ αιτίας αυτής του της δυσαρέσκειας βρήκε ευκαιρία την υπόθεση ανακήρυξης Ρίχτερ να στραφεί εναντίον πανεπιστημιακών καθηγητών. «Κατά συνέπεια, συντρέχει σοβαρή υπόνοια ότι ο ως άνω πολιτικώς ενάγων εργαλειοποίησε την αναγόρευση του κ. Richter, προκειμένου να στραφεί εξ αφορμής της εναντίον του τμήματος» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Αναγνωστόπουλος.
Σε ότι αφορά τους μάρτυρες με ειδικές γνώσεις, οι συνήγοροι υπεράσπισης του Χ. Ρίχτερ επεσήμαναν ότι μοναδικός μάρτυς κατηγορίας με ειδικές γνώσεις επί του θέματος, ήταν ο καθηγητής Ιστορίας κ. Μαργαρίτης, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων:
«Ο κ. Μαργαρίτης είναι ο μόνος επαγγελματίας ιστορικός που τοποθετήθηκε δημόσια κατά του κ. Ρίχτερ αποκαλώντας τις θέσεις του «νεοναζιστική προπαγάνδα». Μετά δε την τοποθέτηση του κ. Μπηβόρ και το διεθνές ενδιαφέρον για την υπόθεση, δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι είναι ο μοναδικός παγκοσμίως. Κατά την εξέτασή του μάλιστα, επιβεβαίωσε τα κίνητρά του, καθώς αναδείχθηκε εμπαθής σε βαθμό τέτοιο ώστε να καθίσταται δευτερεύουσα η ιδιότητά του ως μάρτυρα ειδικών γνώσεων. Ο κ. Μαργαρίτης δήλωσε επανειλημμένως, ιδίως δε κατά την κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή του με τον κ. Λιάκο, ότι η ιστορία αναζητεί την αλήθεια. Όταν, όμως, η υπεράσπιση τον έθεσε ενώπιον μιας ιστορικής αλήθειας τόσο αναμφισβήτητης ώστε να την έχουν αποδεχθεί απολογούμενοι οι ίδιοι οι θύτες, ο μάρτυς απέδειξε με την απάντησή του ότι η αλήθεια που δήθεν αναζητεί έχει μορφή και περιεχόμενο προκαθορισμένο από το δικό του πλαίσιο ιδεών. Την ίδια ακριβώς αντίδραση είχε ο κ. Μαργαρίτης απέναντι στις μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτών που πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης και έκαναν λόγο για κακομεταχείριση των πτωμάτων από τους Κρητικούς. Τις απέρριψε ως αποκυήματα φαντασίας, όπως απέρριψε και τη σχετική αναφορά του Καζαντζάκη στον Ζορμπά, ως μυθοπλασία του λογοτέχνη, κι ας αναφερόταν σε κρητική συνήθεια, άρα σε προσωπική εμπειρία του λογοτέχνη. Μίλησε επίσης ο κ. Μαργαρίτης περί επιστήμης και ιστορικής μεθοδολογίας. Είπε πως δεν είναι επιστημονική η εργασία του κ. Ρίχτερ αλλά προπαγάνδα, στα κείμενά του μάλιστα κατά του κ. Ρίχτερ, εγκαλούσε τους συναδέλφους του που τοποθετήθηκαν υπέρ του κατηγορουμένου ως ανάξιους να διαχωρίσουν την επιστήμη από την προπαγάνδα. Ο κ. Μαργαρίτης συνηθίζει να αφαιρεί τον τίτλο του ιστορικού και, γενικώς, του επιστήμονα από όποιον εκλαμβάνει ως ιδεολογικό του αντίπαλο».
«Βαρύ το φορτίο, μεγάλη η ευθύνη σας»
Καταλήγοντας τις αγορεύσεις τους οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορούμενου γερμανού ιστορικού, Α. Αναγνωστόπουλος και Κ. Καλλίρης ιστορικού Χ. Ρίχτερ, απευθυνόμενοι στον πρόεδρο της δικαστικής έδρας ζήτησαν την αθώωση του κατηγορουμένου, λέγοντας:
«Στους ώμους σας έχει εναποτεθεί το βαρύ φορτίο της απόφασης στην πρώτη υπόθεση παραβίασης του άρ. 2 Ν. 927/1979 που έφτασε στα ακροατήριά μας. Η ευθύνη σας είναι μεγάλη. Ο νομικός κόσμος της χώρας, δικαστικοί και δικηγόροι, περιμένουν την απόφαση σας, μια απόφαση, που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα σας ακολουθεί καθ’ όλο το επαγγελματικό σας στάδιο.
Δεν ζητούμε απλώς την αθώωση του κατηγορουμένου. Ζητούμε από το δικαστήριό σας να εκπέμψει ένα καθαρό και διαυγές μήνυμα υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης και της ακαδημαϊκής ελευθερίας ειδικότερα. Δεν αρμόζουν εδώ τα «ναι, μεν αλλά», δεν έχουν θέση αθωώσεις «λόγω αμφιβολιών» ή «ελλείψει δόλου», δεν νοείται αθώωση λόγω δήθεν συνδρομής κάποιου λόγου άρσεως του αδίκου, δεν υπάρχει περιθώριο ικανοποίησης και των μεν και των δε.
Το δικαστήριο καλείται να τοποθετηθεί εφ’ ενός ζητήματος όχι μόνο νομικού, αλλά βαθύτατα πολιτικού: τι είδους δημοκρατία θα έχουμε, σε τι είδους κοινωνία θα ζούμε, ποιο μέλλον οραματιζόμαστε για τα παιδιά μας. Όπως έγραψε ο μεγάλος φιλόσοφος του δικαίου Ronald Dworkin, ο σεβασμός στην ελευθερία της έκφρασης είναι προϋπόθεση της νομιμοποίησης μιας δημοκρατικής πολιτείας. Χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς κρατικές αλήθειες, χωρίς αυτολογοκρισία, χωρίς δίωξη των αντιφρονούντων, χωρίς άλλο. Αυτή την νομιμοποίηση καλείστε να εδραιώσετε σήμερα. Μην αποφύγετε την περίσταση, αλλά εκμεταλλευτείτε την με ευγνωμοσύνη».