Με την απολογία των τελευταίων κατηγορουμένων για την υπόθεση της απαγωγής του επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη, η δίκη μπαίνει στην τελική ευθεία. Την ερχόμενη Δευτέρα θα αγορεύσει η εισαγγελέας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης και θα ανακοινώσει την πρόταση της για ενοχή ή μη των κατηγορουμένων και ποίων εξ αυτών. Στη συνέχεια θα ξεκινήσουν τις αγορεύσεις τους οι συνήγοροι των 12 κατηγορουμένων.
Χθες έκλεισε ο κύκλος των απολογιών με τους τέσσερις τελευταίους κατηγορούμενους να υποστηρίζουν κατηγορηματικά πως δεν έχουν ουδεμία σχέση με την απαγωγή. Πρόκειται για τέσσερις άνδρες, όλοι Ρεθεμνιώτες, οι τρεις από τη νότια περιοχή του νομού, εκ των οποίων οι δυο είναι αδέλφια και ο τρίτος πρώην γαμπρός του ενός. Όλοι τους κάτοικοι Αττικής.
Τελευταίοι απολογήθηκαν αλλά είναι και οι τελευταίοι στους οποίους ασκήθηκε ποινική δίωξη για την υπόθεση, πολύ αργότερα σε σχέση με τους οκτώ συγκατηγορούμενους τους. Συγκεκριμένα, κατόπιν αξιολόγησης στοιχείων της δικογραφίας, η ανακρίτρια που είχε αναλάβει την υπόθεση έκρινε πως έχουν εμπλοκή στην απαγωγή και μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο, ένα χρόνο μετά την εξιχνίαση της υπόθεσης, τους κάλεσε για απολογία. Σε αντίθεση επίσης με τους οκτώ κανείς εκ των τεσσάρων δεν είχε κριθεί προφυλακιστέος.
Η ΕΛΑΣ είχε στο στόχαστρο της και είχε υπό παρακολούθηση και τους τέσσερις τουλάχιστον από τον Ιούλιο του 2017, καταγράφοντας τις κινήσεις τους. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση Λεμπιδάκη, έγινε και άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου και ελέγχθησαν οι τηλεφωνικές τους επαφές την περίοδο λίγο πριν από την αρπαγή Λεμπιδάκη έως και την ημέρα της απελευθέρωσης του από τη σοφίτα της μάντρας αυτοκίνητων στη Γέφυρα της Ζουρίδας.
Την περίοδο της φυσικής παρακολούθησης τους οι αστυνομικοί κατέγραψαν συναντήσεις ορισμένων εξ αυτών με συγκατηγορούμενους τους, στον Βρασκά Σφακίων και γενικότερα επισκέψεις τους στα Σφακιά.
Από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου διαπιστώθηκε ότι είχαν τηλεφωνικές συνομιλίες όσο μεταξύ τους, όσο και με ορισμένους από τους υπόλοιπους οκτώ συγκατηγορουμένους τους.
Τον ένα εκ των τεσσάρων η δικογραφία τον θέλει να είναι αυτός που είχε θέσει υπό παρακολούθηση τον Μιχάλη Λεμπιδάκη στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» των Αθηνών, όπου παρέμεινε κατά την επιστροφή του από το εξωτερικό μέχρι να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο για να συνεχίσει το ταξίδι της επιστροφής του στο Ηράκλειο. Ήταν η 30η Μαρτίου 2017, ημέρα που έγινε η αρπαγή Λεμπιδάκη κατά τη διαδρομή του από το αεροδρόμιο Ηρακλείου στο σπίτι του, με ολιγόλεπτη στάση στην εταιρεία του.
Η επίσκεψη και το τάμα στην Αγία Ειρήνη στο Ροδάκινο
Πρώτος απολογήθηκε χθες ένας 39χρονος από το νότιο Ρέθυμνο, κάτοικος Αθηνών. Με βάση την αστυνομική έρευνα για την υπόθεση της απαγωγής, ο κατηγορούμενος φέρεται να έχει σχέση με την αγορά καρτών χρόνου ομιλίας κινητών τηλεφώνων που εκτιμάται ότι ανήκουν στην ίδια παρτίδα με κάρτες, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν στις διαπραγματεύσεις των απαγωγέων με την οικογένεια Λεμπιδάκη. Είχε εντοπιστεί το σημείο πώλησης τους στην Αθήνα από το οποίο είχαν αγοραστεί, η έρευνα είχε οδηγήσει σε ένα βανάκι του οποίου ο οδηγός τις είχε αγοράσει χωρίς όμως να έχει διαπιστωθεί ο αριθμός κυκλοφορίας του οχήματος. Ο κατηγορούμενος συνδέθηκε με την απαγωγή ως ο κάτοχος του βαν και ως ο άνθρωπος που αγόραζε τις κάρτες.
Κατά την απολογία του, ερωτώμενος σχετικά από την πρόεδρο, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ήταν δικό του το βαν για το οποίο γίνεται λόγος στη δικογραφία και κατηγορηματικά αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με την απαγωγή.
Η παρουσία του κατηγορούμενου στα νότια του Ρεθύμνου, στο Ροδάκινο συγκεκριμένα, την περίοδο του Αγίου Πνεύματος, καταγράφεται στη δικογραφία την επίμαχη περίοδο, συνδέοντας την με την απαγωγή Λεμπιδάκη. Η περιοχή έχει στοχοποιηθεί ως «κλειδί» για την υπόθεση, ακόμα και ως τόπος όπου ήταν ένα από τα κρησφύγετα στο οποίο οι απαγωγείς κρατούσαν για κάποιο διάστημα τον Μιχάλη Λεμπιδάκη, χωρίς ωστόσο να έχει διαπιστωθεί κάτι με συγκεκριμένα στοιχεία.
Ερωτώμενος ο κατηγορούμενος για το ταξίδι του στην Κρήτη και την παρουσία του στο Ροδάκινο το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος τον Ιούνιο του 2017, ο 39χρονος υποστήριξε πως ήταν ένα ταξίδι που αφορούσε δουλειά και εκπλήρωση ενός παλιού τάματος του. Όπως είπε η οικογένεια του έχει φτιάξει μια εκκλησία στο Ροδάκινο, στη χάρη της Αγίας Ειρήνης. Υπήρχε σε εκκρεμότητα κάποια εργασία που έπρεπε να κάνει και παράλληλα είχε σε εκκρεμότητα ένα τάμα που έπρεπε να εκπληρώσει. Όπως ανέφερε είχε κάνει τάμα κάποια περίοδο που το παιδί του, ένα κοριτσάκι, είχε αρρωστήσει. Εκμεταλλεύθηκε την τριήμερη αργία του Αγίου Πνεύματος για να τακτοποιήσει και τις δυο εκκρεμότητες. Γι’ αυτόν τον λόγο, είπε, βρέθηκε στο Ροδάκινο.
Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος, ανέφερε ο κατηγορούμενος, μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας του, ανέβηκε στην ομώνυμη εκκλησία του Αγίου Πνεύματος που βρίσκεται σε βουνό, σε υψόμετρο 1.500 μέτρων όπου κάθε χρόνο γίνεται γλέντι και συμμετέχει πολύς κόσμος. Για να δείξει πως υπάρχει και αξιόπιστος μάρτυρας, ανέφερε πως μαζί του εκείνη την ημέρα ήταν και ένας του εξάδελφος, τον οποίο κατονόμασε, ο οποίος είναι αξιωματικός του λιμενικού και υποδιοικητής του Λιμεναρχείου Σφακίων.
Ο κατηγορούμενος ερωτώμενος για τη σχέση που έχει με τον πρώην πεθερό του, κατηγορούμενος κι αυτός στην υπόθεση, ο 39χρονος ανέφερε ότι είχε ανέκαθεν καλές σχέσεις κι έκαναν στενή παρέα αλλά διαταράχτηκαν όταν άρχισε να έχει προβλήματα με τη σύζυγο του το 2016 και με την οποία τελικά χώρισαν το 2018. Όμως, εξακολούθησε να έχει σχέση με τον πεθερό του, κυρίως τηλεφωνικές επαφές δικαιολογώντας τις 182 καταγεγραμμένες επικοινωνίες μαζί του την επίμαχη περίοδο της απαγωγής Λεμπιδάκη, λέγοντας ότι εξ αιτίας των προστριβών με τη σύζυγο του, συχνά ο πεθερός του παρενέβαινε για να μάθει τι συμβαίνει όταν τον ενημέρωνε η κόρη του.
Πρόσθεσε ότι στις 2 Οκτωβρίου 2017 η αστυνομία πήγε κι έκανε έρευνα στο σπίτι του και μετά τον οδήγησε στη ΓΑΔΑ σχετικά με την υπόθεση της απαγωγής Λεμπιδάκη. Έμαθε ότι το ίδιο είχε συμβεί και με τον πρώην πεθερό του. Την επόμενη μέρα συναντήθηκε με τον πεθερό του, τον ρώτησε αν είναι μπλεγμένος στην απαγωγή και του ζήτησε να μην έχουν επαφές για να μην βρει άδικα τον μπελά του.
«Επειδή έχω κρητική προφορά σημαίνει ότι ήμουν εγώ στην αρπαγή;»
Ο 46χρονος Ρεθεμνιώτης, κάτοικος Αθηνών, πεθερός του προηγούμενου κατηγορούμενου, στην έναρξη της απολογίας του ερωτήθηκε από την πρόεδρο τι έχει να πει. «Δεν έχω να πω τίποτα», απάντησε.
Η δικογραφία θέλει τον 46χρονο κατηγορούμενο ως έναν από τους εγκεφάλους της απαγωγής, ηγετικό στέλεχος μαζί με τον 46χρονο πρώην πρόεδρο του ΣΑΟΡ.
Η βαριά κρητική του προφορά, έχουν οδηγήσει τις διωκτικές αρχές στην κατεύθυνση της διερεύνησης εάν ήταν ένα από τα τέσσερα άτομα που διέπραξαν την αρπαγή του Μιχάλη Λεμπιδάκη. Έχει κατατεθεί ότι ένας εκ των τεσσάρων δραστών είπε με τη χαρακτηριστική ντόπια προφορά; «Κανένας δεν παθαίνει πράμα» (κανείς δεν θα πάθει τίποτα). Η πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο μήπως είναι αυτός εκείνο το άτομο και απάντησε ότι δεν έχει καμία σχέση με την απαγωγή. «Επειδή έχω κρητική προφορά σημαίνει ότι είμαι εγώ;» είπε, προσθέτοντας ότι για την απαγωγή Λεμπιδάκη έμαθε λίγες μέρες μετά, αρχές Απριλίου, όταν πήγε σε μια κηδεία συγγενή του, στην Αθήνα, και εκεί έγινε σχετική συζήτηση.
Ερωτώμενος που βρισκόταν την ημέρα της απαγωγής απάντησε: «Στο σπίτι μου στην Αθήνα. Το 2017 δεν ήρθα καθόλου στην Κρήτη. Είχα να ‘ρθω από το 2016 και το αιτιολόγησε λέγοντας πως αποφεύγει να έρχεται επειδή η πρώην σύζυγος του μένει στο χωριό απ’ όπου είναι και ο ίδιος και δεν επιθυμεί να έχουν προστριβές εξ άλλου όπως είπε ζει με τη νέα του σύντροφο, μια Ρωσίδα, κι έχει αποκτήσει μαζί της ένα παιδάκι.
«Η αστυνομία μπορούσε να έχει επιβεβαιώσει ότι βρισκόμουν στην Αθήνα. Το σπίτι που μένω είναι στη Βούλα, πολύ κοντά σε σπίτι επιχειρηματία που έχει αστυνομική φρουρά και με έβλεπαν καθημερινά με τη γυναίκα και το παιδί μου» είπε.
Πρόσθεσε επίσης ο κατηγορούμενος ότι γνώριζε πως είχε μπει στο στόχαστρο της αστυνομίας για την απαγωγή και ότι τον παρακολουθούσαν. «Ήξερα ότι με παρακολουθούσε η αστυνομία, με είχαν από πίσω από την αρχή. Υπήρχαν φήμες στο χωριό ότι ήμουν ανακατεμένος και το είχα μάθει», είπε.
Η πρόεδρος του δικαστηρίου τον ρώτησε αν έχει παρατσούκλι και είπε «Ναι, με λένε «Μανέλλη».
Άλλο παρατσούκλι; ρώτησε η πρόεδρος και ο κατηγορούμενος απάντησε «Η σύντροφος μου με αποκαλεί «αγαπουλίνι».
Η πρόεδρος όμως επέμεινε ρωτώντας τον 46χρονο; «Μήπως σας αποκαλούσαν Ρώσο λόγω της συζύγου σας που είναι Ρωσίδα;» και ο κατηγορούμενος απάντησε αρνητικά.
Ερωτώμενος από τη δικαστική έδρα που εργαζόταν και που εργάζεται, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι για χρόνια εργαζόταν ως προσωπικό ασφαλείας σε δυο από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες της χώρας, στους κυρίους Βαρδινογιάννη και Κοντομηνά, έκανε διάφορες διεκπεραιώσεις, πρόσθεσε όμως πως τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα καθώς δεν είχε σταθερή δουλειά, πούλησε ένα χωράφι, η σύζυγος του καθάριζε σπίτια και συμπλήρωσε ότι εξ αιτίας της φημολογίας ότι εμπλέκεται στην απαγωγή Λεμπιδάκη έχασε μια δουλειά ως υπεύθυνος προσωπικού ασφαλείας κάποιου επιχειρηματία, όπως και μια δουλειά στην Κύπρο.
Η πρόεδρος του δικαστηρίου είπε στον κατηγορούμενο πως δεν υπάρχει στο όνομα του απολύτως τίποτα, κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε αυτοκίνητο, αλλά ούτε κινητό τηλέφωνο κι ότι άλλαζε συχνά κατοικία και σχολίασε «ζούσατε πάντως ριψοκίνδυνα» και ο κατηγορούμενος απάντησε: «Αν εννοείτε ριψοκίνδυνο να πηγαίνω στο βουνό να μαζεύω μανιτάρια το δέχομαι», προσθέτοντας ότι: «του ψαρά και του κυνηγού το πιάτο πότε έχει συναγρίδες πότε παξιμάδια».
Ερωτώμενος ο 46χρονος κατηγορούμενος με ποιους από τους συγκατηγορούμενους του γνωριζόταν και είχε σχέσεις-επαφές, απάντησε:
Για τον 47χρονο από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια γνωριζόταν πολλά χρόνια και είναι πολύ καλοί φίλοι. Είχε δώσει τα χέρια να του βαφτίζει παιδάκι όταν θα έκανε αλλά τελικά θα βαφτίσει το δικό του παιδάκι ο 47χρονος.
Για τον 46χρονο πρώην πρόεδρο του ΣΑΟΡ είπε ότι ήταν καλοί φίλοι από το 2011 κι έκαναν παρέα. Ερωτήθηκε για τις συχνές επικοινωνίες που είχε μαζί του και τις δικαιολόγησε λέγοντας πως τον έπαιρνε πολύ συχνά τηλέφωνο, όπως όταν τον έβλεπε στην τηλεόραση λόγω του ΣΑΟΡ να εμποδίζει πλειστηριασμούς, αλλά και να μιλήσουν για ψάρεμα, αφού και οι δυο τους ήταν καλοί ερασιτέχνες ψαράδες.
Για τον 23χρονο από τη Σκαλωτή Σφακίων απάντησε ότι ξέρει και αυτόν και τον αδελφό του από μικρά παιδιά, αφού γνώριζε καλά τους γονείς του.
Για τον 45χρονο Ρεθεμνιώτη επιχειρηματία ανέφερε ότι τον ήξερε, γνωριζόταν από παλιά ως νεαροί τότε και οι δύο, δεν είχε σχέσεις μαζί του κι ότι τυχαία το 2011 τον συνάντησε τυχαία στο πλοίο σε δρομολόγιο Πειραιά-Κρήτη.
Ερωτώμενος για τη σχέση του με άτομο από το νότιο Ρέθυμνο που είχε εμπλακεί και είχε δικαστεί για συμμετοχή σε απαγωγή άλλου επιχειρηματία, ο κατηγορούμενες απάντησε ότι ναι, τον γνωρίζει και έχουν κάποιες επαφές όχι όμως συχνές καθώς, όπως ανέφερε, το άτομο για το οποίο ερωτάται δεν έχει καλή σχέση με τα τηλέφωνα.
Για κάποια επικοινωνία που ερωτήθηκε απάντησε ότι αφορούσε τη μεσολάβηση και των δυο τους για κάποιους άλλους που είχαν οικονομική διαφορά.
Η δικαστική έδρα επέμεινε στις ερωτήσεις της για τις σχέσεις του κατηγορούμενου με το άτομο από το νότιο Ρέθυμνο, που να σημειωθεί ότι από τις αστυνομικές αρχές εθεωρείτο και αυτός ύποπτος για την απαγωγή Λεμπιδάκη, και ρωτώντας τον 46χρονο εάν τον Μάρτιο του 2017 βρέθηκε στο Βενιζέλειο νοσοκομείο, όπου ήταν άρρωστος και νοσηλευόταν ο πατέρας του άλλου ατόμου, απάντησε αρνητικά, επαναλαμβάνοντας ότι στην Κρήτη δεν ήρθε ποτέ το 2017.
Βρέθηκε τυχαία στην περιοχή του αεροδρομίου
Μικρής διάρκειας ήταν η απολογία του 41χρονου Ρεθεμνιώτη, κατοίκου Αθηνών, αδελφού του προηγούμενου κατηγορούμενου. Η δικογραφία τον θέλει να είναι αυτός που είχε θέσει υπό παρακολούθηση τον Μιχάλη Λεμπιδάκη στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» των Αθηνών, όπου παρέμεινε κατά την επιστροφή του από το εξωτερικό μέχρι να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο για να συνεχίσει το ταξίδι της επιστροφής του στο Ηράκλειο, την 30η Μαρτίου 2017, την ημέρα δηλαδή που έγινε η απαγωγή του.
Από τη σάρωση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας προέκυψε ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος ήταν στην περιοχή του αεροδρομίου.
Ο 41χρονος αρνήθηκε κάθε σχέση με την απαγωγή και δικαιολόγησε το στίγμα του τηλεφώνου του στην περιοχή του αεροδρομίου λέγοντας ότι εκείνη την ημέρα είχε πάει το αυτοκίνητο του σε κάποιο συνεργείο, στην ευρύτερη περιοχή. Απέδωσε δηλαδή σε σύμπτωση ότι την ημέρα και τις ώρες που ήταν ο κ. Λεμπιδάκης στο αεροδρόμιο κινήθηκε και ο ίδιος στην ευρύτερη περιοχή.
Ερωτώμενος για τηλεφωνικές του επαφές την περίοδο της απαγωγής με κάποιον κρατούμενο στις φυλακές Κορυδαλλού, απάντησε ότι επρόκειτο για έναν έγκλειστο επιχειρηματία με καταγωγή από το Ηράκλειο, ο οποίος του ζητούσε να βρει κάποια δουλειά στη σύζυγο του, η οποία ήταν άνεργη.
Τυχαία συνάντηση στην Αθήνα και οι συχνές επισκέψεις στα Σφακιά
Τον κύκλο των απολογιών έκλεισε 49χρονος Ρεθεμνιώτης κατηγορούμενος, επιχειρηματίας, πρώτος εξάδελφος άλλου κατηγορούμενου επιχειρηματία, με τον οποίο έχουν από κοινού επιχείρηση ελαιοτριβείου.
Και αυτός είχε τεθεί υπό παρακολούθηση από την Αστυνομία από τον Ιούλιο του 2017. Είχε συχνές επισκέψεις στα Σφακιά, κάποια ταξίδια στην Αθήνα και τηλεφωνικές επαφές με ορισμένους από τους άλλους κατηγορούμενους.
Ο 49χρονος αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε σχέση με την υπόθεση της απαγωγής. Ερωτήθηκε για κάποια συνάντηση του με τον 46χρονο κατηγορούμενο που μένει στην Αθήνα, όπως υπάρχει στη δικογραφία ως καταγεγραμμένη από τους αστυνομικούς που τους παρακολουθούσαν. Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι στο καφέ-μπαρ στην περιοχή Συγγρού των Αθηνών όντως πήγε την ημέρα που έχει καταγραφεί ωστόσο, όπως είπε, ήταν με παρέα δική του κι εκεί βρισκόταν ήδη ο 46χρονος τον οποίο χαιρέτησε διότι τον γνώριζε και στη συνέχεια κάθισε σε άλλο τραπέζι. Ήταν δηλαδή μια τυχαία συνάντηση κι ένας τυπικός χαιρετισμός.
Για 11 τηλεφωνικές επικοινωνίες που έχει κάνει με τον 41χρονο Ρεθεμνιώτη, κάτοικο Αθηνών, την περίοδο ομηρείας του Λεμπιδάκη, ερωτώμενος απάντησε ότι γνωρίζονται και επειδή εκείνος σε εργάζεται σε ένα γκουρμέ εστιατόριο στον Φάρο Ψυχικού, του τηλεφωνούσε είτε για να κλείσει τραπέζι στον ίδιο όταν βρισκόταν στην Αθήνα, είτε να κλείσει τραπέζι σε κάποιους φίλους του.
Σχετικά με τις συχνές του επισκέψεις στα Σφακιά ο κατηγορούμενος απάντησε ότι από κει είναι και η μητέρα του και ο πατέρας του, έχει πολλούς συγγενείς, αγαπά τον τόπο και πηγαίνει τακτικά.
Για τις συναντήσεις του με άλλα άτομα σε συγκεκριμένο σπίτι στον Βρασκά, σπίτι που έχει απασχολήσει αρκετά τις διωκτικές αρχές, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι είναι θείος του ο ιδιοκτήτης, γινόταν οικογενειακές συναθροίσεις, δεν πήγαινε νύχτα, όπως αναφέρεται στη δικογραφία, αλλά πήγαινε συνήθως από νωρίς και έμενε πολλές φορές μέχρι και αργά, ώρες δηλαδή που έχουν καταθέσει οι αστυνομικοί ότι τον είχαν εντοπίσει στο σημείο.
Αρνήθηκε ο κατηγορούμενος ότι ήταν συνωμοτικού χαρακτήρα συναντήσεις, λέγοντας ότι όλα γινόταν όπως συνηθίζεται στις κανονικές παρέες. Φαγητό, συζήτηση κ.λπ. Αν οι αστυνομικοί που παρακολουθούσαν το σπίτι και όσους πήγαιναν εκεί δεν άκουγαν τι γινόταν και χαρακτήρισαν ύποπτες αυτές τις συναντήσεις, οφείλεται, όπως είπε, στο γεγονός ότι κρυβόταν σε τέτοιο σημείο που δεν ήταν δυνατόν να ακούσουν ούτε καν μπαλωτιές αν παιζόταν.
Σε ερώτηση της έδρας για τακτική να πηγαίνουν στο συγκεκριμένο σπίτι ορισμένοι με σβηστά τα φώτα των αυτοκινήτων τους, απάντησε ότι ο ίδιος δεν τα έσβηνε ποτέ, αλλά και να ήθελε να τα σβήσει δεν γινόταν διότι το Ι.Χ. του είναι νέας τεχνολογίας και όσο βρίσκεται εν κινήσει δεν γίνεται να σβήσουν τα φώτα.
Ερωτήθηκε για ποιο λόγο όταν επιστρέφοντας τον Ιούλιο από ένα ταξίδι του στην Αθήνα αντί να πάει κατευθείαν στο Ρέθυμνο στο σπίτι του εκείνος προτίμησε να πάει πρώτα στα Σφακιά και μετά στο Ρέθυμνο, απάντησε ότι κρατούσε κάτι που έπρεπε να το πάει στον θείο του.
Όταν ερωτήθηκε από την πρόεδρο για κάποια συνάντηση που είχε στις 31 Ιουλίου 2017 στον Βρασκά Σφακίων, με ένα άτομο από το νότιο Ρέθυμνο, εμπλεκόμενο παλιότερα σε άλλη απαγωγή επιχειρηματία, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι η συνάντηση αυτή αφορούσε σασμό για δυο άτομα για τον οποία είχαν μεσολαβήσει.
Για τη σχέση του και τις συχνές επαφές με τον 45χρονο πρώτο εξάδελφο του ανέφερε πως δεν είναι μόνο συγγενείς αλλά και φίλοι και συνεργάτες, αφού έχουν μαζί επιχείρηση ελαιοτριβείου. Αυτό, ανέφερε, δικαιολογεί τη συχνή επαφή μαζί του.