Tους τρεις καθηγητές Αρχιτεκτονικής: Νικόλαο Μουτσόπουλο, Ιωάννα Στεριώτου και Ιορδάνη Δημακόπουλο, τίμησε το βράδυ του Σαββάτου ο Σύλλογος Κατοίκων Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου, σε σχετική εκδήλωση που διοργάνωσαν για τους τρεις αυτούς ανθρώπους που συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάδειξη και σωτηρία του ιστορικού κέντρου.
Ο Σύλλογος Κατοίκων Παλιάς Πόλης τους απένειμε μια πλακέτα με το ιδεόγραμμα της Παλιάς Πόλης, ενώ στην ίδια εκδήλωση και ο Δήμος Ρεθύμνου μετά την σχετική απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου τους απένειμε διάκριση παραδίδοντάς τους το ασημένιο νόμισμα με την αποτύπωση του σήματος της πόλης «τα δελφίνια», η οποία συνοδεύεται από πάπυρο στον οποίο αναγράφεται η απόδοση της τιμητικής διάκρισης.
Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Σπίτι του Πολιτισμού, παραβρέθηκαν αρχές και φορείς της πόλης, αλλά και πολίτες που με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησαν τις εισηγήσεις για το έργο και την προσφορά των τριών αρχιτεκτόνων στην πόλη μας. Μια μελέτη που αποτελεί το βασικότερο εργαλείο για το ιστορικό κέντρο πλήρως τεκμηριωμένο επιστημονικά αλλά και ερευνητικά που αναδεικνύει το μεγαλείο του ιστορικού κέντρου αλλά και την επιτακτική ανάγκη διάσωσής τους. Μια μελέτη η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει πυξίδα και σήμερα για Δήμο και κατοίκους η οποία, ωστόσο ουδέποτε μέχρι σήμερα εφαρμόστηκε αφού δεν έχει νομοθετηθεί, γεγονός για το οποίο δεν έκρυψαν τη δυσαρέσκειά τους οι μελετητές-αρχιτέκτονες.
Η τιμητική βραδιά πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Ημέρες Ρεθύμνου», που διοργανώνει ο Σύλλογος Κατοίκων Παλιάς Πόλης.
Ο Θωμάς Κρεβετζάκης, πρόεδρος του Συλλόγου Κατοίκων Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου, μίλησε για την καθοριστική συμβολή των ανθρώπων αυτών στη διατήρηση και διαφύλαξη της παλιάς πόλης, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι η μελέτη αυτή που έγινε το 1983, ουδέποτε εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ προχωρημένη για την εποχή της.
«Το Ρέθυμνο τιμά με μια σχετικά μεγάλη καθυστέρηση τους τρείς αρχιτέκτονες που βοήθησαν τόσο στη διάσωση της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου, αλλά κυρίως στην ανάδειξή της. Αυτό το οποίο όλοι εμείς καρπωνόμαστε σήμερα ως κάτοικοι και ως επαγγελματίες στην πόλη του Ρεθύμνου εν πολλοίς οφείλεται σε αυτούς τους τρείς σπουδαίους αρχιτέκτονες. Η μελέτη του κ. Μουτσόπουλου, ακόμη και σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες και για πάρα πολλά χρόνια διδάσκονταν και ως μάθημα στα Πανεπιστήμια, το πώς ακριβώς δημιουργείται και οργανώνεται μια μελέτη. Δυστυχώς όλος ο όγκος της μελέτης δεν εφαρμόστηκε ποτέ στον Δήμο Ρεθύμνου και θεωρώ ότι τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά για την πόλη μας. Η κυρία Στεριώτου με τη μελέτη της για τις οχυρώσεις της Φορτέτζας ανέδειξε όλο το φρούριο και σαν κέντρο της αρχιτεκτονικής της Μεσογείου. Αντίστοιχα ο κ. Δημακόπουλος με το βιβλίο του, τα σπίτια της πόλης του Ρεθύμνου και την ενασχόλησή του με την Κρήτη, ανέδειξε όλα αυτά τα στοιχεία της συνέχειας των Ενετών στην Κρητική αρχιτεκτονική και παράδοση. Η μελέτη αυτή με τη σημερινή πραγματικότητα είναι η νύχτα με τη μέρα. Αρκεί να σας πω ότι η μελέτη του κ. Μουτσόπουλου προέβλεπε από τότε ρυθμίσεις κυκλοφοριακών, χρήσεις γης και ολοκληρώθηκε το 1973. Επιπλέον, το πώς διαμορφώνονται οι ακάλυπτοι και οι ελεύθεροι χώροι, πως γίνονται οι αναστηλώσεις, πως προβάλλονται τα μνημεία, ποια είναι τα εντασσόμενα και υπό ένταξη μνημεία και αυτό που αποδεικνύεται είναι πως ποτέ δεν εφαρμόστηκε και δεν μελετήθηκε όπως πραγματικά θα έπρεπε η συγκεκριμένη μελέτη», και πρόσθεσε ότι «θα μπορούσε να εφαρμοστεί έστω και τώρα».
Εκ μέρους της Εφορίας Αρχαιοτήτων η προϊσταμένη Αναστασία Τζιγκουνάκη, στον χαιρετισμό της τόνισε: «Είναι σπάνιο και πολύτιμο μια διατριβή, μια μελέτη να παραμένει σύγχρονη και επίκαιρη υπερισχύοντας τον χρόνο, των μεταβολών, νέων στοιχείων, τρόπος προσέγγισης και γενικότερα της εξέλιξης της έρευνας. Να γίνεται διαχρονικό και σταθερό εργαλείο στα χέρια των ερευνητών της κάθε επόμενης γενιάς. Να αναγνωρίζεται το έργο αυτό από τους πολίτες και να αισθάνονται την ανάγκη της ευχαριστίας για την σπουδαία συμβολή. Είναι σπάνιο και πολύτιμο το έργο του Νικόλαου Μουτσόπουλου, της Ιωάννας Στεριώτου και του Ιορδάνη Δημακόπουλου και η σημερινή τελετή είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής από όλους εμάς για τις σταθερές βάσεις που προσέφεραν στις προσπάθειές μας για τη διατήρηση και ανάδειξη της ιστορικής αυτής πόλης και γι’ αυτό τους ευχαριστούμε θερμά».
Ι. Στεργιώτου: «Πρέπει όλοι μαζί να διατηρήσετε και να βελτιώσετε την εικόνα της Παλιάς Πόλης»
Η Ιωάννα Στεριώτου κατά την τριετία 1973-1975 ερεύνησε επί τόπου τις βενετικές οχυρώσεις της πόλης, τεκμηριώνοντας με τη διδακτορική της διατριβή όχι μόνο τη Φορτέτζα αλλά και το προγενέστερο περιμετρικό τείχος και το ακόμη πιο παλιό Castell Vecchio. Η ερευνήτρια συνέχισε να ασχολείται με τις οχυρώσεις του Ρεθύμνου ενσωματώνοντας νεότερα στοιχεία στη δεύτερη έκδοση του δίτομου βιβλίου της «Οι βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου» και προσφέροντας νεότερες δημοσιεύσεις, με αναλυτικότερη διαπραγμάτευση κάποιων θεμάτων.
Για την Ιωάννα Στεριώτου μίλησε ο πολιτικός μηχανικός Άρης Χατζηδάκης, υπογραμμίζοντας το τεράστιας κλίμακας πρωτογενές υλικό που συγκέντρωσε και ανέδειξε για τις βενετικές οχυρώσεις της πόλης, αλλά και το φρούριο της Φορτέτζας, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Η κυρία Στεριώτου «άνοιξε» μια περιοχή που ήταν άγνωστη. Νομίζω ότι έχουμε να την ευχαριστήσουμε γιατί «άνοιξε» ένα κεφάλαιο που λέγεται οχυρωματική αρχιτεκτονική της βενετσιάνικης περιόδου και το άνοιξε με νέα τρόπο που μας υποχρεώνει να έχουμε και εμείς μια παρόμοια επάρκεια. Ξεκίνησε αυτός ο τομέας έχοντας ένα ψηλό πήχυ που αναγκάζει οποιοδήποτε ασχοληθεί από ‘δω και πέρα να έχει αντίστοιχες φιλοδοξίες. Ο όγκος των δεδομένων που επεξεργάστηκε σε πρωτογενή μορφή ήταν τεράστιος και πλήρης. Την ευχαριστούμε πάρα πολύ που μας άφησε ένα τέτοιο τεράστιο έργο από το οποίο μπορούμε να πάρουμε δύναμη, να μελετήσουμε να γίνουμε σοφότεροι και να προσπαθήσουμε να βάλουμε και εμείς ένα λιθαράκι».
Η κυρία Στεριώτου εμφανίστηκε συγκινημένη για την απονομή της τιμητικής διάκρισης και γυρνώντας πίσω τον χρόνο μίλησε για την έρευνα που έκανε, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Νιώθω πάρα πολύ συγκινημένη και πάρα πολύ ευτυχής, διότι ο κόπος τόσων χρόνων δουλειάς αναγνωρίζεται. Πραγματικά ήταν κάποιες συγκυρίες , κάποια τυχαία γεγονότα που ξεκίνησε όλη αυτή η προσπάθεια που λέγεται Ρέθυμνο, έρευνα στη Βενετία και διατριβή. Βρέθηκα τελείως τυχαία εδώ πριν από πάρα πολλά χρόνια σαν φοιτήτρια, συγκεκριμένα 48 χρόνια πριν και συνέπεσαν όλα αυτά και με τον καθηγητή κ. Νίκο Μουτσόπουλο, με τον οποίο ολοκλήρωσα τη διατριβή μου και μετά μεταπήδησα στο Υπουργείο Πολιτισμού, υπηρέτησα στην Κρήτη, έζησα την Κρήτη από κοντά, είχα τα μνημεία δίπλα μου και συνεχίστηκαν οι έρευνες στα αρχεία της Βενετίας. Όλα ξεκίνησαν από το Ρέθυμνο και καταλήγουν στο Ρέθυμνο. Ήταν μια μεγαλειώδης δουλειά και απορώ τώρα που τη βλέπω πως είχα την υπομονή, φυσικά όχι μόνο εγώ αλλά και πολλοί άλλοι ερευνητές και σε άλλους κλάδους. Ήμουν η πρώτη αρχιτέκτονας που έμεινε στο Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας και ερεύνησα τα αρχεία της Βενετίας γι αυτού του είδους τα μνημεία. Ήταν ένας τελείως πρωτόγνωρος τομέας στην ιστορία της αρχιτεκτονικής , χωρίς προηγούμενο και στην Ελληνική βιβλιογραφία γι αυτό βγήκε μεγάλος ο όγκος της δουλειάς. Έπρεπε να ερμηνεύσω τις κατασκευές αυτές, όχι από βιβλιογραφία που υπήρχε πολύ μεγάλη, στην Ευρωπαϊκή βιβλιογραφία για φρούρια με προμαχώνες αλλά από τις πραγματείες των ίδιων των μηχανικών εκείνης της περιόδου».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε η κυρία Στεριώτου στο φρούριο της Φορτέτζας, τονίζοντας μεταξύ άλλων:
«Το φρούριο της Φορτέτζας είναι ένα ξεχωριστό πράγμα, ένα αυτοτελές μνημείο, ένας ιστορικός χώρος και τοπόσημο για την πόλη. Είναι μέσα στην πόλη και εύκολα προσπελάσιμο όχι πάντοτε τόσο εύκολα για φρούρια που είναι συνήθως σε εξοχές πιο απόμερα και απόκρημνα μέρη και είναι μέσα σε ένα χώρο που έχει αρκετό τουρισμό. Με όλη τη φροντίδα από πλευράς Δήμου και κυρίως Αρχαιολογικής υπηρεσίας διατηρείται μια προσβασιμότητα και μια καινούργια χρήση στο φρούριο η οποία είναι αρκετά συμβατή με τα διεθνή δεδομένα. Ότι έχει γίνει είναι εύκολα αναστρέψιμο για να πούμε ότι θα μπορεί να γίνει και καλύτερα. Δεν έχει υποστεί βλάβη το μνημείο αυτό καθ εαυτό».
Σχολιάζοντας τη σημερινή εικόνα που παρουσιάζει συνολικά το ιστορικό κέντρο η κυρία Στεριώτου, τόνισε πως η μελέτη που έγινε δεν εφαρμόστηκε στο σύνολό της, ενώ όπως υπογράμμισε η φυσιογνωμία της αλλοιώνεται από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, οι οποίες πρέπει να περιοριστούν μέσα από κοινή προσπάθεια Δήμου και κατοίκων για να διαφυλαχτεί το ιστορικό μνημείο.
Χαρακτηριστικά, ανέφερε: «Η παλιά πόλη κρατάει έναν χαρακτήρα από τη δομή της η πόλη, με τα στενά δρομάκια, με τις καρπωτές της όψεις, τις γωνίες, τα παράθυρα την κλίμακα που παρόλες τις κακοποιήσεις έχει διατηρηθεί. Βέβαια ποτέ δεν εφαρμόστηκε κανονικά και νομοθετικά και διοικητικά απόλυτα η μελέτη που είχαμε κάνει τότε με επικεφαλής τον καθηγητή Νίκο Μουτσόπουλο και τον Γιώργο Ζέρβα. Εφαρμόστηκε ατύπως σε κάποια τμήματα και όποτε βόλευε από την αρχαιολογική υπηρεσία όμως διατήρησε τον χαρακτήρα. Κάποιες επεμβάσεις θα μπορούν να είναι λίγο πιο ήπιες για να καταλαβαίνει κανείς ότι είναι στο Ρέθυμνο, όπως οι τέντες , οι επιγραφές, οι κρεβατίνες των εστιατορίων, τα τραπεζάκια κάτι που συμβαίνει σε όλες τις Ελληνικές πόλεις.
Είναι θέματα που μπορεί κανείς χωρίς πολλές και κοστοβόρες κινήσεις να βελτιώσει πολύ την εξωτερική εικόνα, δηλαδή του δημόσιο χώρου. Αυτό σημαίνει όμως πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια από την πλευρά του Δήμου, της Αρχαιολογικής υπηρεσίας, μια ευελιξία στην προσέγγιση των ζητημάτων από πλευράς των υπηρεσιών, καλή θέληση και να πεισθούν και οι ιδιώτες, να συνομολογήσουν για να κάνουν συντονισμένα κάποιες τέτοιες επεμβάσεις. Είναι πράγματα που μπορούν να διορθωθούν. Θυμάμαι ξανά τις αρχές της δεκαετίας του ’70 πριν αρχίσει η τουριστική ανάπτυξη στο Ρέθυμνο, όπου είχε μάθει ο κόσμος τι συμβαίνει με τη μελέτη της παλιάς πόλης και η μεγάλη έγνοια και αγωνία των ιδιοκτητών ήταν να τους αφήσουμε να κάνουν τουλάχιστον τον τρίτο όροφο, απ’ όλους. Ευτυχώς ως προς αυτόν τον τομέα, παρά τις όποιες άλλες αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς για τις συμπεριφορές των στελεχών της αρχαιολογικής υπηρεσίας, χάρη σε αυτή την υπηρεσία διατηρήθηκε ό,τι διατηρήθηκε και όπως διατηρήθηκε με πολλές δυσκολίες και για τους πολίτες, οι οποίοι βέβαια έχουν τις περιουσίες τους και θέλουν γρήγορες και αποτελεσματικές αποφάσεις από τις υπηρεσίες διοίκησης για να προχωρήσουν στις επεμβάσεις που οφείλουν να κάνουν. Στο Ρέθυμνο, όπως και στα Χανιά, ολόκληρη η πόλη είναι ένα ιστορικό μνημείο επομένως υπάρχει μια βάση, η οποία παρά τις επεμβάσεις έχει διατηρήσει τον ιστορικό χαρακτήρα και πρέπει οι ντόπιοι και πιο πολλοί οι κάτοικοι να το πιστέψουν και να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν οι νέοι κυρίως, για να το διατηρήσουν και να βελτιώσουν την εικόνα του Ρεθύμνου».
Ν. Μουτσόπουλος: «Αναγκαία η νομοθέτηση της μελέτης για τη διάσωση του ιστορικού κέντρου»
Ο εκπαιδευτικός Χάρης Στρατιδάκης, παρουσίασε το έργο και τη συνεισφορά του Ν. Μουτσόπουλου. Ο καθηγητής του ΕΜΠ Νικόλαος Μουτσόπουλος σε συνεργασία με τους Ζέρβα, Μοροπούλου, Ροδολάκη και Γκανούλη και τους φοιτητές τους, προσέφεραν στο Ρέθυμνο το 1973 την αξεπέραστη «Μελέτη Προστασίας και Αναδείξεως της Παλαιάς Πόλεως Ρεθύμνης». Για την εκπόνησή της προσέφεραν εθελοντική εργασία -ως πρακτική άσκηση- δεκάδες φοιτητές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, οι οποίοι εργάστηκαν σ’ ένα περιβάλλον τότε εχθρικό. Ο κ. Στρατιδάκης, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η μελέτη Μουτσόπουλου υπήρξε πρότυπη στο είδος της και περιελάμβανε αναλυτικές περιγραφές του ιστού των όψεων, των κτισμάτων των ιστορικών κτιρίων. Περιελάμβανε επίσης μελέτη εφαρμογής για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν σε βάθος χρόνου και την κοστολόγησή τους. Εν ολίγοις τεκμηριώνει 750 βενετσιάνικα σπίτια με οθωμανικές προσθήκες και κατασκευές, 72 διευρυμένες γωνίες και πολλές δεκάδες κιόσκια, μέγαρα, διαβατικά και μια ολόκληρη σειρά μνημείων, το φρούριο, τζαμιά.
Τεκμηριώθηκαν ακόμα αυλές, καπνοδόχοι, λιόφυτα και πολλά ακόμα στοιχεία της παλιάς πόλης. Οποιαδήποτε μελέτη ακολούθησε ακαδημαϊκή εφαρμογή στηρίχτηκε στη μελέτη Μουτσόπουλου. Οι ειδικοί όροι για την παλιά πόλη του Ρεθύμνου 1976, το Προεδρικό Διάταγμα του 1978 με το οποίο χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός οικισμός, αλλά και το διάταγμα προστασίας της το 1985 στηρίχτηκαν σε αυτήν.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης παρουσιάστηκε βίντεο, όπου ο κ. Μουτσόπουλος απαντούσε σε ερωτηματολόγιο που του είχε σταλεί από τον Σύλλογο Κατοίκων Παλιάς Πόλης σε συνέντευξη που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Κώστα Μπλιάτκα. Μεταξύ άλλων ο αρχιτέκτονας Ν. Μουτσόπουλος μίλησε για τους ίδιους τους κατοίκους του ιστορικού κέντρου, με τους οποίους συνεργάστηκε, αναφέρθηκε ωστόσο στις δυσκολίες που συνάντησε ο ίδιος και η ομάδα του κατά την εκπόνηση της μελέτης, τονίζοντας ωστόσο ότι παρά το ότι η μελέτη ήταν αναλυτικότατη για κάθε σπίτι και κτίριο αυτή ουδέποτε εφαρμόστηκε. Ο ίδιος ωστόσο επέστησε την προσοχή αρχών και πολιτών για τη σημασία της και την σπουδαιότητα της διάσωσης του ιστορικού κέντρου της πόλης.
Ειδικότερα, ο κ. Μουτσόπουλος μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αγαπητοί ρεθεμνιώτες, ιδιαίτερα αγαπητοί κάτοικοι της πόλεως του Ρεθύμνου, με τους οποίους είχα συνδεθεί τα χρόνια εκείνα τα παλιά, τα τόσο δημιουργικά. Ήταν για μένα μεγάλη χαρά η ενασχόλησή μου με τη μελέτη της παλιάς πόλης και της Φορτέτζας του Ρεθύμνου, μια εμπειρία που μου έχει μείνει αξέχαστη και που με βοήθησε πολύ και στις παραπέρα μελέτες μου. Ήταν επίσης χαρά γιατί γνώρισα σε βάθος τον χαρακτήρα και τη λεβεντιά των κρητών, στους οποίους εμείς οι Μακεδόνες οφείλουμε πολλά, γιατί ήταν οι πρώτοι που έσπευσαν να βοηθήσουν τον μακεδονικό αγώνα και οι Μακεδόνες δεν λησμονούν ποτέ.
Τότε οι άνθρωποι ενημερώθηκαν εν πολλοίς για τη σημασία, όχι μόνο να στηρίξεις, να αναστηλώσεις ή να συντηρήσεις ένα κτίσμα αλλά στην ουσία να κατανοήσουν πράγματα απλά και να συμμετάσχουν στον αγώνα που λέγεται αναβίωση.
Το θέμα δεν ήταν τα ντουβάρια αλλά στο νέο κτίσμα που θα δημιουργηθεί να διατηρήσει τις μορφές και την ψυχή του παλιού κτίσματος, να μπορέσει να βιώσει και να συνηθίσει τις εμπειρίες του ιστορικού βίου του παρελθόντος με όλα τα σύγχρονα μέσα που προσφέρει η επικοινωνία. Και γι’ αυτό για μένα υπήρξε γόνιμη εμπειρία η συνεργασία με το Ρέθυμνο και την τοπική κοινωνία. Νομίζω ότι είναι κρίσιμο να αναλογιστούμε σε τι κατάσταση ήταν το περιβάλλον εκείνη την εποχή που η ομάδα μου άρχισε να ασχολείται με τις εργασίες που ήταν απαραίτητες για τη συγκέντρωση του υλικού για τη διάσωση του ιστορικού κέντρου του Ρεθύμνου. Ο κόσμος ήταν ανενημέρωτος και ενίοτε όχι ιδιαίτερα φιλικός. Γιατί, πάντα όταν μεσολαβούν μηχανικοί, ξένοι σε ένα οικονομικό ιστό, οι κάτοικοι υποψιάζονται ότι κάτι θα τους αφαιρεθεί από την ιδιοκτησία τους. Αυτό το πράγμα δυσχέραινε την όλη κατάσταση, τα μέσα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, δεν είχαμε συμπαράσταση ούτε καν με συνεργεία, εμπόδια τα οποία προσπαθούσαμε να τα υπερβούμε με εθελοντές, με συμμετοχές ανιδιοτελείς πανεπιστημιακών, στους οποίους οφείλονται πολλές ευχαριστίες.
Το ερώτημα που πλανάται είναι τί είναι ακριβώς αυτό που μπορεί να αναδείξει, να διασώσει, να μας πάει στη μακροημέρευση; Η απάντηση είναι εύκολη για ένα ειδικό επιστήμονα και είναι μονολεκτική: να δοθούν με κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο οι αρμόζουσες χρήσεις στον οικισμό. Αν δεν δοθούν, η τελειότερη αναστήλωση να έχει γίνει, ο οικισμός θα συνεχίσει να υποβιβάζεται και να διώκεται και αυτό είναι το πιο δύσκολο και χρειάζεται τη μεγαλύτερη συμμετοχή των κατοίκων. Σε μια υποθετική ερώτηση, ιδιαίτερα το Ρέθυμνο τι σημασία έχει να ενταχτεί στους οικισμούς του ελλαδικού χώρου; Η απάντηση είναι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία, όπως έξαλλου ιδιαίτερη σημασία έχουν και τα Χανιά. Αυτό που έχει για το Ρέθυμνο σημασία είναι ότι είναι μια υποδειγματική πόλη της εποχής της ενετοκρατίας και ιδανικές πόλεις δεν υπήρξαν ποτέ.
Το Ρέθυμνο μπορεί να αγκαλιάσει και να γίνει το κέντρο όλων των αντίστοιχων ερευνών των οχυρωμένων οικισμών, σε αντίθεση με τους αντίστοιχους χρονολογικά αραβικούς οικισμούς.
Πραγματικά χαίρομαι που επικοινωνώ ξανά με τους Ρεθεμνιώτες και ιδιαίτερα με τους κατοίκους και να τους υπενθυμίσω τις υποσχέσεις που δίναμε μεταξύ μας να συνεχίσουμε και να υλοποιήσουμε το έργο ως την τελευταία του λεπτομέρεια. Γιατί η μελέτη περιέχει άπειρα στοιχεία ακόμα και με τις ταμπέλες στους δρόμους που θα πρέπει να σχεδιάσουμε και να κατασκευάσουμε, όπως και οποιαδήποτε μορφή των περιπτέρων.
Η μόνη μου ικανοποίηση για όλη αυτή τη μοίρα της μελέτης είναι μια δήλωση μιας έμπειρης Εφόρου Αρχαιοτήτων της περιοχής, η οποία μου είπε -δεν νομοθετήθηκε ποτέ τίποτα για τη μελέτη – όμως όλο το υλικό που μας καταθέσατε για σπίτι σπίτι, για 3.700 σπίτια για κάθε δρόμο, επειδή κάθε μέρα δεχόμαστε τις αιτήσεις για τροποποιήσεις-για αλλαγή ενός πατζουριού με βάση τη μελέτη τα εφαρμόζουμε ανεπισήμως και μη εγκεκριμένη ούσα. Ευχαριστώ και πάλι και εύχομαι να ολοκληρωθεί η ωραία πόλη του Ρεθύμνου που τόσο αγάπησα».
Η συνεισφορά του Ι. Δημακόπουλου ήταν καταλυτική για την καταγραφή των ιδιωτικών κατοικιών που έχουν διασωθεί
Ο Ιορδάνης Δημακόπουλος, ο οποίος υπηρέτησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία, με τις έρευνές του και τη διδακτορική του διατριβή το 1974, που είχε ως θέμα την αρχιτεκτονική των βενετσιάνικων σπιτιών της Παλιάς Πόλης του Ρεθύμνου, θεμελίωσε τη θέση ότι αυτή προσφέρει εικόνα όχι μεσαιωνική αλλά όψιμη αναγεννησιακή, με στοιχεία προχωρημένου μπαρόκ. Στην παραπάνω μελέτη προσέθεσε μια παράλληλη σειρά επιστημονικών δημοσιεύσεων, για τη Λότζια, για την πόλη μετά την επιδρομή του Ουλούτζ Αλή, για το θύρωμα του τεμένους Γαζή Χουσεΐν Πασά και για κρήνη Rimondi.
Η αρχαιολόγος Πετρούλα Βαρθαλίτου παρουσίασε το έργο του κ. Ι. Δημακόπουλου και υπογράμμισε την πολύτιμη συνεισφορά του τόσο στην εμπεριστατωμένη και συστηματική καταγραφή των ιδιωτικών κατοικιών που διασώθηκαν στο πολεοδομικό ιστό της πόλης όσο και ερευνητικά, αφού ανέδειξε την εγχώρια αναγεννησιακή αρχιτεκτονική που αναπτύχτηκε στην Κρήτη.
Η ίδια μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η απόφαση του Δημακόπουλου να ασχοληθεί σοβαρά και συστηματικά με την ιστορία της αρχιτεκτονικής της πόλης του Ρεθύμνου, συνέπεσε με την ευτυχή συγκυρία με τις πρώτες προσπάθειες για το χαρακτηρισμό της. Εκπλήρωσε όχι μόνο ένα επιστημονικό ενδιαφέρον, αλλά συνέβαλε στην προσπάθεια ανάδειξης και διάσωσής της. Η διατριβή του πρόσφερε πολλά. Πρόσφερε γνώσεις, δίδαξε μεθοδολογία, έμπνευσε θαυμασμό και αγάπη για την πόλη του Ρεθύμνου και παρότι εμείς οι κάτοικοι και οι υπεύθυνοι για την διαχείρισή της δεν την εκμεταλλευτήκαμε όπως έπρεπε, για την ανάδειξη της παραμένει η συστηματικότερη και πλέον τεκμηριωμένη καταγραφή των ιδιωτικών κατοικιών που έχουν διασωθεί μέσα στο πολεοδομικό ιστό.
Έχει αποτυπωθεί με σχεδιαστική ακρίβεια ένας μεγάλος αριθμός κτιρίων και αρχιτεκτονικών λεπτομερειών που έχουν αρχειοθετηθεί και χρονολογηθεί με βάση τα κατασκευαστικά και μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Ουσιαστικότερη συνεισφορά του στην έρευνα η πρωτοτυπία της διατριβής του, είναι η αναγνώριση μιας εγχώριας αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες της ενετοκρατίας στην Κρήτη από το συγκερασμό της ιταλικής κυρίως τέχνης με την τοπική παράδοση».
Απονομή τίτλου και από τον Δήμο Ρεθύμνου
Εκ μέρους του Δήμου Ρεθύμνου, ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Γιώργος Σκορδίλης, απένειμε την τιμητική διάκριση στους τρεις αρχιτέκτονες παραδίδοντάς τους το μετάλλιο της πόλης, που είναι το ασημένιο νόμισμα με την αποτύπωση του σήματος της πόλης «τα δελφίνια», η οποία συνοδεύεται από πάπυρο στον οποίο αναγράφεται η απόδοση της τιμητικής διάκρισης.
Στον σύντομο χαιρετισμό του ο κ. Σκορδίλης που παρέδωσε τη διάκριση στην κυρία Στεριώτου, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Απονέμουμε την τιμητική διάκριση στους τρεις αρχιτέκτονες που συνέβαλαν στο πλαίσιο των επαγγελματικών και επιστημονικών τους αναζητήσεων, στην καταγραφή και ανάδειξη της πλούσιας ιστορίας της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην παροχή στέρεης και επιστημονικά τεκμηριωμένης γνώσης, την οποία ο Δήμος Ρεθύμνου αξιοποίησε στην επιτυχή έκβαση του αγώνα που έδωσε για τη διάσωση και την προστασία της παλιάς πόλης και συνεχίζει να αξιοποιεί στη διαρκή του προσπάθεια για την ανάδειξη της ιστορικής παραδοσιακής και αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής φυσιογνωμίας του ιστορικού μας κέντρου», ενώ επεσήμανε και τη δέσμευση του Δήμου για την οργάνωση επιστημονικής συνάντησης με στόχο την πλήρη καταγραφή και αποτύπωση της ιστορίας της παλιάς πόλης και τον προγραμματισμό δράσεων για τη διαρκή προστασία και ανάδειξή της.
Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε και ο τέως δήμαρχος Ρεθύμνου Δ. Αρχοντάκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τους τρεις τιμώμενους στην εκδήλωση, παραβρέθηκε μόνο η κυρία Ι. Στεριώτου, ενώ οι κ. Δημακόπουλος και Μουτσόπουλος δεν μπόρεσαν να έρθουν, αποδέχτηκαν ωστόσο την τιμητική διάκριση.