Σε φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα τιμήθηκε χθες στη Λαμπηνή το ολοκαύτωμα της ιστορικής εκκλησίας και η σφαγή των κατοίκων από τους Τούρκους του Αλμπάν μπέη.
Η χειμωνιάτικη μέρα δεν εμπόδισε την προσέλευση. Αντίθετα εναρμονιζόταν με την επέτειο, αφού και τότε επικρατούσε βαρυχειμωνιά.
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους η αντιπεριφερειάρχης κ. Μαρία Λιονή, ο δήμαρχος Αγίου Βασιλείου κ. Γιάννης Ταταράκης, ο περιφερειακός σύμβουλος κ. Κώστας Δανδουλάκης, ο αντιδήμαρχος κ. Γιάννης Νεκτάριος Χαραλαμπάκης, η εντεταλμένη σύμβουλος του δήμου κ. Βαγγελιώ Γλαμπεδάκη και άλλοι επίσημοι.
Η ελπίδα έδινε κουράγιο
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο λογοτέχνης κ. Γεώργιος Σηφάκης (Σιμισακογιώργης) που αναφερόμενος στο χρονικό της ημέρας είπε:
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος εν έτι 2020, ημέρα της εορτής του Αγίου Ευθυμίου δηλαδή στις 20 του Γενάρη, βρεθήκαμε στη Λαμπηνή για να τιμήσουμε την μνήμη αυτών που μαρτύρησαν, έχυσαν το αίμα τους η έχασαν την ελευθερία τους, για να ζούμε σήμερα ελεύθεροι. Καθήκον μας λοιπόν είναι να αναφερόμαστε στο χρονικό της θυσίας στη Λαμπηνή αφενός μεν για να μην το ξεχνάμε, αφετέρου δε για να το μαθαίνουν οι νεότεροι και μέσα από αυτό να διατηρούν υψηλό το πατριωτικό φρόνημα που τα τελευταία χρόνια έχω την εντύπωση ότι έχει ατονήσει για διάφορους λόγους.
Βρισκόμαστε στο 1829, δηλαδή 8 χρόνια μετά την κήρυξη της επανάστασης του 1821 που υπήρξε ορόσημο για την πορεία του Ελληνισμού. Υπάρχει ήδη μια κόπωση των επαναστατών μετά από τόσα χρόνια αγώνα, τόσων θυσιών και προσπαθειών, η ελπίδα όμως ότι θα κερδίσουν την ελευθερία παραμένει ζωντανή και τους δίνει κουράγιο.
Οι μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία η κάθε μια για το δικό της συμφέρον, θέλουν να υπογράψουν πρωτόκολλο συμφωνίας με την υψηλή πύλη για ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Παρά τις προσπάθειες ανθελλήνων να μην επιτευχθεί η συμφωνία, ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος το 1828 παίζει καθοριστικό ρόλο ώστε να καμφθεί η Τούρκικη διπλωματία και να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της.
Στην Κρήτη έχουν γίνει αμέτρητες επαναστάσεις που δυστυχώς δεν έφεραν το πολυπόθητο αποτέλεσμα της ελευθερίας, έχουν χαθεί πολλοί αγωνιστές και άμαχος πληθυσμός, έχοντας όμως προξενήσει και απώλειες στον κατακτητή. Ο αγώνας των Κρητών χαρακτηρίζεται από ιστορικούς ως μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ελληνικού έθνους, διότι ενώ είχαν πληρώσει ακριβά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, τα επόμενα χρόνια δεν δίστασαν να αρχίσουν αγώνα με αφορμή την επανάσταση του 1821 και να δημιουργήσουν πολλά προβλήματα στους Τούρκους οι οποίοι καταδυναστεύουν τους χριστιανούς.
Ένας φοβερός δυνάστης
Μέσα σε αυτόν τον αγώνα εντάσσεται και το ιστορικό του ολοκαυτώματος στην Λαμπηνή Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου όπου κατοικούσε ο Αλμπάνης, ένας φοβερός δυνάστης απόγονος Ενετών φεουδαρχών που είχαν αλλαξοπιστήσει μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους. Ο Αλμπάνης ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας έχοντας περιουσία όχι μόνο στην περιοχή της Λαμπηνής αλλά και στο Πέραμα, στην Αγία Τριάδα και στην περιοχή νότια της πόλης που ονομάζεται ακόμα του Αλμπάνη το μετόχι.
Κατά την επανάσταση του 1821 οι κατακτητές στην Κρήτη διαισθανόμενοι ότι το κλίμα άρχισε να βαραίνει, έπαιρναν προφυλάξεις, έτσι και ο Αλμπάνης έφυγε από την Λαμπηνή και κατέβηκε στο Ρέθυμνο ώστε να είναι πιο ασφαλής. Κατά διαστήματα πήγαινε στο χωριό ώστε να εισπράττει αβάσταχτους φόρους και να επιβλέπει τους υποτακτικούς του στα κτήματα του, συμπεριφερόμενος πολύ σκληρά στους κατοίκους του χωριού.
Σε μια επίσκεψή του έπεσε σε ενέδρα του Φουρογιάννη, ενός ψυχωμένου Λαμπηθιανού που θέλοντας να απαλλάξει τον τόπο από δυνάστη, τον πυροβόλησε χωρίς δυστυχώς να τον σκοτώσει, λέγεται όμως ότι η σφαίρα πέρασε τόσο κοντά ώστε του τρύπησε το φέσι.
Αυτό το γεγονός υπήρξε αφορμή ώστε ο αιμοβόρος Αλμπάνης έβαλε σκοπό να «χαλάσει» (δηλαδή να σκοτώσει ) τον Φουρογιάννη και να κάνει στο χωριό.
Δεν έδειξε τις προθέσεις του αντιθέτως άφησε να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα ώστε να ξεχαστεί το περιστατικό, χαλαρώνοντας τα εισπρακτικά μέτρα για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Λαμπηθιανών. Μια Κυριακή διάλεξε να χτυπήσει και ξεκίνησε την προηγούμενη με το ασκέρι του από το Ρέθυμνο, φτάνοντας το βράδυ στο μετόχι «Καλογεράδο», όπου διανυκτέρευσαν ώστε να ξεκινήσουν βαθιά χαράματα για το χωριό.
Οι χριστιανοί φοβούμενοι την εκδίκηση του δυνάστη είχαν βιγλάτορα δηλαδή σκοπό στην περιοχή Λοφιά, ο οποίος είχε την ευθύνη φύλαξης και έγκαιρης ειδοποίησης των χωριανών σε περίπτωση εμφάνισης των Τούρκων. Εκείνη την μοιραία νύχτα ήταν η σειρά του Φουρογιάννη να φυλά σκοπιά και συνέβη το εξής περιστατικό. Ο Φουρογιάννης σκότωσε ένα λαγό και σκέφτηκε ότι τέτοια παγωμένη νύχτα στην καρδιά του χειμώνα δεν θα τολμούσαν να έρθουν οι Τούρκοι, έτσι αποφάσισε να πάρει τον λαγό και να τον δώσει στη γυναίκα του να τον μαγειρέψει για να φάει η οικογένεια του που υπέφερε όπως και πολλές άλλες. Οι Τούρκοι τα χαράματα πέρασαν ανενόχλητοι και έφτασαν στην εκκλησία όπου γινόταν η θεία λειτουργία, συνέπεσε δε να είναι η εορτή του Αγίου Ευθυμίου.
Μεταξύ των χριστιανών ήταν και μια ομάδα ενόπλων με τον αρχηγό τους τον Καραγιάννη, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν ακούγοντας τους Τούρκους να ζητούν να παραδοθούν και να παραδώσουν τα όπλα. Έγινε ανταλλαγή πυροβολισμών και σκοτώθηκαν μερικοί Τούρκοι γεγονός που εξαγρίωσε τους υπόλοιπους με αποτέλεσμα να ανέβουν στην οροφή της εκκλησίας και να πετούν αναμμένα λαδόπανα δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα περιορίζοντας το οξυγόνο. Τα γυναικόπαιδα κλαίνε και παρακαλούν την Παναγία να τους σώσει, οι άντρες βλέπουν το τέλος να πλησιάζει και είναι έτοιμοι για όλα, ο Αλμπάνης ζητά από αυτούς να πετάξουν τα όπλα και να παραδοθούν υποσχόμενος ότι δεν θα πάθουν τίποτα διότι αυτός ήθελε μόνο το κεφάλι του Φουρογιάννη.
Πείστηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους
Μπροστά στο ενδεχόμενο να πεθάνουν από τις αναθυμιάσεις το συζητούν και υπάρχουν διαφορετικές απόψεις διότι άλλοι συμφωνούν να παραδοθούν και άλλοι όχι.
Τότε μεσολάβησε ο Περδικογιάννης, ο οποίος είχε καλές σχέσεις με τον Αλμπάνη και τους πείθει να δώσουν τα όπλα έχοντας την διαβεβαίωση και τον λόγο τιμής του Αλμπάνη ότι δεν θα πάθουν κακό. Όταν όμως συμβαίνει αυτό οι Τούρκοι μπαίνουν μέσα στην εκκλησία και κατασφάζουν τους άοπλους άνδρες πάνω στην Αγία Τράπεζα, παίρνοντας τα γυναικόπαιδα και τον παπα-Παναγιώτη από την Αγία Πελαγιά, για να τους πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Λέγεται ότι ο Αλμπάνης προσπάθησε να σώσει τον Περδικογιάννη και να αποτρέψει τη σφαγή χωρίς επιτυχία λόγω της αγριότητας των υπολοίπων Τούρκων. Η λειτουργία μένει ατέλειωτη και είναι η δεύτερη μετά εκείνη της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη το 1453. Οι καπνισμένοι τοίχοι μαρτυρούν ακόμα και σήμερα αυτό το ολοκαύτωμα που συγκίνησε όλη την Κρήτη και ήταν αυτό που προηγήθηκε της ανατίναξης του Αρκαδίου που συγκλόνισε όλο τον ελεύθερο κόσμο.
Οι μαρτυρίες ως σήμερα μιλούν για μια γυναίκα ονόματι Μηλιά Μουζουράκη που σώθηκε μαζί με το κοριτσάκι της χάριν της ευσπλαχνίας μιας αράπισσας προφανώς υπηρέτριας κάποιου Τούρκου της πόλης, που την τράβηξε μέσα στο σπίτι χωρίς να γίνει αντιληπτή.
Την Μουζουράκη παντρεύτηκε στη συνέχεια ο οπλαρχηγός Πορτάλιος από την Παντάνασσα Αμαρίου και άφησαν απογόνους μεταξύ των οποίων και η οικογένεια Καραγιαννάκη.
Τα υπόλοιπα περίπου 30 γυναικόπαιδα πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα της Ανατολής χωρίς να επιστρέψει ποτέ κανείς, ενώ ο ήρωας παπα-Παναγιώτης αφού βασανίστηκε πέθανε στα στενά της παλιάς πόλης.
Κι ο κ. Σηφάκης αφού αναφέρθηκε στο χρέος των σημερινών ανθρώπων απέναντι στα εθνικά ιδεώδη κατέληξε:
Αθάνατοι οι ήρωες πρόγονοι μας και υποσχόμαστε ότι αν χρειαστεί θα κάνουμε και εμείς το καθήκον μας όπως το έκαναν και εκείνοι ώστε να ζούμε σήμερα ελεύθεροι.
Μια τέτοια μέρα σαν αυτή γιορτή του Αη Ευθύμη
μαυροντυμένες έρχονται οι θύμησες στη μνήμη.
Ήρωες μαρτυρήσανε λεύτεροι για να ζούμε
για κείνο και το χρέος μας δεν πρέπει να ξεχνούμε.
Στη μνήμη των ηρώων μας ανάβει το κερί μας
και θα ’ναι πάντα ζωντανοί μέσα στη θύμηση μας.
Ακολούθησε κατάθεση στεφάνων και η τελετή έκλεισε με την παραδοσιακή φιλοξενία των κατοίκων της Λαμπηνής.