Μια ματιά στα διεθνή ΜΜΕ αρκεί για να διαπιστωθεί η επιστροφή του ενδεχομένου της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Επειδή πολλοί προβληματίζονται για το τι ακριβώς σημαίνει κάτι τέτοιο και άλλοι θεωρούν πως «χειρότερα από τώρα δεν γίνεται», συνοψίζουμε τις οικονομικές επιπτώσεις της εξέλιξης αυτής. Θυμίζουμε πως άλλη συζήτηση είναι αν έπρεπε η Ελλάδα να μπει στο ευρώ ή αν την ωφέλησε αυτό, και άλλη ποιες θα ήταν οι συνέπειες μιας εξόδου σήμερα. Επίσης, μολονότι δεν θεωρούμε πως αυτή τη στιγμή η πιθανότητα εξόδου είναι εξαιρετικά υψηλή, πιστεύουμε πως ούτε αμελητέα είναι.
Η έξοδος από το ευρώ θα είχε διαφορετικές επιπτώσεις άμεσα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Οι περισσότερες αναλύσεις επικεντρώνονται στις άμεσες επιπτώσεις: αυτές που αφορούν τις πρώτες εβδομάδες, όπου κυριαρχούν τεράστια και καινοφανή τεχνικά προβλήματα όπως η εκτύπωση και διάθεση νέων χαρτονομισμάτων, η μετατροπή τιμών, μισθών, καταθέσεων και δανείων στο νέο νόμισμα και η οργάνωση της αγοράς συναλλάγματος. Αναπόφευκτα, η περίοδος αυτή θα χαρακτηριστεί από αποδιοργάνωση της αγοράς, πιθανές ελλείψεις αγαθών και ενδεχομένως συναλλαγματικούς περιορισμούς. Τι θα συμβεί όμως μετά τους πρώτους μήνες, στην επόμενη διετία;
Η διεθνής εμπειρία δείχνει πως η βίαιη αποσύνδεση ενός νομίσματος οδηγεί σε μεγάλη υποτίμηση, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με τις προοπτικές του. Η αποσύνδεση π.χ. του αργεντίνικου πέσο από το δολάριο στα τέλη του 2001 οδήγησε σε υποτίμηση 70% μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Έτσι, αυτοί που θα βρεθούν με «νέες δραχμές» στα χέρια τους θα επιδιώξουν να τις μετατρέψουν σε ευρώ για να αποφύγουν πιθανές μελλοντικές απώλειες, εντείνοντας έτσι τις πτωτικές τάσεις του νέου νομίσματος. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως το σημερινό πρωτογενές πλεόνασμα δεν αρκεί για να αποτρέψει την υποτίμηση, καθώς αυτή δεν προκαλείται μόνο από τα δημοσιονομικά ελλείμματα αλλά και από την αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές πολιτικές: η Αργεντινή είχε πρωτογενές έλλειμμα μόλις 1,4% του ΑΕΠ το 2001, το οποίο όμως δεν εμπόδισε την κατάρρευση του νομίσματός της.
Η έξοδος από το ευρώ, λοιπόν, θα μεταφραστεί σε τεράστια απώλεια αγοραστικής δύναμης, αφού η υποτίμηση θα αυξήσει άμεσα τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών (πρώτες ύλες, πετρέλαιο, φάρμακα κ.λπ.) και θα οδηγήσει σε γενικότερη αύξηση του πληθωρισμού. Αντίστροφα, θα χάσουν μεγάλο μέρος της αξίας τους οι τραπεζικές καταθέσεις και τα ακίνητα.
Συγχρόνως οι τράπεζες θα βρεθούν σε δεινή θέση καθώς, εκτός από την τεράστια ζήτηση για αναλήψεις πανικού, θα αποκοπούν και από τη στήριξη της ΕΚΤ. Η κατάρρευση των τραπεζών μπορεί να αποφευχθεί μόνο με τη δέσμευση των καταθέσεων, πράγμα που συνέβη και στην Αργεντινή μετά την υποτίμηση, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο για την οικονομία.
Παράλληλα, η πραγματική αξία του εξωτερικού μας χρέους θα αυξηθεί, καθιστώντας πολύ δύσκολη την εξυπηρέτησή του. Αυτό θα οδηγήσει σε στάση πληρωμών όχι μόνο από το κράτος αλλά και από τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί από το εξωτερικό και αποτελούν, κατά κύριο λόγο, το πιο εξωστρεφές τμήμα της οικονομίας. Αυτή η αθέτηση των υποχρεώσεων θα αποκόψει τη χώρα από τις διεθνείς χρηματαγορές, τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει συμφωνία για νέο «κούρεμα», κάτι που συνήθως απαιτεί πολύχρονες διαπραγματεύσεις. Αντίθετα, η κύρια θετική εξέλιξη θα είναι η άμεση βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, που όμως θα περιοριστεί από τη δυσκολία χρηματοδότησης επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα και από το υψηλότερο κόστος της ενέργειας και των πρώτων υλών.
Μακροπρόθεσμα, η αρχική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θα εξανεμιστεί, εκτός εάν συνοδευτεί από μεταρρυθμίσεις και σφιχτές δημοσιονομικές πολιτικές. Οι αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της δεκαετίας του ’80, όταν η δραχμή πήγε από τις 40/δολάριο στις 150/δολάριο, συνοδεύτηκαν από μείωση των εξαγωγών από το 24% στο 18% του ΑΕΠ και εξαιρετικά χαμηλή ανάπτυξη. Αυτή η εξέλιξη ήταν συνέπεια της λογικής της υποτίμησης ως «εύκολης λύσης» προσωρινής τόνωσης της οικονομίας, η οποία όμως συνοδευόταν από τύπωμα χρήματος και πληθωρισμό που αναιρούσε τα αρχικά οφέλη. Αντίθετα, η υποτίμηση Μαρκεζίνη του 1953 ήταν επιτυχής επειδή συνοδεύτηκε από τη σύνδεση της δραχμής με το δολάριο σε σταθερή ισοτιμία (30 δραχμές/δολάριο), πράγμα που μείωσε την αβεβαιότητα, αλλά και από ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που οδήγησε στην ανάπτυξη.
Δύσκολα λοιπόν μπορεί κανείς να διακρίνει ευχάριστες οικονομικές επιπτώσεις σε μια πιθανή επιστροφή της δραχμής. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες της τελευταίας πενταετίας, η κοινή γνώμη έχει εμπεδώσει το στοιχείο αυτό και γι’ αυτό υποστηρίζει την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Από την άλλη, όλοι συμφωνούν πως το ρίσκο της εξόδου έχει αυξηθεί λόγω των πρόωρων εκλογών του Ιανουαρίου. Για τους ξένους εκείνους που μας παροτρύνουν να πηδήσουμε στο κενό, το κόστος είναι ανύπαρκτο. Για εμάς, αντίθετα, η άγνοια είναι εγκληματική.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale
Ο κ. Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Royal Holloway του Λονδίνου