Η 11η Σεπτεμβρίου πέρασε και όπως κάθε χρόνο οι μαθητές όλης της χώρας επιστρέφουν στα θρανία τους. Φέτος όμως η χρονιά είναι διαφορετική σε σχέση με τις προηγούμενες. Αυτό γιατί φέτος μαθητές και καθηγητές εκτός από ελλείψεις σε βιβλία και προσωπικό θα έχουν να αντιμετωπίσουν και τον νόμο για τον «Νέο Λύκειο».
Όπως όλοι οι νόμοι, έτσι και αυτός επιδιώκει να δώσει λύση στα προβλήματα που υπάρχουν με έναν μάλλον βιαστικό τρόπο. Οι πειραματισμοί όμως που γίνονται στην εκπαίδευση επηρεάζουν κάθε χρόνο τις ζωές χιλιάδων μαθητών και των οικογενειών τους σε όλη την χώρα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνονται με λεπτούς χειρισμούς και ακρίβεια. Οι συζητήσεις για τις αλλαγές στην εκπαίδευση έχουν αντικατασταθεί πλέον με έναν νέο νόμο οπότε η ρητορεία και ο πεσιμισμός για το τι θα θέλαμε είναι απλά χάσιμο χρόνου. Όπως και να έχει λοιπόν, γεννιούνται κάποια ερωτήματα σε όλους σχετικά με τον νέο εκπαιδευτικό νόμο όπως: Τι αλλάζει στο «Νέο Λύκειο»; Ήταν αναγκαία η αλλαγή; Είναι καλύτερα τώρα; Για να τα δούμε λοιπόν…
Το λύκειο των κατευθύνσεων όπως λειτούργησε τα 14 τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει κάποιες παθογένειες. Ενδεικτικά αναφέρω την Τεχνολογική κατεύθυνση, η οποία δημιουργήθηκε για την προετοιμασία των μαθητών που προοριζόταν για τις πολυτεχνικές και θετικές επιστήμες. Στην πράξη όμως κατέληξε (για να μην πω κατάντησε) να αποτελεί το χωνευτήρι μαθητών του λυκείου. Ένα είδος Αγίου Παντελεήμονα του σχολείου όπου όσοι μαθητές δεν επεδίωκαν Ιατρικές σχολές και δεν τους άρεσαν τα Αρχαία επέλεγαν την κατεύθυνση αυτή. Επιπλέον το λύκειο έτσι όπως το ξέραμε μέχρι σήμερα λειτουργούσε ως προθάλαμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έτσι, μετά την εισαγωγή ενός μαθητή στο λύκειο οι πιθανότητες να μην καταφέρει να αποφοιτήσει ήταν μηδαμινές.
Με άλλα λόγια όσοι δεν είχαν καταφέρει να αποφοιτήσουν από το λύκειο εκτός του ότι ήταν παντελώς αμόρφωτοι, ήταν κυρίως ΑΤΥΧΟΙ γιατί δεν καθόταν κάποιος καλός μαθητής δίπλα τους! Τέτοιοι και παρόμοιοι λόγοι οδήγησαν στην υποβαθμισμένη μορφή του λυκείου όπως την ξέρουμε σήμερα. Όπου το απολυτήριο λυκείου δεν χρησιμεύει σε τίποτα και απλά συγκαταλέγεται στα ελάχιστα προσόντα που χρειάζονται για να διεκδικήσεις μια θέση ανειδίκευτης εργασίας. Οι δε κάτοχοί του, δεν μπορούν καν να το αξιοποιήσουν σαν εφόδιο στην ζωή τους για να διεκδικούν καλύτερες ευκαιρίες. Μα πώς να το αξιοποιήσουν; πως θα διακριθούν; πως θα εισπράξουν τον κόπο που έκαναν για να το αποκτήσουν αφού ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΕΙ ΚΟΠΟ. Και το χειρότερο…. Το απολυτήριο αυτό το έχουν ΟΛΟΙ!
Κάτι λοιπόν έπρεπε να αλλάξει. Πρέπει όποιος έχει απολυτήριο λυκείου να κατέχει ένα επίπεδο βασικών γνώσεων. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτά που μαθαίνει κάνεις στο λύκειο, πρέπει να τα θυμάται ες αεί. Αλλά και μόνο που κάποια στιγμή κατάφερε να πάρει την γνώση αυτή θα πρέπει να ξεχωρίσει από αυτούς που δεν το κατάφεραν ποτέ. Επιπλέον το λύκειο θα πρέπει να προσφέρει και μία πρώτη ειδίκευση. Έτσι στις κατευθύνσεις, κλάδους, δέσμες ή όπως αλλιώς θα ονομάζονται στο μέλλον οι μαθητές που θέλουν να γίνουν φοιτητές (και όχι όλοι) θα πρέπει να διδάσκονται και να εξετάζονται σε υψηλότερο επίπεδο.
Στο «Νέο Λύκειο» κατά την άποψή μου υπάρχουν τρεις μεγάλες τομές που αλλάζουν τα κακώς κείμενα του σημερινού λυκείου, τις οποίες θα αναλύσουμε. Ξεκινώντας την φετινή χρονιά οι μαθητές που θα φοιτήσουν στο λύκειο θα δίνουν εξετάσεις πανελλαδικού χαρακτήρα (και όχι πανελλήνιες) και στις τρεις τάξεις. Το 50% των θεμάτων όπως και η διόρθωση των γραπτών θα περνάνε από τον διδάσκοντα του σχολείου. Το άλλο 50% των θεμάτων θα κληρώνονται από μία τράπεζα θεμάτων που θα δημιουργήσει το υπουργείο. Με τον τρόπο αυτό αναβαθμίζεται το επίπεδο των θεμάτων με αποτέλεσμα οι μαθητές που θέλουν να προβιβαστούν ενδοσχολικά να στηρίζονται περισσότερο στις γνώσεις τους και λιγότερο στην τύχη.
Η επόμενη τομή είναι ο διαχωρισμός του Λυκείου από το Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με τον διαχωρισμό αυτό, όλοι οι μαθητές της Γ Λυκείου θα εξετάζονται αρχικά με την διαδικασία της τράπεζας θεμάτων για να επιβεβαιωθεί ότι κατέχουν την βασική γνώση. Έπειτα όσοι επιθυμούν να γίνουν ακαδημαϊκοί πολίτες θα εξετάζονται όχι πλέον ενδοσχολικά, σε πιο εξειδικευμένα και σε ανώτερου επίπεδου θέματα με τους διορθωτές να μην γνωρίζουν τίνος το γραπτό διορθώνουν. (Δηλαδή… τις γνωστές σε όλους μας Πανελλήνιες).
Με αυτό τον τρόπο όσοι τελικά επιτύχουν την εισαγωγή τους στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα έχουν εμβαθύνει την σκέψη και τις γνώσεις τους στα μαθήματα του Λυκείου που τους είναι χρήσιμα στην μετέπειτα πορεία τους. Έτσι θα σταματήσουν και οι καθηγητές στα πανεπιστήμια να διαμαρτύρονται για το χαμηλό επίπεδο των φοιτητών που έρχονται από το Λύκειο.
Η τελευταία αλλαγή στο Λύκειο κατά την άποψή μου είναι και η πιο σημαντική. Ο νομοθέτης σαν να θέλει να συγκεράσει ό,τι ακριβώς διαχώριζε προηγουμένως, θεσπίζει έναν συντελεστή με τον οποίον ο μέσος όρος του λυκείου προσμετράται στον βαθμό πρόσβασης στο πανεπιστήμιο. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται αντιληπτό ακόμα και στον πιο αδιάφορο μαθητή ότι η εισαγωγή στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση είναι μια διαδικασία που ξεκινάει από την Α Λυκείου και συνεχίζεται σε όλο το Λύκειο. Έτσι η εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι συνυφασμένη και με τα τρία χρόνια φοίτησης στο Λύκειο και όχι μόνο με τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα.
Συνοψίζοντας τα τρία σημεία του Νέου Λυκείου μπορούμε να πούμε ότι γίνεται μια προσπάθεια αναβάθμισης του Λυκείου, από μέσο προπαρασκευής, σε μέσο κατάρτισης. Αυτό πετυχαίνεται με την τράπεζα θεμάτων που λειτουργεί ως δικλίδα για την προαγωγή των μαθητών. Επιπλέον ο νέος νόμος διαχωρίζει την Δευτεροβάθμια από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θεσπίζοντας διπλές εξετάσεις στην Γ Λυκείου. Ενώ, τέλος, ενσταλάζει στους μαθητές την εικόνα ενός Λυκείου, το οποίο αποτελεί αυτοτελή φορέα παροχής γνώσης, απαραίτητης για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στον αντίποδα βέβαια βρίσκονται φωνές που την παραπάνω εικόνα την τιτλοφορούν «Εξεταστικό Κέντρο». Επιπλέον θεωρούν ότι ο μόνος λόγος της αλλαγής αυτής είναι η αύξηση των εσόδων των φροντιστών και των φροντιστηριούχων. Ως προς το δεύτερο θα συμφωνήσω ότι από την αλλαγή αυτή οι φροντιστές και οι φροντιστηριούχοι σίγουρα θα ωφεληθούν. Αυτό όμως δεν είναι ούτε το αίτιο γέννησης του νέου νόμου, αλλά ούτε και το αιτιατό. Την ανάγκη για αλλαγή την δημιούργησαν οι δομικές παθογένειες στην παιδεία και όχι οι πάροχοί της. Όσον αναφορά την δεύτερη άποψη, αυτή του εξεταστικού κέντρου, οφείλω να τονίσω ότι οι υποστηριχτές της είναι εκτός πραγματικότητας και κινούνται με ιδιοτέλεια προσωπική ή κομματική. Οι μαθητές δίνουν έτσι και αλλιώς εξετάσεις για την προαγωγή τους από την μία τάξη στην άλλη. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι αναβαθμίζεται και πιστοποιείται πλέον το επίπεδο των ενδοσχολικών εξετάσεων. Επιπλέον, στην Γ Λυκείου οι μαθητές που θα εξεταστούν με πανελλήνιες εξετάσεις θα προετοιμαστούν όλη την χρονιά σε τέσσερα μαθήματα (αντί για έξι που ισχύει σήμερα). Η μόνη διαφορά είναι ότι στα τέσσερα αυτά μαθήματα θα εξεταστούν μία φορά για το απολυτήριο του Λυκείου και άλλη μία για τον βαθμό πρόσβασης στο Πανεπιστήμιο, σε διαφορετικά όμως θέματα κάθε φορά και έχοντας κάνει την ίδια προετοιμασία.
Κλείνοντας θα ήθελα να διευκρινίσω ότι στην Παιδεία δεν υπάρχει νόμος που να λύνει όλα τα προβλήματα δια παντός. Αυτό γιατί ο τομέας τις παιδείας δεν είναι στατικός, αλλά δυναμικός. Αλλάζει, μεταβάλλεται και προσαρμόζεται ταχύτατα, με αποτέλεσμα οι μεγαλύτεροι και πιο «σώφρονες» άνθρωποι να δυσκολεύονται να αντιληφθούν τις αλλαγές. Για το λόγο αυτό, την νέα αλλαγή που φέρνει ο νόμος αυτός στην Παιδεία αξίζει να την δούμε αισιόδοξα και κρατώντας κριτική στάση, να διαπιστώσουμε τις παθογένειες που θα προκύψουν με στόχο να τις αλλάξουμε σε κάποιο επόμενο «Νέο Λύκειο».
*O Κώστας Ασουμανάκης είναι φυσικός, υπεύθυνος Παιδείας ΠΑΣΟΚ Ρεθύμνου