Ο Σύνδεσμος Κρητών Ηρακλείου Αττικής διοργάνωσε και παρουσίασε στον εκθεσιακό χώρο «Βίλα Στέλλα» έκθεση ζωγραφικής με έργα του Αιμίλιου Γάσπαρη. Θέμα της έκθεσης «Τοίχοι και χρώματα», τα εγκαίνια της οποίας έγιναν την Παρασκευή 28 Νοεμβρίου.
Η έκθεση αποτελείτο από δυο ενότητες. Η πρώτη ενότητα αφορούσε κτίσματα αγαπημένα του καλλιτέχνη. Από αυτά τα περισσότερα δεν υπάρχουν πια. «Έτσι τα είδα με τη φαντασία μου ή κάπως έτσι θα ήταν πριν πολλά χρόνια» λέει ο κ. Γάσπαρης.
Στη δεύτερη ενότητα, τοπία επίσης που, όπως λέει: «Πάντα με προκαλούν να δοκιμάζω τον χρωματικό τους πλούτο. Τέτοιος πλούτος σε τόσο ανεπανάληπτες γραμμές, από την απλωσιά του γαλάζιου μέχρι το απαλό λαμπυρισμό της γυμνής πέτρας. Παντού χρώματα, με τη διάθεση μιας γιορτής πλούσιας και αποδοτικής».
Ο φιλόλογος Παντελής Αγριμάκης, ομιλητής της βραδιάς των εγκαινίων της έκθεσης, μιλώντας για τον ζωγράφο και τα έργα του, είπε:
«Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Κρητών, αισθανόμαστε πολύ ιδιαίτερα, γιατί ανοιγόμαστε σ’ έναν τομέα πολιτισμού, τη ζωγραφική, που δεν έχει άλλοτε προβληθεί από τον σύλλογό μας.
Προσεγγίζουμε μιαν άλλη πλευρά της Κρήτης, γιατί το νησί μας είναι σύνθεση. Το συναποτελούν ήχοι, μυρωδιές και χρώματα. Το λέει και η μαντινάδα. «Αν έχει η Κρήτη δυο ψυχές η μια ψυχή ‘ναι η λύρα, η άλλη είναι η θάλασσα, ήλιος φωτιά κι αρμύρα». Αυτός ο ήλιος που λάμπει με ξεχωριστό τρόπο, κάνει τη θάλασσα άλλες φορές σαν το λουλάκι, βαθιά μπλε, άλλοτε γαλάζια στο χρώμα τ’ ουρανού και τόπους τόπους γαλαζοπράσινη. Εκεί πάλι προς το δειλινό της βάζει φωτιά, έτσι που σαστίζει ο νους τ’ ανθρώπου.
Κι όταν το μάτι ψηλώσει και αγκαλιάζει τα βουνά νιώθει πως ό,τι βλέπει δεν είναι του κόσμου τούτου. Είναι ο παράδεισος ζωγραφισμένος. Αυτή την αίσθηση δίδουν το φως και η σκιά, οι αδρές γραμμές των κορυφογραμμών, το σύννεφο που τις γλυκοφιλεί κι η καταιγίδα που τις αγριεύει, το σμαραγδένιο χρώμα στις χιονισμένες πλαγιές των Λευκών Ορέων, καθώς οι ακτίνες του μεσημεριού λαμπυρίζουν. Κι ύστερα το τοπίο ημερεύει, γλυκαίνουν οι λόφοι και πρασινίζουν σα να θέλει να έρθει στο μπόι του ανθρώπου να μην πλαντάξει από την μεγαλοσύνη.
Κι όποιος έχει τη σφραγίδα του Θεού, την έμπνευση, δε μπορεί να κρατήσει την καρδιά του. Την ακούει να καταχτυπά σα να θέλει να πετάξει ψηλά μαζί με τους σταυραετούς και τα γεράκια. Οίστρος πλημμυρίζει τον άνθρωπο τον εμπνευσμένο και ή θ’ αρχίσει να χορεύει ξυπόλυτος σ’ ένα ερημικό ακρογιάλι, σαν τον Ζορμπά, του Καζαντζάκη, ή θα το ρίξει στις μαντινάδες, ή θα πιάσει το πινέλο, όπως ο δικός μας ο ξεχωριστός ζωγράφος, ο Αιμίλιος Γάσπαρης για ν’ αποτυπώσει στο πανί τα συναισθήματά του.
Κι ένα άλλο μέρος της έκθεσής μας είναι οι τοίχοι, η δημιουργία του ανθρώπου. Εδώ στις πόλεις νιώθουμε τους τοίχους να μας πνίγουν, να καταστρέφουν το τοπίο, να μας απομονώνουν, να γίνονται τείχη μοναξιάς και απόγνωσης. Όμως ο καλλιτέχνης εκφράζει την άλλη διάσταση των κτισμάτων, τη φιλική, που πηγάζει από τη στοργή, τη φροντίδα και την ευλάβεια. Ξέρει πως «Δεν είναι η τέχνη τις καρδιές να κάνει να πονούνε, μόν’ είναι τέχνη τις καρδιές να στρέψεις ν’ αγαπούνε». Αποδίδει την πρόθεση των προηγούμενων γενεών να φυλάξουν τα όνειρα, να κλείσουν τη φαντασία σε κάτι χειροπιαστό και προσιτό, σ’ ένα περίτεχνο μπαλκόνι σε μια ξύλινη πόρτα, σε μια εκκλησιά μ’ ένα φοίνικα στο προαύλιό της. Όλ’ αυτά θέλει να τα κρατήσει ο καλλιτέχνης να τ’ αποδώσει στην αιωνιότητα, πριν τ’ αφανίσει ο πανδαμάτωρ χρόνος ή τα γκρεμίσει η ανθρώπινη λογιστική για να τα κάμει ξενοδοχεία κι ενοικιαζόμενα δωμάτια για ν’ ανακάμψει, μέσω του τουρισμού, η αενάως χειμαζόμενη ελληνική οικονομία.
Τέλος, να εκφράσω μια προσωπική πτυχή που συνδέεται με τον Αιμίλιο, τον εκλεκτό ζωγράφο μας. Είχα την τύχη να είμαι συμμαθητής του στο 1ο Γυμνάσιο Ρεθύμνου, εξατάξιο τότε, και συμφοιτητής μου στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Εγώ παρέμεινα εκεί, στη φιλολογία αλλά ο Αιμίλιος άνοιξε τα φτερά του με περίσσια τέχνη και στην Ποίηση και στη Ζωγραφική. Το έργο του και στη μια και στην άλλη αναγνωρίζεται και επαινείται. Το μαρτυρούν οι δώδεκα ατομικές εκθέσεις που έχει κάνει και οι ποιητικές του συλλογές με τους τίτλους «Βάδισμα στην Ευθεία» και «Ποιήματα».