Η Ταβέρνα του Δαμανού*, ή αλλιώς η «Βουλή των Βαρελοφρόνων» αποτελούσε από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960 από μόνη της έναν μικρόκοσμο που τον συνέθεταν άτομα με ξεχωριστές, ενδιαφέρουσες βιογραφίες. Ευχάριστοι άνθρωποι, όπως συνήθως είναι οι άνθρωποι της κρασοπαρέας. Άνθρωποι της εργασίας και του καθημερινού μόχθου οι πολλοί· οι αργόσχολοι ελάχιστοι.
Η Ταβέρνα αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας της παλιάς πόλης. Γι’ αυτό έκρινα σκόπιμο να περάσω στο χαρτί κάποια στοιχεία και στιγμιότυπα από τον μικρόκοσμό της· πριν αυτά χαθούν μαζί με εμάς τους παλαιότερους που τα ζήσαμε από μέσα. Σ’ αυτό με βοήθησαν τα ξαδέλφια μου, τα παιδιά του Δαμανού, τα οποία και ευχαριστώ.
Ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς:
Τον Ανάκο, τον πότη;
Τον Στρατηγό, τον παραμυθά;
Τον Νικόλα, τον λιμενεργάτη με την αγέρωχη κορμοστασιά, τη μεγάλη μουστάκα και την μαντήλα τυλιγμένη στη μέση του;
Τον Άγγελο, τον πρωτομάστορα στο πρωτόγονο ρεθεμιώτικο ναυπηγοεπισκευαστήριο;
Τον εργατικό και φιλότιμο γιο της Κοκόνας που μπαινόβγαινε στα ψυγεία χωρίς προφύλαξη μέχρι που έπαθε ψύξη και σκέβρωσε;
Τον καλοντυμένο αδελφό του γιατρού;
Τον Βλαδίμηρο τον εφημεριδοπώλη;
Τον Φώτη που κοιμότανε στη Βάρκα;
Τον χαμένο στον κόσμο του δικηγόρο με τη λιγδιασμένη γραβάτα;
Τον Μάρκο, τον καλαμπουρτζή που αγκάλιαζε, λέει, την κολώνα της ΔΕΗ και περίμενε να περάσει το σπίτι του για να επιβιβαστεί;
Τον Γιωργάκη που τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες τρύπωνε ξυπόλυτος και ρακένδυτος στην Ταβέρνα ζητιανεύοντας λίγη «ζεστασιά»; (στην κυριολεκτική και μεταφορική έννοια της λέξης).
Τον Μικρασιάτη γέρο-τραγουδιστή με την τραγιάσκα;
Τον μεγάλο λυράρη Καρεκλά;
Τον εύσωμο, ευφυή Αγιογράφο;
Τους λεμβούχους και τους μικροψαράδες;
Τους καραγωγείς;
Τους λιμενεργάτες και τους τόσους άλλους μεροκαματιάρηδες και μη που περνούσαν από την Ταβέρνα;
Ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Πολλοί απ’ αυτούς ήταν τακτικοί θαμώνες, άλλοι ήταν περιστασιακοί· και ήταν και οι «νοικοκύρηδες» Ρεθεμιώτες που αγόραζαν το κρασί της εβδομάδας ή του μήνα από το «Οινοπωλείον Εμμ. Ι. Δαμανάκη» (αυτή ήταν η επίσημή ονομασία), αλλά και εκείνοι που ερχότανε από περιέργεια για ένα ποτήρι κρασί.
Οι «αυθεντικοί», παλιοί βαρελόφρονες διέθεταν «Ταυτότητα Βαρελόφρονα» με φωτογραφία την οποία θα έπρεπε να βλέπουν διπλή μετά από κάθε κρασοκατάνυξη. Η ταυτότητα κατοχύρωνε το δικαίωμα στην οινοποσία και προέβλεπε ότι όποιος γυρνώντας στο σπίτι έτρωγε «κοπάνα», με την παντόφλα, ανακηρυσσόταν «Άγιος».
Ξεχωριστή ευχάριστη και συγχρόνως τραγική φιγούρα αποτελούσε ο Στρατηγός: έπαιρνε πόζα, χάιδευε την ασπρόμαυρη γενειάδα του και άρχιζε να αφηγείται τις ιστορίες και τις περιπέτειες του, κατά την εκστρατεία στο Αραράτ. Πολλές φορές τον άκουσα να επαναλαμβάνει την ίδια σκηνή: «Μια φορά, που λέτε, όπως πηγαίναμε πορεία στο Αραράτ μάς έπιασε μεγάλος χιονιάς. Διέταξα, λοιπόν, τους στρατιώτες μου να πάρουν σανίδια και να φτιάξουν ξύλινες ομπρέλες. Έτσι γλιτώσαμε».
Τα στρατεύματα του Στρατηγού ήταν πάντα νικηφόρα. Ο εχθρός κατατροπωνόταν και ο στρατηγός έγερνε κάθε φορά ικανοποιημένος στην καρέκλα του και περίμενε πως κάποιος θα τον επαινούσε και θα τον επιβράβευε με μια κούπα κρασί. Του καημένου του Στρατηγού το μυαλό είχε σαλέψει κατά την καταστροφή της Σμύρνης· κι από τότε έφτιαξε το δικό του στρατό, κατέστρωνε τα δικά του στρατηγικά σχέδια και κατατρόπωνε τον εχθρό.
Οι συμπατριώτες του άλλοτε τον άκουγαν και άλλοτε τον αγνοούσαν. Όμως ποτέ δεν τον κοροϊδεύαν. Το προσφυγικό τραύμα δεν επιδεχόταν αστεϊσμούς.
Αστεία έκαναν με τον Ανάκο· έναν μεσόκοπο, κοντόχοντρο άνδρα που τον χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες και οι ταβερνιάρηδες στο λιμάνι για τα θελήματα. Ο Ανάκος έπιανε την «μπόμπα» (μεγάλο νεροπότηρο, κούπα) και με τα δυο τρεμάμενα χέρια του, την κατέβαζε μονορούφι και έκανε νόημα στον Δαμανό για τη δεύτερη.
«Πάρε Ανάκο και μεζέ», τον παρότρυναν οι συμπότες.
«Τι λε ρε! α χαλάσω τη ουσία», απαντούσε εκείνος.
Μετά τη δεύτερη μπόμπα που σταθεροποιούνταν κάπως τα χέρια του και ο κόσμος ομόρφυνε, έπαιρνε και λίγο μεζέ και ήταν ανοιχτός για κουβέντα. Για τις δυο πρώτες μπόμπες φρόντιζε να έχει χρήματα. Για τις επόμενες συνήθως δεν έφτανε το χαρτζιλίκι που μάζευε.
Τις πολύ κακές μέρες έπινε βερεσέ. Έσπρωχνε την κούπα στον Μανωλάκη κοιτάζοντάς τον παρακλητικά. Κι αυτός, ο καλοκάγαθος άνθρωπος, τη γέμιζε· μετά έπιανε την κιμωλία, πλησίαζε το μεγάλο βαρέλι και τραβούσε δίπλα στο όνομα Ανάκος άλλη μια γραμμή.
Λαμπρή είχε ο Ανάκος, όταν ήταν στην Ταβέρνα ο Αγιογράφος και προπάντων οι ψαράδες-καπετάνιοι. Αυτοί πάντα τον κερνούσαν, όμως οι καπετάνιοι δεν ήταν τακτικοί θαμώνες.
Ο ευτραφής Αγιογράφος όταν ήθελε να απολαύσει τον παστουρμά του με λιάτικο κρασί, κάθιζε στον εσωτερικό μικρό θόλο με την παρέα του. Όταν ερχόταν απλά για να γεμίσει τις μπαταρίες, έβαζε την καρέκλα πάνω στην πλάστιγγα που ήταν δίπλα στον πάγκο, κάθιζε κι έλεγε αστειευόμενος:
– «Δαμανέ, ζύγισέ με και στο τέλος θα λογαριαστούμε».
– «Αν σε σηκώνει πια η πλάστιγγα», απαντούσε ο Δαμανός.
– «Αν δεν με σηκώνει θα πάω να κατουρήσω».
– «Ε τότε είναι που θα σε χρεώσω δυο φορές. Μια για το κιλό κρασί που άδειασες και άλλη μια που μου κατούρησες τον τοίχο».
Χα! Χα! οι κρασοπατέρες.
Χα! χα! κι ο αγιογράφος.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος ότι ο Δαμανός ζύγιζε τους πελάτες πριν και μετά την οινοποσία κι ανάλογα τους χρέωνε.
Ο Αγιογράφος ξέφευγε από τον μέσο όρο των βαρελοφρόνων. Ήταν πνευματώδης, ψαγμένος και με πολλές ευαισθησίες, όχι μόνο εικαστικές.
Ένα πρωινό που το είχα ελεύθερο, επειδή είχαμε το απόγευμα μάθημα, πέρασα από το ατελιέ του. Στάθηκα στη μέση του μεγάλου χώρου και τον κοίταξα χωρίς να του μιλήσω. Εκείνος προσηλωμένος στην Παναγία του δεν μου έδωσε σημασία· κι εγώ άρχισα να χαζεύω τις εικόνες στους τοίχους γύρω-γύρω. Παναγίες, πολλές Παναγίες: λυπημένες, χαρούμενες, σοβαρές, χαμογελαστές, με ή χωρίς το θείο βρέφος στην αγκάλη.
«Καλώς το Δαμανάκι» μου λέει κάποια στιγμή. Σηκώθηκε, έπιασε μια εικονίτσα ζωγραφισμένη σε ένα παλιό σανιδάκι και μου λέει:
– «Να σου χαρίσω μια Παναγίτσα να την κρεμάσεις στο προσκέφαλό σου;»
– «Ευχαριστώ, αλλά έχω ήδη μια», του απάντησα.
– «Όπως θες», είπε εκείνος και επέστρεψε στο καβαλέτο του.
Μέχρι σήμερα δεν ξέρω, αν η άρνησή μου να πάρω την εικονίτσα είχε σχέση με την ντροπαλότητα και τις ανασφάλειές μου ή επειδή δεν ήθελα εικόνα πάνω από το προσκεφάλι μου.
Αργότερα που έμαθα για την Μονή Σουμελά, σύνδεσα τις αγιογραφίες με τη Παναγία Σουμελά. Να εκπλήρωνε άραγε κάποιο τάμα ο Αγιογράφος; Δεν τόλμησα ποτέ να τον ρωτήσω.
Από την Ταβέρνα περνούσε και η Κώτσαινα για να της βάλει ο Δαμανός μια κούπα «νερό» (ρακή) να ξεδιψάσει. Λέγεται (εγώ δεν την γνώρισα ) ότι ήταν αθυρόστομη και κάθε φορά που περνούσε από τα Μπιτσαξίδικα οι Τσαγκάρηδες κτυπούσαν ομαδικά τα σφυράκια, αυτή εκνευριζόταν και τους έβριζε. Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι που μια μέρα αποφάσισαν οι τσαγκάρηδες, την επόμενη φορά που θα περάσει η Κώτσαινα να μην ακουσθεί Κιχ! Έτσι κι έγινε.
Όταν έφτανε πια στο τέλος του στενού εκείνη, και αφού είδε κι απόειδε, γυρίζει και με την αγριοφωνάρα της τους ρωτά: «Ήντα πάθετε μωρέ σήμερο κι εβουβαθήκετε;».
Οι καπετάνιοι -με αρχηγό τον καπετάν Κανέλο, κάτοχο του πρώτου ψαροκάικου στο λιμάνι- ερχότανε κατά καιρούς στην Ταβέρνα για να συντροφεύσουν τους συνεργάτες τους, ψαράδες και λιμενεργάτες, κουβαλώντας μαζί τους κακαβιά και ψαρομεζέδες. Τότε γέμιζαν ασφυκτικά τα 5-6 τραπεζάκια. Τότε ήτανε που γινόταν το μεγάλο φαγοπότι. Γιατί τις άλλες μέρες οι κρασοπατέρες την έβγαζαν ξεροσφύρι ή στην καλύτερη περίπτωση με: παξιμάδια, ελιές, κρεμμύδι και καμιά ρέγκα τσουρουφλισμένη με εφημερίδες – ο Δαμανός δεν πρόσφερε μεζέ.
Τα μεγάλα φαγοπότια συνοδευόταν και από τραγούδι. Και όταν τραγουδούσαν οι Μικρασιάτες, φυσούσε ένας διαφορετικός άνεμος στη θολωτή Ταβέρνα του Δαμανού.
Ανάμεσα στους τραγουδιστές ξεχώριζε ένας Μικρασιάτης γέρος που ποτέ δεν τραγουδούσε κατά παραγγελία. Όταν ο ξερακιανός γέρος με την τραγιάσκα, που από ό,τι λεγόταν μιλούσε καλύτερα την τουρκική από την ελληνική γλώσσα, έβαζε χωνί την παλάμη του στο αφτί του, έγερνε το κεφάλι, έκλεινε τα μάτια του κι άρχιζε τους τουρκόφωνους αμανέδες σιωπούσαν όλοι. Ο καλλίφωνος τραγουδιστής, η θολωτή αρχιτεκτονική και η ακουστική του χώρου δημιουργούσαν μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα. Η κρασοκατάνυξη διακοπτόταν για λίγο για να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση.
Δεν καταλάβαινα τα λόγια των αμανέδων του γέρου, κι ας πετούσε ενδιάμεσα και φράσεις στα ελληνικά· ένιωθα όμως σαν να έβγαινε από τα σωθικά του: άλλοτε πόνος, άλλοτε παράπονο, άλλοτε θυμός και διαμαρτυρία κι άλλοτε γλυκιές ερωτικές εξομολογήσεις.
Ακούγοντας τους αμανέδες του φτερούγιζαν στο νεανικό μου μυαλό: κραυγές πανικού κι απόγνωσης, όπλα και φωτιά, μα και λικνιζόμενα ανατολίτικα κορμιά. Με παράξενα συναισθήματα με φόρτωσε αυτός ο γέρος, τα οποία κουβαλώ μέχρι σήμερα ανεπεξέργαστα.
Ερωτικούς σκοπούς έπαιζε και ο άλλοτε πρωτολυράρης Καρεκλάς· μα τα δάκτυλά του δεν πήγαιναν πια, η μελωδία δεν έβγαινε και η λύρα του δεν καθήλωνε τους ακροατές.
Τον Καρεκλά τον άκουγαν οι βαρελόφρονες από συμπάθεια και τον κερνούσαν από αγάπη, ίσως και από συμπόνια.
Τον Μικρασιάτη τραγουδιστή τον αντιμετώπιζαν σαν σεβάσμιο γέροντα και άκουγαν τους αμανέδες του σαν θεία λειτουργία. Αυτός έβγαζε από μέσα του τον καημό της προσφυγιάς, αυτός αφηγούνταν για τις χαμένες πατρίδες, αυτός αποτελούσε την τραγουδιστική έκφραση των Μικρασιατών θαμώνων της Ταβέρνας.
Λυράρης και τραγουδιστής εκπροσωπούσαν δύο διαφορετικές κουλτούρες που συνυπήρχαν και συμβίωναν στου Δαμανού την Ταβέρνα. Να συνέβαλλε άραγε σ’ αυτήν την ειρηνική συμβίωση και το κρασί; Ή μήπως ήταν η φτώχεια ο συνδετικός κρίκος Μικρασιατών και Κρητικών; Γιατί στην παλιά πόλη -προπάντων στο κομμάτι προς τη Φορτέτζα και στα παραπήγματα μέσα σ’ αυτή – ζούσε η φτωχολογιά, ξεχασμένη από θεό κι ανθρώπους. Και αυτής της φτωχολογιάς κομμάτι αποτελούσαν οι τακτικοί θαμώνες της Ταβέρνας.
Μόνο ο Μάρκος, δημοσιογράφος και διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης τότε, τους θυμότανε κατά καιρούς και τους έβγαζε στη δημοσιότητα.
«Ήρθες πάλι για να ψαρέψεις;», του έλεγαν παριστάνοντας τους ενοχλημένους· ενώ στην πραγματικότητα περίμεναν την ευκαιρία για να διηγηθούν τις πραγματικές ή κατασκευασμένες ιστορίες τους, με την ελπίδα πως κάποιες απ’ αυτές θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.
Κι ο μικροκαμωμένος και ευφυής δημοσιογράφος όλο και τους τσίγκλιζε, όλο και τους προκαλούσε για να πουν κι άλλα.
«Αυτά μόνο είχατε να μου πείτε απόψε; Καληνύχτα, θα τα πούμε στην εφημερίδα», συνήθιζε να λέει· αποχαιρετώντας με την πεντόκαδη νταμιτζάνα στο χέρι.
*Σημερινή Ταβέρνα Όθωνας, σε άλλη αρχιτεκτονική.