Στις 20 Μαρτίου 1822 αποβιβάστηκε στο Λουτρό των Σφακίων, με μερικούς αξιωματικούς και στρατιώτες, ο ένθερμος Γάλλος φιλέλληνας Ιωσήφ Βαλέστρας (εικ. 1), γιος του γέροντος Γάλλου εμπόρου Βαλέστρα, ο οποίος διέμενε προ πολλών ετών στα Χανιά. Ο νεαρός Ιωσήφ Βαλέστρας είχε διδαχθεί στη Γαλλία την τακτική στρατιωτική και ως λοχαγός είχε υπηρετήσει υπό τον στρατηγό Ναπολέοντα Α’, τον Βοναπάρτη, Αυτοκράτορα της Γαλλίας. Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Ελλάδα επέστρεψε αυθόρμητα από την Ευρώπη, συνέστησε στην Καλαμάτα τακτικό σώμα στρατού και ονομάστηκε χιλίαρχος από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Στη συνέχεια, άφησε την Πελοπόννησο, προτιμώντας να αγωνιστεί στην Κρήτη, όπου – όπως έχουμε ήδη σημειώσει – έφτασε στα τέλη Μαρτίου του 1822.Τα προτερήματα του Βαλέστρα ενθάρρυναν τους Κρητικούς και τον διοικητή, που άδικα τον υποπτεύθηκαν στην αρχή ότι είχε σταλθεί ως κατάσκοπος των πράξεών του.
Ο Βαλέστρας, βλέποντας με τα μάτια του τον ενθουσιαστικό παλμό και την ορμητικότητα των μαχητών της Κρήτης, κατευθύνθηκε προς το Ρέθυμνο, όπου σκέφθηκε ότι με τέτοιους ανδρείους αγωνιστές άνετα θα μπορούσε να γίνει κύριος του φρουρίου της πόλεως (Φορτέτσας) (εικ. 2), που το θεωρούσε ως ευκολοπόρθητο, αλλά και γιατί πίστευε ακράδαντα ότι με την κατοχή ενός φρουρίου, «ως εις κιβωτόν κατά την επανάστασιν», θα εξασφάλιζε τα αναγκαία για τον πόλεμο εφόδια, αλλά και θα ασκούσε από εκεί ευκολότερα και αποτελεσματικότερα τη διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων. Ή, όπως λέγει ο Σπυρίδων Τρικούπης, ατελεσφόρητα θα ήταν τα κατορθώματα των Κρητών ενόσω δεν κατείχαν μιαν οχυρή πόλη, «διότι και η Αρχή του τόπου επλανάτο τήδε κακείσε και κέντρον πολεμικόν ήτο το απόκεντρον Λουτρόν και καταφύγιον δεν είχε ο αγών εν καιρώ ανάγκης». Με τέτοιες πεποιθήσεις ο νοήμων και έμπειρος περί τα πολεμικά λοχαγός Βαλέστρας προσδιόρισε το Ρέθυμνο ως το πλέον ενδεικνυόμενο πολεμικό κέντρο των εμπολέμων Ελλήνων στην Κρήτη, γιατί, ακριβώς, το Ρέθυμνο κατείχε γεωγραφικώς κεντρική θέση μεταξύ Χανίων και Μεγάλου Κάστρου. Με τον τρόπο αυτόν επιθυμούσε να συμβάλει στρατιωτικά και να συνδράμει στην ευόδωση του πατριωτικού έργου.
Πλήρης, λοιπόν, με τα αγνά φιλελληνικά αισθήματα, που φλόγιζαν την καρδιά του, ήταν, όπως έλεγαν, έτοιμος, να πολεμήσει γενναία, αγαλλόμενος και τραγουδώντας σε όλη τη διάρκεια της προηγούμενης νύκτας, από τη 13η προς τη 14η Απριλίου του 1822, ημέρα που θα λάμβανε χώρα η θλιβερή εκείνη μάχη στο Ρέθυμνο, που έμελλε να στοιχίσει τη ζωή του και τη ζωή τόσων άλλων Ελλήνων στρατιωτών. Με το ξίφος του ανά χείρας, ο Βαλέστρας εμφανιζόταν σε όλους έτοιμος να ορμήσει από τα χωριά Πάνω και Κάτω Βαρσαμόνερο ενάντια στο κάστρο του Ρεθύμνου.
Το σχέδιο του- που το κοινοποίησε και στον αρμοστή Κομνηνό Αφεντούλη, διαβεβαιώνοντάς τον για τη δόξα που τον περίμενε αν κυρίευε ένα από τα φρούρια της Κρήτης – προέβλεπε τις εξής κατά σειράν ενέργειες. ο Πρωτοπαπαδάκης, που κατείχε το κέντρο, στον Κάστελλο, και τον μαχιμότερο στρατό, θα προκαλούσε αρχικά σε μάχη τους Τούρκους και έπειτα, οπισθοχωρώντας εκουσίως, θα τους απομάκρυνε κατά το δυνατόν πιο μακριά από το φρούριο του Ρεθύμνου, από το οποίο εκείνοι θα εξέρχονταν- κατά τη πάγια τακτική τους- προς αντεπίθεση. Τη στιγμή εκείνη, προβλεπόταν από τα πλάγια, εξορμώντας από τα Περιβόλια, να κτυπούσαν ο Γεώργιος Τσουδερός με τους Αγιοβασιλειώτες του, τον Πωλογεωργάκη, τον Ιωάννη Μοσχοβίτη με τους Αμαριώτες του και τον Μανουσογιάννη, ενώ ο Βαλέστρας, την ίδια στιγμή, με τα εκλεκτά στρατεύματα του Στρατή Δεληγιαννάκη και του Μανουσέλη που είχε μαζί του, θα ορμούσε από το αντίθετο μέρος, από τον Κουμπέ, και θα συμπλήρωναν την κύκλωση των Τούρκων, με αντικειμενικό σκοπό να ορμούσε, στη συνέχεια, ο Βαλέστρας ακάθεκτος προς το κάστρο και να επιχειρούσε με έφοδο την άλωση της πόλης του Ρεθύμνου. Έτσι, οι εχθροί τιθέμενοι ανάμεσα σε τρία πυρά (από Κάστελο – Περιβόλια και Κουμπέ) να κατανικιόντουσαν και οι μαχητές του Βαλέστρα να έφθαναν αισίως στον αντικειμενικό τους σκοπό, στην κατάληψη του φρουρίου της πόλης του Ρεθύμνου.