Ο Ντούτσε επέλεξε σκόπιμα τη σημαδιακή ημερομηνία της 28ης Οκτωβρίου, επειδή ήταν η εορταστική γενέθλιος ημέρα του Φασισμού. Ήταν η επέτειος της περίφημης εκείνης «πορείας προς τη Ρώμη» και επομένως η αρμόζουσα ως ημέρα επιθέσεως κατά της Ελλάδας.
Στους μελετητές της Ιστορίας, εκείνης της εποχής, πλανάται το ερώτημα: «Γιατί ο Μουσολίνι ανέλαβε την εγκληματική κατά της Ελλάδας επιχείρηση με τις χιλιάδες μέχρι και ανυπολόγιστες αιματηρές απώλειες; Την εξήγηση έδωσε ο ίδιος ο Μουσολίνι στον τότε υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Φον Ρίμπεντροπ ότι «η Ελληνική κυβέρνηση ανέχθηκε και αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τον ελλιμενισμό του Αγγλικού Στόλου στη Σούδα και σε άλλα μικρότερα ελληνικά αγκυροβόλια». Η έγγραφη διακοίνωση διαμαρτυρίας που δόθηκε στο Μεταξά από τον πρέσβη της Ιταλίας Γκράτσι, ανέφερε επίσης μεταξύ άλλων ότι «Η ευθύνη, διαυτήν την αυθαίρετην επιζημίαν δια την Ιταλίαν επέμβασιν, επιπίπτει πρωτίστως επί της επίβουλης (δόλιας) αγγλικής πολιτικής και επί της ύπουλης προθέσεως της να εμπλέκει και να περιπλέκει πάντοτε άλλας χώρας εις πόλεμον, όθεν η ιταλική κυβέρνησις κατέληξε εις την απόφασιν, να καταλάβει ορισμένα στρατηγικά σημεία επί ελληνικού εδάφους». Το επιχείρημα ήταν λογικοφανές μεν αλλά παραπειστικό. Εκ των πραγμάτων, η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να επιλέξει ή την υποδούλωση ή τον πόλεμο.
Στις τρεις παρά δέκα μετά τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου ο Γκράτσι, πρεσβευτής της Ιταλίας, έφτανε και με κάθε επισημότητα με το αυτοκίνητο στην Κηφισιά.
Ο Γκράτσι, στο ημερολόγιο – εξομολόγησή του σε κρίση συνειδήσεως, αναφέρει επί λέξει: «Εφθάσαμεν εις την οικίαν Μεταξά ακριβώς εις τας τρεις παρά δέκα. Ο σκοπός ήρχισε να κτυπά το κουδούνι, ενώ η αγωνία μου είχεν ενταθεί και η συνείδησή μου με επίεζε σκεπτόμενος, ότι την στιγμήν εκείνην εγινόμην συνένοχος μιας πράξεως ανήθικης και επονείδιστης, μιας ατιμίας ασυγχώρητης.
Ο Μεταξάς με οδήγησεν εις ένα μικρόν σαλόνι. Του έδωσα το έγγραφον και ήρχισε μετά προσοχής να το διαβάζει. Όταν τελείωσεν την ανάγνωσιν εκάρφωσε τα μάτια του επάνω μου και με σταθεράν φωνήν μου είπε. «Αυτό επομένως σημαίνει πόλεμον». (Σημ. Προς χάριν της ιστορικής «καθαρής αλήθειας» επισημαίνομε ότι η ακριβής απάντηση του Μεταξά ήταν η φράση στα γαλλικά: Alors, c’est la guerre. (Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο).
Η στιγμή που ο Μεταξάς αρνήθηκε να δεχθεί το ιταλικό τελεσίγραφο, είναι αναμφισβήτητα ιστορική. Τη στιγμή εκείνη ο επιστήθιος φίλος, ο θαυμαστής και κολλητός του γερμανικού Ναζισμού, ο υπερσυντηρητικός και εχθρός της Δημοκρατίας και του Κοινοβουλευτισμού, που είχε γεμίσει τα ξερονήσια πολιτικούς εξόριστους, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και ύψωνε το ανάστημά του με γενναιότητα σαν εκφραστής των πόθων και ηγέτης του ελληνικού λαού, στον αγώνα για την εθνική του ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας μας εναντίον του Άξονα. Ο ρόλος του ήταν παράταιρος, αταίριαστος γι’ αυτόν, αλλά υποχρεώθηκε εξ αντικειμένου να τον παίξει, εφ όσον οι στιγμές για τη χώρα ήταν κρίσιμες. Από την ώρα που είχε δεχθεί, να πάρει την εξουσία, να γίνει αρχηγός μαζί μ’ έναν ξενοκίνητο, αγγλόδουλο βασιλιά, μιας δικτατορίας κατασκευασμένης και εξαρτημένης από το Λονδίνο, δεν είχε άλλη επιλογή. Αν δεν έλεγε «όχι» γνώριζε ότι θα είχε ανατραπεί αυτοστιγμή από το Βασιλιά, ο οποίος θα τον έβγαζε εκτός μάχης και θα τον είχε… σχολάσει. Ο Καφαντάρης είχε πει: «Ο μόνος που θα περίμενε κανείς να πει ναι, είπε όχι».
Κατά τη διάρκεια της εποποιίας 1940-41 οι παλαιότεροι θυμόμαστε, ότι εις τα μετόπισθεν η κοινή γνώμη συνεπαρμένη από τις συνήθεις υπερβολές όπως και στην προκειμένη περίπτωση θριαμβολογίες του Τύπου ζούσε σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα έντονης ευφορίας και αγαλλίασης, βρισκόταν όμως μακριά από τα συγκλονιστικά γεγονότα του μετώπου και την ιστορική πραγματικότητα. Είχε επικρατήσει η εντύπωση ότι ο πόλεμος ήταν εύκολος και ότι οι Ιταλοί μόλις έβλεπαν Τσολιάδες πετούσαν τα όπλα και σήκωναν ψηλά τα χέρια. Ουδείς διανοήθηκε ότι οι δύο αντίπαλοι πολέμησαν σκληρά σε μάχες αιματηρές και ανηλεείς. Όταν η φωνή της Βέμπο με εκείνο το παθιασμένο τραγούδι «Με το χαμόγελο στα χείλη παν’ οι φαντάροι μας μπροστά» ακουγόταν από τα μεγάφωνα στη διαπασών απ’ άκρη σ’ άκρη της ελληνικής επικράτειας, την ίδια ώρα και την ίδια στιγμή χιλιάδες αξιωματικοί και φαντάροι έπεφταν στο πεδίο της μάχης κατά την εκτέλεση του καθήκοντος.
Εκ παραλλήλου τα νοσοκομεία ήταν ασφυκτικά γεμάτα από δεκάδες χιλιάδες τραυματίες, άλλοι εκ των οποίων κείτονταν από βόλι, άλλοι από κρυοπαγήματα και κομμένα πόδια, ενώ στο μέτωπο κείτονταν χιλιάδες νεκροί από την πείνα.
Στο βιβλίο «Νίκησε δύο φορές το θάνατο» με τις ημερολογιακές σημειώσεις του τότε Ανθ/γού Παντελή Σαββάκη, το οποίο επιμελήθηκε ο γράφων, αναφέρεται στη σελίδα 28 «Μετά από ώρες αναζήτησης βρήκα επί τέλους τους άνδρες του λόχου. Αλλά ποιούς άνδρες; Αντίκρισα ένα φρικιαστικό θέαμα από ανθρώπινα ράκη. Στρατιώτες εξαθλιωμένους από την πείνα, ζαρωμένους και κουκουλωμένους να τρέμουν σύγκορμοι από το κρύο. Λόγω καταστροφής εκείνης της κομβικής γέφυρας η υπηρεσία ανεφοδιασμού ήταν αναποτελεσματική και δεν καλύπτονταν οι ανάγκες για μια στοιχειώδη σίτιση. Καμιά φορά έφτανε στους δυστυχισμένους κανένα τσουβάλι σταφίδες, τις οποίες μοιράζονταν από μια χούφτα ο καθένας, είτε λίγες κουραμάνες, οι οποίες κόβονταν σε μικροσκοπικά κομμάτια. Περνούσαν όμως και μέρες χωρίς ούτε μια μπουκιά ψωμί».
Από τη αφήγηση του στρατηγού Παντελή Σαββάκη είναι εμφανής η φοβερή ζημιά, που προκαλούσε η απώλεια της γέφυρας αυτής της κατεστραμμένης λόγω βομβαρδισμού που είχε ως αποτέλεσμα την ανυπέρβλητη δυσχέρεια στις μεταφορές των εφοδίων. Ωστόσο ένα βασικό ερώτημα κατά την εποποιία της Αλβανίας παραμένει αναπάντητο. Πόσοι στρατιώτες από όσους λιμοκτονούσαν, αργοπέθαναν από ένα φρικτό εξ ασιτίας θάνατο; Είναι αυτονόητο ότι γέφυρα δεν ήταν μόνο μια, εκείνη που καταστράφηκε από βομβαρδισμό.
Στις 5:30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, μέσα στο σκοτάδι της νύκτας, έπεφταν στις μονάδες της προκαλύψεως των Ελληνοαλβανικών συνόρων χιλιάδες βλήματα πεδινού πυροβολικού και εκρήγνυντο μέσα σ’ ένα εκκωφαντικό ορυμαγδό. Η υπεροχή των δυνάμεων των Ιταλών ήταν συντριπτική. Ο Αρχιστράτηγος Πράσκα υπελόγιζε, να καταλάβει με μια προέλαση αστραπή το Μέτσοβο, την Άρτα και το Μεσολόγγι. Μετά την πρώτη αυτή φάση της εισβολής τα ιταλικά στρατεύματα θα επιχειρούσαν, να προωθηθούν προς Θεσσαλονίκη. Από την ελληνική πλευρά βάσει σχεδίου επιχειρήσεων του ΓΕΣ η άμυνα επί ελληνικού εδάφους, καθ’ όλο το μήκος των συνόρων της μεθορίου θα στηριζόταν αφενός στις δυνάμεις προκαλύψεως και αφετέρου σε ορισμένα εκ των προτέρων επιλεγέντα σημεία βαθύτερα των συνόρων… Το ρόλο των δυνάμεων προκαλύψεως τον είχαν καθορίσει με τη στρατηγική, ότι θα ήταν καθαρά επιβραδυντικός. Το ΓΕΣ σχεδίασε, να επιτελέσει έναν αποφασιστικό αμυντικό αγώνα και τίποτε άλλο. Ούτω πως η πρώτη φάση, η αμυντική του ελληνοϊταλικού πολέμου έκλεισε με ακαμψία και γενναιότητα απέναντι στην ιταλική εισβολή.
Μέσα σε λίγες ημέρες, μέχρι την επακόλουθη αναχαίτιση και ανατροπή των ιταλικών δυνάμεων, δόθηκε ο χρόνος στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία, ώστε να συμπληρώσει και ολοκληρώσει την επιστράτευση των εφέδρων και να αρχίσει η προώθηση νέων δυνάμεων προς το μέτωπο. Από το ΓΕΣ αποφασίστηκε η αντεπίθεση να ξεκινήσει στις 14 Νοεμβρίου, οποία υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τις μετέπειτα εξελίξεις. Το σχέδιο του ελληνικού στρατηγείου, στη σχετική διαταγή επιχειρήσεων, προέβλεπε αιφνιδιαστική επίθεση με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Κορυτσάς.
Τη νύκτα της 13ης προς την 14η Νοεμβρίου λήγει η πρώτη «αμυντική φάση» του πολέμου για τις ελληνικές δυνάμεις και αρχίζει η δεύτερη φάση η «επιθετική». Πρόκειται για μια γενική έφοδο του ελληνικού στρατού σε μέτωπο που εκτεινόταν από το Ιόνιο μέχρι λίμνη της Πρέσπας.
Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν, αλλά παρ’ όλα αυτά άρχισαν να αγωνίζονται με πείσμα προστατευόμενοι πίσω από τα καμουφλαρισμένα πυροβόλα και τους όλμους καθώς και από την αεροπορία τους. Μετά από τέσσερεις ώρες με χειροβομβίδες και σε αιματηρές μάχες σώμα με σώμα με τη ξιφολόγχη, καταλαμβάνονται όλα τα υψώματα το ένα μετά το άλλο.
Στις 17 Νοεμβρίου η απόρθητη οχυρωματική θέση της Ντάρτζας καταλαμβάνεται από δυνάμεις της 10ης Μεραρχίας. Στις 5,45 της 22ας Νοεμβρίου δυνάμεις της 9ης Μεραρχίας εισέρχονται στην Κορυτσά. Οι ελληνικές σημαίες αναρτήθηκαν στους εξώστες και σύσσωμος ο απόδημος Ελληνισμός παραληρούσε από ενθουσιασμό και συγκίνηση για την πρώτη μεγάλη νίκη των ελληνικών όπλων.
Η περιφανής νίκη του ελληνικού στρατού με την εντυπωσιακή θεαματική κατάληψη της Κορυτσάς υπήρξε βαρυσήμαντο γεγονός, διότι λόγω της στρατηγικής θέσεως της θα διαδραμάτιζε αποφασιστικό ρόλο στις περαιτέρω πολεμικές επιχειρήσεις.
Η Κορυτσά είναι εξ’ άλλου η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας με ελληνικό πληθυσμό, έδρα Ορθοδόξου Μητροπολίτη με γυμνάσια και πολλά δημοτικά σχολεία. Απετέλεσε τμήμα του ελληνικού κράτους από το 1914 έως το 1917
Παρ’ όλ’ αυτά το Στρατηγείο μας παραδέχτηκε, ότι οι αντικειμενικοί σκοποί πραγματοποιήθηκαν «εν μέρει μόνο» διότι παρά τη συνεχή προέλαση του στρατού μας ο «στρατηγός χειμώνας» ήταν ανίκητος. Είχαμε φτάσει στις 28 Δεκεμβρίου και ούτε η Κλεισούρα ούτε το Τεπελένι είχανε πέσει, ενώ ο Γολγοθάς του στρατού συνεχιζόταν διότι η στρατιωτική ηγεσία καθώς και η πολιτική (Μεταξάς) επιζητούσε ως τρόπαιο την Αυλώνα παρά της ανυπέρβλητες συνθήκες, όταν ακόμα και τα μουλάρια ψοφούσαν από το κρύο, χωρίς τροφή πάνω στα χιόνια.
Ιδού πώς περιγράφει ο γνωστός συγγραφέας και τότε στρατιώτης Άγγελος Τερζάκης την κατάσταση των στρατιωτών στο Μέτωπο τα Χριστούγεννα του 1940.
«Από 24 ίσαμε 30 Δεκεμβρίου η κακοκαιρία αναγκάζει το Β’ Σώμα Στρατού ν’ αναστείλει τις επιχειρήσεις του, να αναμένει καλύτερες συνθήκες. Οι μουλαρόδρομοι, που έπρεπε να ακολουθούν τα τμήματα στις μετακινήσεις τους είχαν γίνει αδιάβατοι, πολτός από χιόνι λιωμένο και λάσπη τον είχαν ζυμώσει με τις οπλές τα ζώα και τα άρβυλα. Το χιόνι στο μεταξύ έπεφτε αδιάκοπα και συναλλαζόταν με τις βροχές. Μουλάρια φορτωμένα γλίστραγαν στα μονοπάτια, γκρεμοτσακίζονταν κάτω βαθιά στις χαράδρες, οι φάλλαγες τεντώνονταν και λιάνευαν έτσι που να γίνονται ατέλειωτες, αργές, ξεθεωμένες, πένθιμες. Έρχονταν οι νύχτες και τις πρόφταιναν στο δρόμο. Τότε αναγκάζονταν να σταθούν εκεί που βρίσκονταν, να κουρνιάσουν και να ξενυχτίσουν στην παγωνιά, πάνω στο χιόνι, στη λάσπη, μεθυσμένες από την ταλαιπωρία, μουσκεμένες ως το κόκκαλο, μερόνυκτα αμέτρητα νηστικές. Είναι οι ώρες που ο άνθρωπος χάνει την αίσθηση του γύρω κόσμου, θεωρεί πως μετατοπίσθηκε στην κόλαση και βασανίζεται εκεί δίχως ελπίδα γλυτωμού, κατάδικος στους αιώνες.
Τα κρυοπαγήματα νέκρωναν τα άκρα, κάθε μέρα και σε περισσότερους. Ήταν σαν ένας θάνατος ύπουλος, τμηματικός, που δάγκωνε κι έκοβε κομμάτια από τα κορμιά και τ’ άφηνε σακατεμένα. Στην αρχή δεν είχανε ιδέα περί τίνος πρόκειται, γι’ αυτό και τα πρώτα κρούσματα δεν τους έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Το πόδι τουμπάνιαζε, βάραινε, κοκκίνιζε, έπιανε να μυρμιδίζει, σαν να το τρυπάγανε χιλιάδες αναμμένα καρφιά. Ύστερα άρχιζε να μελανιάζει, γινόταν μαυροπράσινο πελώριο και τότε έσκαγε εδώ, εκεί και έτρεχαν υγρά κοκκινόχρωμα, αίμα και πύον. Τέλος, νεκρωνόταν, δεν το ένιωθαν πια, τα δάκτυλα γίνονταν μαύρα και ξερά. Η συνέχεια στο Ορεινό Χειρουργείο για ακρωτηριασμό! Σ’ ένα Τάγμα από οκτακόσιους είχαν απομείνει διακόσιοι είκοσι. Υπήρχαν Λόχοι, που είχαν απομείνει καμιά εικοσαριά άνδρες. Παντού στα βουνά έβλεπες ξεμοναχιασμένους φαντάρους να ψάχνουν τρεκλίζοντας το δρόμο τους μέσα στην άσπρη απεραντοσύνη ή να έχουν καθίσει χάμου σε μια πέτρα και να περιμένουν εκεί ώρες ατέλειωτες, μήπως περάσει καμιά εφοδιοπομπή να τους περιμαζέψει ή τίποτε τραυματιοφορείς. Μερικοί έκλαιγαν από τον πόνο, την απελπισία, την πείνα. Συλλογίζονταν το σπιτικό τους, τη ζωή του σακάτη που τους περιμένει, τον σπαραγμό των δικών τους όταν τους αντικρύσουν και η καρδιά τους έλιωνε. Είχαν υπερασπίσει την Ελλάδα, την τιμή της, σταμάτησαν μόνοι αυτοί μέσα στον μεγάλο κόσμο τον εχθρό, τον κυνήγησαν πίσω, τον ντρόπιασαν. Ω! ναι, η θυσία άξιζε τον κόπο, αλλά δεν ήταν για τούτο και λιγότερο βαριά, λιγότερο πικρή».