Διαβάζοντας το διήγημα εμφανίζεται ανάγλυφα μπροστά μας η φιγούρα της μητέρας του Βιζυηνού, με την τραγική ιστορία της που ξεδιπλώνεται μέσα στις λίγες σελίδες του. Αυτό όμως που την καθιστά ένα πραγματικά τραγικό πρόσωπο, είναι το παρελθόν και το μέλλον της. Μας κινεί το ενδιαφέρον και ταξιδεύουμε μαζί της συμπληρώνοντας ένα – ένα τα κομμάτια της ιστορίας της πέρα από το διήγημα.
Η μάνα του Βιζυηνού, Δεσποινιώ η Μιχαλιέσα, γεννήθηκε περίπου το 1827, στον Άγιο Στέφανο (σημερινά σύνορα Τουρκίας Βουλγαρίας). Ορφάνεψε μέσα στην αναταραχή του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1828) και υιοθετήθηκε από τον Παπουγιωργάκη (Γιώργη), ευκατάστατο πραματευτή από τη Βίζα. Ήταν άτεκνος και την αγάπησε περισσότερο κι από παιδί κι από γυναίκα, σε αντίθεση με την Χατζαποστόλω, τη γυναίκα του, που ζήλευε τη Δέσποινα πολύ.
Όταν έγινε 18 χρονών την πάντρεψαν με τον Μιχαήλο, με τον οποίο έζησαν μαζί περίπου 10 χρόνια και έκαναν 5 παιδιά: το Χρηστάκη, που σκοτώθηκε μεγάλος, την Άννα, το μωρό που «πλάκωσε» η μάνα του, το Βιζυηνό, την Αννιώ, που πέθανε μικρή και τον Μιχαήλο, που ήταν ακόμα στην κοιλιά της μάνας του όταν πέθανε ο πατέρας του, γι’ αυτό πήρε και το όνομά του.
Ο Βιζυηνός έφυγε μικρός από το σπίτι και σε όλο το διάστημα της ζωής του επισκεπτόταν το χωριό του μετά από μεγάλα διαστήματα απουσίας.
Η μητέρα του, του είχε μεγάλη αδυναμία, της έμοιαζε κιόλας όπως λένε, και πάντα τον περίμενε καρτερικά να γυρίσει στη Βίζα. Κι εκείνος την αγαπούσε πολύ. Την έπαιρνε συχνά μαζί του στην Πόλη. Το 1885 που ο Βιζυηνός ήταν στην Αθήνα, η Δεσποινιώ κατέβηκε και έμεινε για ένα χρόνο εκεί μαζί του, ώσπου γύρισαν μαζί στη Βίζα. Δεν της άρεσε καθόλου η Αθήνα και ήθελε να γυρίσει στο χωριό.
Ο Βιζυηνός ήτανε διαρκώς αμίλητος, όλο έγραφε κι εκείνη έπληττε. Του έλεγε «δεν σε έκανα, παιδί μου, έναν γελαδάρη, να έρχεσαι στο σπίτι να μου μιλάς;». Οι μόνες στιγμές που είχε διάθεση για συζήτηση ήταν στο τραπέζι, που του άρεσε να διηγείται ιστορίες και όταν έπαιζε με τα ανίψια του, τα παιδιά του Μιχαήλου.
Το 1892 ο Βιζυηνός αρρωσταίνει, ενώ βρίσκεται μακριά από τη Βίζα και 4 μήνες αργότερα πεθαίνει ξαφνικά ο αδερφός του, ο Μιχαήλος, χωρίς να έχουν ειδωθεί για καιρό. 4 χρόνια αργότερα πεθαίνει και ο Βιζυηνός, μακριά από τη μητέρα του.
Έτσι η Δεσποινιώ, έχασε όλα τα παιδιά της και από τα πολλά δάκρια λίγο- λίγο έχανε το φως της, ως που στο τέλος τυφλώθηκε ολότελα. Έζησε έτσι τυφλή για 12 χρόνια κοντά στη νύφη της, Τζιβάνη, και τα εγγονάκια της. Όλοι στο χωριό τη συμπονούσαν.
Οι γυναίκες την οδηγούσαν στην εκκλησία ντυμένη κατάμαυρα, για να μνημονέψει τα παιδιά της. Στη νύφη της έλεγε να τη θάψουν με ανοιχτά ρούχα και άσπρο φακιόλι, γιατί την περισσότερη ζωή της -περίπου 50 χρόνια- την πέρασε στα μαύρα.
Έτσι έζησε καρτερικά, σαν αγία, ως το 1907 περίπου. Πέθανε με τον πιο ήσυχο θάνατο, διατηρώντας τα λογικά της μέχρι την τελευταία της πνοή.
Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, έγινε η κεντρική ηρωίδα για εμάς. Τη «βρήκαμε» στο σπίτι της εκεί κάπου στα 1907, να ζει με τα φαντάσματά της, να περιμένει για πάντα το Γιωργή να γυρίσει, να συνειδητοποιεί, να θυμάται και να ξαναζεί στιγμές της ζωής της ταξιδεύοντας μέσα από τα λόγια και την σκέψη του παιδιού της, του Γεώργιου Βιζυηνού, μεταφέροντάς μας με την απλότητα αλλά και το βάθος, που έχει μια τέτοια γυναίκα το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου»… το δικό της «αμάρτημα».
Η πρώτη παράσταση θα γίνει στις 30 Ιουνίου στη Φορτέτζα Ρεθύμνου.
Παίζει η Μαρία Καντιφέ.
Σκηνοθεσία: Θωμάς Καντιφές.
Μουσική: Αντώνης Ζαχαράκης.
Σκηνικά – Κοστούμια: Μίλτος Εμμανουήλ.
Πληροφορίες: 6945458516 και www.theatrikosperiplous.gr.
Σε κλίμα συγκίνησης τα εγκαίνια του μνημείου για τα θύματα των εργατικών δυστυχημάτων στον Κρουσώνα
Στ. Αρναουτάκης: Το μνημείο θα θυμίζει τον αγώνα για τη διασφάλιση των εργατικών δικαιωμάτων και κυρίως την προστασία της ανθρώπινης...