«Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού, σαν ανάγνωσμα δελεάζει, σαν άκουσμα μαγεύει αλλά σαν θεατρική πράξη τρομάζει.
Πόσο εύκολο είναι να κρατήσεις το θεατή, ένας και μοναδικός στη σκηνή, όταν και πολυπρόσωπος ακόμα θίασος απειλείται με την αδιαφορία του κοινού, αν ξεφύγει από τις σκηνοθετικές γραμμές που συντηρούν την πλοκή και το ενδιαφέρον.
Για την Μαρία Καντιφέ η ερμηνεία της στο έργο του Γεωργίου Βιζυηνού, «Το αμάρτημα της μητρός μου» αποδείχτηκε ακόμα μια ευκαιρία να παρουσιάσει το πλούσιο υποκριτικό δώρημα, που διαθέτει και επάξια την κατατάσσει στη χορεία των μεγάλων τραγωδών.
Θα περιμέναμε να έχει επηρεαστεί από την τεχνική της Λυδίας Κονιόρδου, με την οποία είχε συνεργαστεί τόσο επιτυχημένα σε δύσκολα επίσης έργα.
Κι όμως η Μαρία έχει δική της καλλιτεχνική έκφραση. Έχει επίσης και την ευλογία ενός αδελφού, του επίσης χαρισματικού, Θωμά Καντιφέ που αναβαθμίζει μια παράσταση σε μυσταγωγία είτε σκηνοθετεί είτε ερμηνεύει.
Αυτή τη φορά ο Θωμάς σκηνοθέτησε ένα έργο καθόλου εύκολο, καθόλου ελκυστικό για τις σύγχρονες απαιτήσεις του κοινού αφήνοντας την φαντασία του να καλπάσει σε απάτητες κορφές καλλιτεχνικής αναζήτησης. Έτσι μας χάρισε πάλι εκείνες τις λεπτομέρειες που δημιουργούν το απρόοπτο και το θαυμαστό επί σκηνής. Αυτές που δεν μπορεί να προβλέψει ούτε και ο μυημένος, ο υποψιασμένος θεατής.
Το σκηνικό λιτό αλλά τόσο ικανό να σε ταξιδέψει στον κόσμο των ηρώων του Βιζυηνού. Ένα σκηνικό γεμάτο ελληνικό χρώμα χωρίς τίποτα το κραυγαλέο που να προκαλεί εθνικιστική υστερία. Ήταν οι λεπτομέρειες που λέγαμε και θύμιζαν για τον καθένα τις ρίζες του.
Το γεμάτο κεριά μανουάλι, η σκάφη και η λεκάνη που υπάρχει πάντα στην παιδική μνήμη μαζί με την εικόνα της αεικίνητης γιαγιάς, η ατμόσφαιρα εκκλησιάς χωρίς να υπάρχει κάτι ιδιαίτερο να τη χαρακτηρίζει.
Κι άρχισε το έργο με τη Μαρία να προχωρά με άνεση σε ωκεάνιους κυματισμούς που προκαλούσε ο λόγος του Βιζυηνού. Πόσο όμορφος ακουγόταν. Τι υπέροχη γλώσσα που είναι τα ελληνικά. Ιδιαίτερα όταν προφέρεται σωστά.
Η ταλαντούχα καλλιτέχνις μας, τόνιζε λέξεις καθόλου συνηθισμένες ιδιαίτερα στην εποχή μας. Κι έπειτα η υποκριτική της δεινότητα ανέλαβε να μας φορτίζει το συναίσθημα μέχρι δακρύων. Πόσα πρόσωπα βλέπαμε στη σκηνή κι ας ήταν μονάχα μια φιγούρα. Πόσο ευρηματικά άλλαζαν οι σκηνές και οι πράξεις του έργου. Με ένα τραγούδι, με μια κίνηση, με απλές καθημερινές εικόνες που γέμιζαν το κενό όσο κρατούσε ο μνημειώδης λόγος.
Κι όσο κυλούσε το έργο, βλέπαμε στο πρόσωπο της Μαρίας την ελληνίδα μάνα των πέτρινων χρόνων και βιώναμε όλες τις κοινωνικές συνθήκες που αποτελούσαν κώδικες και όριζαν τις καταστάσεις που στοιχειοθετούσαν κάποτε αδίκημα, κρίμα, αμάρτημα με βάση τους άγραφους νόμους των μικρών κοινωνιών.
Πόσες ψυχές δεν βασανίστηκαν από παρόμοιες καταστάσεις σε έναν περίγυρο που φόρτωνε ενοχές τον υπαίτιο. Πόσο αβασάνιστα χριζόταν στυγερός δράστης κάθε ακούσιος παραπτωματίας, από την προκατάληψη και την μισαλλοδοξία που κυριαρχούσε. Πόσες ζωές δεν καταστράφηκαν από παρόμοια γεγονότα.
Όλα μας τα θύμισε η Μαρία, ενώ παράλληλα με τη γνωστή χάρη που τη διακρίνει μας οδηγούσε σε κάθε ελληνική γωνιά είτε με την μουσική επένδυση της σκηνής είτε με το τραγούδι της, κραυγή κάποιες στιγμές, μεγάλης οδύνης που έβγαινε από τις μακραίωνες ρίζες της φυλής. Για να κυριαρχήσει παντού η μάνα και η συνείδηση της γυναίκας που μόνη της κρίνει, επικρίνει, κατακρίνει και καταλογίζει ευθύνες όπου ακούσιες παραλείψεις μπορεί να φθάσουν σε τραγωδία κι ας την αθωώνει το σύμπαν ολόκληρο. Η μουσική του Αντώνη Ζαχαράκη, όπως πάντα, εξαιρετική και ιδιαίτερα εμπνευσμένη.
Ειλικρινά δεν θέλαμε να τελειώσει αυτή η μυσταγωγία τόσο ταιριαστή με το πνεύμα των ημερών. Μια παράσταση που νοιώσαμε σαν προσευχή μέσα από την υψηλή τέχνη.
Η ευγνωμοσύνη μας γι’ αυτό στο Θωμά Καντιφέ και στη Μαρία μας είναι μεγάλη. Μας έδωσαν και πάλι μια σπουδαία καλλιτεχνική απόλαυση ψυχής. Ένα δώρο ταλέντου και θείας έμπνευσης που με απλά λόγια δεν μπορείς να ερμηνεύσεις τα συναισθήματα που σου προκάλεσε.
Ευχαριστούμε και για την αίσθηση θαλπωρής που μας δημιουργεί κάθε φορά ο Θεατρικός Περίπλους με την ακούραστη φροντίδα της Λίτσας Καντιφέ και όλων των παραγόντων της σημαντικής αυτής ομάδας όπως είναι η Εύη Κανά, η Αννα Τζανιδάκη και τα άλλα πρόσωπα που μας έγιναν τόσο οικεία και αγαπημένα.
Ακόμα και χωρίς την απόλαυση της ποιοτικής παράστασης ο φιλόξενος αυτός χώρος, με τον υπέροχο διάκοσμο σε πείθει ότι βρίσκεσαι πραγματικά, σε ένα ναό υψηλής τέχνης. Και να σκεφτεί καθένας ότι αυτό το θείο καλλιτεχνικό δώρο για το Ρέθυμνο δεν επιχορηγείται από πουθενά… Αχ παντέρμη αξιοπρέπεια. Γιατί να είσαι ευδιάκριτη μόνο σε τόσο λίγους;