Η κυρία Φανή μένει τα τελευταία δύο χρόνια σε ένα δυαράκι στον 2ο όροφο, ακριβώς απέναντι από εμένα. Κάθε πρωί βγαίνει στο μπαλκόνι να τινάξει τα χαλιά της κι έπειτα χάνεται για την υπόλοιπη μέρα. Κατά το μεσημέρι, επιστρέφει σχεδόν αγνώριστη. Τα μαλλιά της είναι επιμελώς χτενισμένα, τα ρούχα της επιμελώς διαλεγμένα, το βλέμμα της επιμελώς ανέκφραστο. Την παρατηρώ να τριγυρνάει στα δωμάτια του σπιτιού της μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, να αλλάζει θέση στα έπιπλα, να λικνίζεται στους ήχους μιας μουσικής που δε φτάνει ποτέ στ’ αυτιά μου. Κάθε βράδυ, περιμένει στην πυλωτή της πολυκατοικίας της να περάσει ένα μαύρο αυτοκίνητο να την πάρει. Κάθεται πάντα στη θέση του συνοδηγού και επιστρέφει πάντα λίγο μετά τις δώδεκα.
Δεν της έχω μιλήσει ποτέ και δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή της, μέχρι εκείνο το απόγευμα που βρέθηκα στο σούπερ-μάρκετ. Στο σούπερ-μάρκετ μπορείς να μάθεις μυστικά που γνωρίζουν όλοι οι υπόλοιποι, εκτός από εσένα. Αν είσαι τυχερός (ή άτυχος!) θα ακούσεις και πράγματα που σε αφορούν.
Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, καθώς ψώνιζα, παρατήρησα δύο κυρίες, μπροστά στο ράφι με τα σαμπουάν, να μιλάνε συνωμοτικά, απαξιωτικά σχεδόν, για την κυρία Φανή. Από τις λεπτομερείς αναφορές τους, μπόρεσα να συγκρατήσω τα εξής: ότι παντρεύτηκε έναν γιατρό 15 χρόνια μεγαλύτερό της, ότι δεν εργάστηκε ποτέ, ότι τα βράδια γυρίζει στα μπαρ με ύποπτους τύπους. Η αλήθεια είναι ότι απ’ αυτά και μόνο μου γεννήθηκαν αρκετές απορίες, που φρόντισαν να μου τις λύσουν -χωρίς καν να τις ρωτήσω- όταν πια βρεθήκαμε και πάλι στο ταμείο. Ο γιατρός λοιπόν πέθανε το δεύτερο χρόνο του έγγαμου βίου τους και της άφησε μεγάλη περιουσία. Από τότε ζούσε μόνη της αλλάζοντας σπίτια κάθε δύο χρόνια. «Είναι λογικό. Ποια γειτονιά μπορεί να ανεχθεί μια τέτοια συμπεριφορά;» παρατήρησε η μία από τις δύο κυρίες, καθώς γέμιζε τις σακούλες της.
Στο δρόμο προς το σπίτι, σκεφτόμουν πόσο εκτεθειμένη είναι μία ζωή στα βλέμματα και στα λόγια των άλλων. Θύμωσα με τις κυρίες που έβγαζαν εύκολα συμπεράσματα. Θύμωσα και με μένα που γινόμουν μάρτυρας της ζωής της καθημερινά από το απέναντι μπαλκόνι. Κι αν τελικά η κυρία Φανή συναναστρεφόταν ύποπτους τύπους, τι κακό έκανε, ή τέλος πάντων τι λόγος έπεφτε στους άλλους;
Το επόμενο πρωί, ένα φορτηγό ήταν παρκαρισμένο μπροστά από την πολυκατοικία της. Στο πεζοδρόμιο βρίσκονταν κούτες παραταγμένες στη σειρά, ενώ τα χαλιά της στέκονταν όρθια στον τοίχο σαν στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα κι ανέκφραστα. «Έχουν συμπληρωθεί λοιπόν τα δύο χρόνια και η κυρία Φανή πρέπει να φύγει από τη γειτονιά» σκέφτηκα. Τελικά πού κρύβεται η αλήθεια; Και αν κάποιος τη ρωτούσε, άραγε τι θα ισχυριζόταν η ίδια;
Κατέβηκα στο δρόμο. Την πλησίασα τη στιγμή που έμπαινε στο ασανσέρ. Μου χαμογέλασε και μου ζήτησε συγγνώμη για την αναστάτωση. Με είχε αναγνωρίσει. «Μέχρι το μεσημέρι θα έχουμε τελειώσει» πρόσθεσε και ανεβήκαμε μαζί μέχρι τον 2ο όροφο. Δεν της φάνηκε περίεργο που την είχα ακολουθήσει, ίσως και να το περίμενε. Από την ανοικτή μπαλκονόπορτα φαινόταν καθαρά το δικό μου διαμέρισμα. «Ίσως κι εκείνη κάποιες φορές θα παρατηρεί εμένα να περιφέρομαι στα δωμάτια» σκέφτηκα. «Γιατί φεύγετε από τη γειτονιά μας;» δεν άντεξα να μη ρωτήσω στο τέλος. «Μπορεί να σου ακουστεί ανόητο, αλλά πριν από κάμποσο καιρό είχα μια ατυχία, και το θεωρώ γρουσουζιά να μένω στο ίδιο σπίτι πάνω από δύο χρόνια». Αυτή λοιπόν ήταν η δική της εκδοχή και πιθανότατα η αληθινή. Το βλέμμα μου έπεσε στη φωτογραφία του γάμου της που βρισκόταν ακόμα πάνω στον τοίχο. «Οι άνθρωποι φαντάζουν διαφορετικοί όταν τους δεις από απόσταση. Οι πράξεις τους παίρνουν άλλες διαστάσεις, παραμορφώνονται» σκέφτηκα. Φεύγοντας, η κυρία Φανή με διαβεβαίωσε ότι ήξερε πολύ καλά τι λεγόταν για εκείνη και ότι δεν την ένοιαζε καθόλου. «Ο καθένας βγάζει τα συμπεράσματα που θέλει, τα συμπεράσματα που μπορεί να αντέξει» είπε, και ξεκρέμασε τη φωτογραφία απ’ τον τοίχο. Το σπίτι είχε πια ολότελα αδειάσει.