Ο λαός μας υπέστη μια πρωτοφανή οικονομική και ψυχολογική βία που μόνο η εικόνα εικονικών εκτελέσεων και εικονικών πνιγμών ενός ολόκληρου έθνους, μπορούν να συγκριθούν, με όσα συναντήσαμε το τελευταίο 10ήμερο, από το ενιαίο μέτωπο όλων όσοι νιώθουν τη μεγάλη τους ενοχή γι’ αυτά που βιώνουμε όλοι μας.
Δεν ξέρω αν ο λαός μας απλώς δεν γονάτισε, ή σήκωσε το κεφάλι!…
Γι’ αυτό δεν θα πω τίποτα… παρά μόνο να θυμίσω έξι στοίχους από τον «Υμνον εις την ελευθερίαν» του Δ. Σολωμού, που γράφτηκαν όχι σήμερα αλλά τον Μάιο του 1823.
…Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή
δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
Άλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ‘βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή…
(Η υπογράμμιση στον τελευταίο στοίχο δική μου).