Γιατί είχε ακούσει πως εκεί αντάρτικο διαβαίνει
μα δεν ελόγιασε ποτέ τι τονε περιμένει.
Και μάζωξε τασκέρι του στ’ Αρκάδι αποσώνει
με λύσσα και με μάνητα στο Μοναστήρι ζώνει.
Τότε ο Πασάς εφώναξε στο Γούμενο Γαβρίλη
να παραδώσει τα σπαθιά ν’ ανοίξουνε την πύλη.
Μα ο Γούμενος σα τ’ άκουσε τα ράσα σφιχτοδένει
και σέρνει του Πασά φωνή τ’ Αρκάδι δεν ποθαίνει.
Πάρε Πασά τ’ ασκέρι σου κι αμέτε στη δουλειά σας
στ’ Αρκάδι μπαίνουν χριστιανοί κι όχι η αφεδιά σας.
Και τότε λέει ο Πασάς τα όπλα να κεντήσουν
σα λυσσασμένοι επέσανε τα τείχη να γκρεμίσουν.
Τρακόσοι υπερασπιστές στην εκκλησία μπαίνουν
όρκο στην πίστη δίνουνε κιαπός μεταλαβαίνουν.
Και λέει των οπλαρχηγών να μη παραδοθείτε
ο θάνατος είναι χαρά και να μη φοβηθείτε.
Τα Άγια παίρνει ο Γούμενος με πλάκα τα σκεπάζει
και σκύφτει και τα προσκυνά και βαριαναστενάζει.
Ούλα τα γυναικόπαιδα με γέλιο και με πίστη
επήγα και κλειστήκανε στην μπαρουταποθήκη.
Ο Γιαμπουδάκης έβαλε υπογραφή στον Άδη
για ν’ απομείνει σύμβολο παντοτινά τ’ Αρκάδι.
Τα’ Αρκάδι δεν πατήθηκε αλλά εθυσιάσθει
και με τη φλόγα π’ άναψε στον κόσμο εδοξάσθει.
Εμμανουήλ Πολιτάκης