Πριν και μετά την Κατοχή, οι άνθρωποι στα χωριά προκειμένου να επιβιώσουν, δίνανε ένα σκληρό αγώνα στις διάφορες εργασίες για να παράγουν τα πλέον απαραίτητα, ίσα – ίσα για να μπορούν να διατηρηθούν στη ζωή.
Χρησιμοποιώντας τη νοημοσύνη τους, προσπαθούσανε να βρούνε κάποιο τρόπο που να τους διευκολύνει να παράγουν λίγο περισσότερο από κάθε είδος εργασίας, για να προσφέρει καλύτερη διαβίωση και για να μπορούν να δημιουργηθούν.
Αυτά ήτανε τα διάφορα αυτοσχέδια μέσα και με τη βοήθεια των χεριών τους, είχανε περισσότερα και καλύτερα αποτελέσματα σε όλα.
Μέσα σε αυτές τις εργασίες, ήτανε και η καλλιέργεια ενός αριθμού δέντρων ελιάς για να παράγουν το λάδι, μια από τις βασικότερες τροφές για τον άνθρωπο.
Αυτός ήτανε και ο λόγος που κάθε χωριό είχε ένα μικρό λιοτρίβι (ελαιουργείο) προκειμένου οι χωριανοί παραγωγοί να εξυπηρετούνται. Πηγαίνανε τον καρπό της ελιάς και με την κατάλληλη επεξεργασία αυτού, αφαιρούσε το λάδι, το οποίο μετά το μετέφεραν στο σπίτι τους ή στην πόλη προς πώληση.
Για τη μεταφορά του χρειαζόταν δοχεία τα οποία δεν υπήρχανε, αλλά τ’ αποκτούσε με ένα αυτοσχέδιο τρόπο και περί αυτού ο λόγος του κειμένου, όπου και ακολουθεί η πλήρης περιγραφή του.
Σε κάθε χωριό υπήρχε και ένας ειδικός (πιο επιμελής) που έφτιαχνε καλά ασκιά (τουλούμια). Αυτός έκανε συναντήσεις με όλους τους βοσκούς του χωριού και αν ήτανε απαραίτητο, πήγαινε και στα διπλανά χωριά που είχανε κοπάδια από κατσίκια και τους έλεγε: όταν σφάξετε τράγους ευνουχισμένους (τους είχε αφαιρεθεί η γονιμότητα) να μου φέρετε τις προβιές τους, επί πληρωμή.
Προτιμούσε τους τράγους γιατί ήτανε μεγάλα ζώα και ήτανε μεγαλύτερης αντοχής το δέρμα τους. Τις έβαζε μέσα σε πολύ χονδρό αλάτι περίπου 15-20 ημέρες για να μην σκουληκιάσουν και να ωριμάσουν όπως λέγανε. Με την αλμύρα αποχωρούσε το τρίχωμα και όσο δεν έφευγε το αφαιρούσε με το ξύρισμα. Μετά το πίσω μέρος του δέρματος στο ύψος των ποδιών, όλο μαζί το έδενε με αντοχής σπάγκο πολύ σφιχτά. Το δέσιμο αυτό το λέγανε συντζίνι. Το ίδιο έκανε χωριστά και σε κάθε μπροστινό πόδι. Τον λαιμό άφηνε ανοικτό για να μπαίνει αργότερα από εκεί το είδος που θα μεταφέρει (λάδι, κρασί, γάλα κ.λπ.) και στη συνέχεια αναποδογύριζε την προβιά (η έξω μεριά να πάει μέσα) και ήταν έτοιμο το ασκί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες μεταφορές.
Ο κάτοχος του ελαιουργείου, αγόραζε από αυτόν, όσα τουλούμια είχε ανάγκη για να κάνει τις μεταφορές του.
Μετά από κάθε επεξεργασία του καρπού της ελιάς, το λάδι πήγαινε στη γούρνα. Ο πρωτομυλωνάς με τη βοήθεια και ενός άλλου μυλωνά που κρατούσε το ασκί, τοποθετώντας ένα χωνί από φλασκιά στο λαιμό και βάζανε το λάδι μέσα. Όταν γέμιζε το δένανε καλά και συνεχίζανε σε άλλα ασκιά, μέχρι να τελειώσει το λάδι της γούρνας.
Μετά οι μυλωνάδες παίρνανε τα ασκιά στην ωμοπλάτη τους και τα πηγαίνανε στο σπίτι του νοικοκύρη να αδειάσουν το λάδι στο πιθάρι. Η νοικοκυρά τους είχε ετοιμάσει μεζέ και κρασί να τους κεράσει για τους κόπους που κάνανε να βγάλουν το λάδι τους.
Μερικές φορές είχανε και απώλεια λαδιού κατά τη μεταφορά τους. Όταν δεν ήτανε καλά δεμένο το ασκί ή κάποιος μυλωνάς είχε καταναλώσει πολύ κρασί και όταν παραπατούσε στο δρόμο, έφευγε από την ωμοπλάτη του το ασκί και χυνόταν το λάδι στο δρόμο.
Εκτός από το λάδι, ορισμένοι βοσκοί, χρησιμοποιούσανε το ασκί, αποκλειστικά να μεταφέρουν το γάλα.
Στα ορεινά χωριά οι μάνδρες των αιγοπροβάτων την άνοιξη και το καλοκαίρι, ήτανε στα βουνά μακριά από τα χωριά τους.
Μεταφέρανε το γάλα, στο σπίτι τους, να τυροκομήσουν και αργότερα να βάλουν το τυρί σε μικρά τουλουμάκια πάλι από μικρά κατσίκια για να τρώει η οικογένεια το φθινόπωρο και το χειμώνα, μέχρι να έρθει η νέα σοδειά τους. Αυτά τα τοποθετούσανε σε κρεμαστή σανίδα για να διατηρηθούν περισσότερο λόγω της θερμοκρασίας. Αυτό ήτανε το τουλουμοτύρι. Σήμερα στο είδος του, σε ελάχιστα χωριά συναντούμε την ύπαρξή του.
Άλλο ασκί είχανε για τη μεταφορά κρασιού σε γάμο ή όταν ήτανε για πώληση στην πόλη ή σε σπίτια που δεν είχανε.
Ακόμα και από το δέρμα του τράγου, φτιάχνανε τους αραγάδες. Μικρά ασκάκια που βάζανε οι εργάτες, οι βοσκοί το νερό και το κρασί τους, να πάρουν κοντά στις εργασίες τους.
Επίσης από το δέρμα, κόβανε λωρίδες σε ανάλογο πλάτος ή και διπλές ακόμα για να έχει αντοχή για να φτιάξουν την μπροστελίνα, τη μεσιά, το κουσκούνι του σαμαριού του γαϊδάρου, τη μουράγια του, λαιμουδαριές των κατοικίδιων ζώων και ανδρικές ζώνες.
Μετά που πέρασε η Κατοχή, άρχισαν να εμφανίζονται τα διάφορα τεχνικά μέσα, που σιγά – σιγά αντικαταστήσανε όλα τα αυτοσχέδια τα οποία ανήκανε πλέον εις το παρελθόν. Έτσι αποκτούσανε περισσότερα αγαθά και πιστεύανε ότι θα δημιουργηθούν εις το μέλλον.
Αργότερα το ασκί με κατάλληλη επεξεργασία οι μουσικοί του τόπου μας το συμπεριέλαβαν εις τα πνευστά όργανα, φτιάχνοντας την ασκομπαντούρα που παίρνει θέση σήμερα και στις διασκεδάσεις.
Όμως ακόμα οι ηλικιωμένοι που είναι στη ζωή, μαρτυρούν τα όσα βιώσανε και δεν επιθυμούν οι νεότεροι, να γνωρίσουν παρόμοια εποχή.
Τελειώνοντας το παραπάνω κείμενο, το αφιερώνω σε όλους τους νεώτερούς μου, άνδρες και γυναίκες για να ενημερωθούν πως εμείς οι σημερινοί ηλικιωμένοι αντιμετωπίσαμε τόσες πολλές και δύσκολες δοκιμασίες την Κατοχή για να διατηρηθούμε στη ζωή. Σας καλώ να έρθετε κοντά μας, να σας ενημερώσουμε με κάθε λεπτομέρεια για όλα. Η αμέλεια από εμάς και από την πολιτεία να μην συνεχιστεί.
Προσωπικά εγώ που γράφω το παραπάνω κείμενο, σας διαθέτω όλο το χρόνο μου, να σας ενημερώσω για τα περισσότερα.
Δεν γνώρισα ως νέος τίποτα καλό για να το θυμάμαι.
Όλα στερημένα κοντά στη θυσία των γονέων μου και μετά από τη δική μου, υπήρξε το θετικό αποτέλεσμα. Δοξάζω το Θεό που ήτανε και είναι πάντα κοντά μας. Σεβασμός σε όσα προσφέρανε οι πρόγονοί σας και όταν χρειαστεί να δώσετε και εσείς τον δικό σας αγώνα για τη ζωή σας και για την πατρίδα μας.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός