Το Σάββατο, 7 Μαρτίου 2020, πραγματοποιήθηκε στο ορεινό χωριό Θέρισο της Κυδωνίας, στα Ριζά της Μαδάρας, εκδήλωση για τον εορτασμό της επετείου της θερισιανής επανάστασης του 1905 που ξεκίνησε από το χωριό αυτό στις 10 Μαρτίου του 1905. Την εκδήλωση οργάνωσαν η Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, ο Δήμος Χανίων και το Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος». Παραβρέθηκαν ο υφυπουργός Παιδείας Βασίλης Διγαλάκης, ο αντιπεριφερειάρχης Χανίων κ. Νίκος Καλογερής, ο δήμαρχος Χανίων κ. Σημανδηράκης Παναγιώτης, ο γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος «Ελευθέριος Βενιζέλος» κ. Νικόλαος Παπαδάκης, δήμαρχοι, αντιδήμαρχοι, στρατιωτικοί του Νομού και πολύς κόσμος, και μεταξύ αυτών εκπρόσωποι της κοινότητας Ατσιποπούλου και του Πολιτιστικού Συλλόγου «ο Άγιος Ελευθέριος». (Τα δύο χωριά συνδέουν λόγοι ιστορικοί. Στην Επανάσταση του Θερίσου πήραν μέρος συνολικά τριάντα έξι Ατσιπουλιανοί, ενώ ένας από τους οπλαρχηγούς του Βενιζέλου στη διάρκεια της Επανάστασης ήταν ο Ατσιπουλιανός Χαράλαμπος Λιανδρής, το παρασημοφορημένο λάβαρο του οποίου κρατούσε στην εκδήλωση ο συνονόματος δισέγγονός του).
Την επιμνημόσυνη δέηση τέλεσε ο Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου κ.κ. Δαμασκηνός και ακολούθησε κατάθεση στεφάνων στον ανδριάντα του Ελευθερίου Βενιζέλου από πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, δήμους, συλλόγους και σωματεία του Νομού Χανίων. Για το Ατσιπόπουλο στεφάνια κατέθεσαν ο πρόεδρος της κοινότητας κ. Παπαλεξάκης Αλέξανδρος και ο γραμματέας του Πολιτιστικού Συλλόγου «Άγιος Ελευθέριος» κ. Παπαλεξάκης Ελευθέριος .
Κύριος ομιλητής της εκδήλωσης ήταν ο δήμαρχος Ρεθύμνου κ. Γιώργης Μαρινάκης, ο οποίος παρεμπιπτόντως δεσμεύτηκε για την κατασκευή του Ηρώου Πεσόντων στο Ατσιπόπουλο.
Σχετικό με την επανάσταση ριζίτικο τραγούδι τραγούδησε η χορωδία του Συλλόγου «Επανάσταση του Θερίσου 1905». Η εκδήλωση έκλεισε με τη βράβευση μαθητών των δημοτικών σχολείων της Δημοτικής Ενότητας Θερίσου (Βαμβακόπουλο, Βαρυπέτρου και Περιβολίων) που πρώτευσαν σε γραπτό διαγωνισμό για τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου αυτής.
Στη συνέχεια όλοι επισκέφτηκαν το πρόσφατα ανακαινισμένο ιστορικό μουσείο, το οποίο ιδρύθηκε το 1985 και βρίσκεται στο κτίριο που χρησίμευε ως στρατηγείο για τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το μουσείο φιλοξενεί αντικείμενα εκείνης της εποχής, αρχεία και φωτογραφικό υλικό, οπλισμό, όπως επίσης και προσωπικά αντικείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ακολούθησε παραδοσιακό κέρασμα από τον πολιτιστικό σύλλογο Θερίσου στον χώρο της εκδήλωσης.
Τα ιστορικά στοιχεία που ακολουθούν είναι παρμένα από το βιβλίο «Ατσιπόπουλο» του κ. Γεωργίου Περπιράκη, πρώην σχολικού συμβούλου Πρωτοβάθμια Εκπαίδευσης και επίτιμου προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου Ατσιποπούλου.
Το Θέρισο υπήρξε η κορύφωση μιας εντονότατης πολιτικής αντίθεσης ανάμεσα στον Ύπατο Αρμοστή, πρίγκιπα της Ελλάδας Γεώργιο, και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που υπέβοσκε για αρκετό καιρό πριν, αλλά εκδηλώθηκε το Μάρτιο του 1901 με την απόλυση του Βενιζέλου από την κρητική κυβέρνηση με την κατηγορία του «ανθενωτικού». Η πρώτη σοβαρή διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο ανδρών σημειώθηκε το Σεπτέμβριο του 1900, όταν ο πρίγκιπας ενημέρωσε τις κυβερνήσεις των προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία), ότι σκοπεύει να επισκεφθεί τις πρωτεύουσες τους και να ζητήσει να πραγματοποιηθεί η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, όσο το δυνατό γρηγορότερα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δυσαρεστήθηκε από την πρωτοβουλία που ανέλαβε ο πρίγκιπας, χωρίς προηγουμένως να ζητήσει τη γνώμη των Συμβούλων (υπουργών) της κρητικής κυβέρνησης. Ο ελληνικός θρόνος χάραζε την ελληνική εξωτερική πολιτική και προσδιόριζε τους στόχους και τις επιδιώξεις της και ως εκ τούτου ο Γεώργιος, που ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες της ελληνικής αυλής, θεωρούσε ότι η επίλυση του κρητικού ζητήματος αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα δική του και κανείς άλλος δεν έχει δικαίωμα να εκφράζει γνώμη γι’ αυτό. Ο Ύπατος Αρμοστής στήριζε την πολιτική του στους συγγενικούς δεσμούς, που είχε με τις αυλές της Ευρώπης και είχε τη βεβαιότητα ότι αυτές θα βοηθήσουν να πραγματοποιηθεί η Ένωση. Αγνοούσε, όμως, ότι η εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και οι στόχοι που αυτή επιδιώκει δεν χαράσσονται με βάση το συναίσθημα ή τους συγγενικούς δεσμούς, αλλά αποκλειστικά και μόνο με βάση τα εθνικά τους συμφέροντα, όπως αυτά τ’ αντιλαμβάνεται η καθεμιά. Αντίθετα ο Βενιζέλος, γνωρίζοντας τους βαθύτερους στόχους της παρουσίας των δυνάμεων στην Κρήτη, αλλά και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντά τους, είχε διαφορετική άποψη για την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί, για να φτάσει το εθνικό θέμα σε αίσιο τέλος. Καταρχήν αμφισβητούσε το δικαίωμα του πρίγκιπα ότι μόνο αυτός ήταν αρμόδιος να χαράζει την εξωτερική πολιτική, χωρίς να ζητά τη γνώμη κανενός, και πίστευε ότι λόγο σε αυτό το θέμα, και μάλιστα αποφασιστικό, είχε και ο κρητικός λαός. Πίστευε ότι η άμεση επίτευξη της ένωσης τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν αδύνατη. Η παράταση του αρμοστειακού καθεστώτος στην αρχική του μορφή κρατούσε το νησί υποχείριο των Δυνάμεων και έρμαιο των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων τους. Είχε την άποψη ότι η πορεία προς την ένωση έπρεπε να είναι προοδευτική με επιμέρους στόχους και επιδιώξεις. Πρώτα έπρεπε να ολοκληρωθεί η αυτονομία, ώστε ο κρητικός λαός να έχει το δικαίωμα, αυτός και μόνο αυτός, να εκλέγει τον ανώτατο άρχοντα. Στη συνέχεια ν’ απομακρυνθούν από την Κρήτη τα ξένα στρατεύματα και να αποκτήσει το νησί πολιτοφυλακή (στρατό) και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επιτύχει τον εθνικό στόχο, την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ο Βενιζέλος υπέβαλε δύο φορές την παραίτησή του από την κυβέρνηση, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή και τελικά ο πρίγκιπας τον απέλυσε, κατηγορώντας τον ως «ανθενωτικό». Μετά από αυτό ακολούθησε μια σκαιή κατασυκοφάντηση του Βενιζέλου, τόσο στον κρητικό τύπο, όσο και στον ελληνικό. Επιχείρηση που συντόνιζε ο ιδιαίτερος γραμματέας του Γεωργίου, Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος.
Ο Βενιζέλος στην αρχή σιώπησε, αργότερα όμως, ανέλαβε μια έντονη αντιπολιτευτική δράση από τις στήλες της εφημερίδας του ο «Κήρυξ» και σιγά-σιγά συσπείρωσε κοντά του τους αντιπολιτευόμενους, που προέρχονταν στην αρχή από νέους που σπούδαζαν στην Αθήνα, αλλά και ανθρώπους της ανερχόμενης αστικής τάξης. Η απολυταρχική διακυβέρνηση του πρίγκιπα, η καθυστέρηση της επίτευξης του εθνικού στόχου σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία, είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αντιπολιτευτικής μερίδας. Στις εκλογές του 1903 ο Βενιζέλος δεν κατόρθωσε να πείσει τον κρητικό και εξέλεξε τέσσερις μόνο βουλευτές.
Το Φεβρουάριο του 1905 η ενωμένη αντιπολίτευση διακήρυξε ότι δεν θα λάβει μέρος στις εκλογές του Μαρτίου του 1905 και ότι διατηρεί το δικαίωμα των ένοπλων συναθροίσεων.
Στις 10 Μαρτίου 1905 ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τους συναρχηγούς του Κωνσταντίνο Φούμη και Κωνσταντίνο Μάνο και ενώπιον άοπλων, αλλά και ενόπλων Κρητών, κήρυξε από το Θέρισο Κυδωνίας την ομώνυμη επανάσταση και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και συνακόλουθα τη βελτίωση των όρων λειτουργίας της Κρητικής Πολιτείας και την απαλλαγή του τόπου από την απολυταρχία.
Η επανάσταση πέρασε από διάφορα στάδια. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος καθ’ όλη τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα επέδειξε εξαιρετική διπλωματική δεινότητα και η φήμη του ξεπέρασε τα στενά όρια της Μεγαλονήσου. Η επανάσταση έληξε το Νοέμβριο του 1905 μ’ έναν έντιμο συμβιβασμό, όταν πια ο Βενιζέλος διαπίστωσε ότι η περαιτέρω συνέχιση του αγώνα κατέστη αδύνατη. Και μπορεί μεν η επανάσταση να μην πέτυχε την ένωση της Κρήτης, πέτυχε όμως ν’ αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας της Κρητικής Πολιτείας και να αλλάξει τις παραμέτρους του κρητικού ζητήματος. Ο πρίγκιπας εγκατέλειψε την Κρήτη τον Σεπτέμβριο του 1906 και διορίστηκε αντικαταστάτης του από το βασιλιά της Ελλάδας ο πολιτικός Αλέξανδρος Ζαΐμης. Και έπρεπε να έλθουν οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912, για να προβεί η Ελλάδα στην de facto ένωση της Κρήτης με τη δύναμη των όπλων της στις 12 Οκτωβρίου 1912 και αργότερα την 1 Δεκεμβρίου 1913 να γίνει η επίσημη ενσωμάτωση του νησιού με την Ελλάδα. Η επανάσταση ανέδειξε, επίσης, την ηγετική φυσιογνωμία του Βενιζέλου και τη διπλωματική του δεινότητα, με αποτέλεσμα αυτόν να εμπιστευθεί ο Στρατιωτκός Σύνδεσμος μετά το κίνημα στο Γουδί το 1909, ν’ αναλάβει την πολιτική εξουσία της διακυβέρνησης της χώρας.
Πολιτιστικός Σύλλογος Ατσιποπούλου
Γ. Μαρινάκης: Η επανάσταση του Θερίσου ευαισθητοποίησε την ελληνική και ευρωπαϊκή γνώμη
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησαν οι συμμετέχοντες στην επετειακή εκδήλωση την παρέμβαση του δημάρχου Ρεθύμνου, Γιώργου Μαρινάκη, που ήταν ο κεντρικός ομιλητής, και εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την εκ μέρους του επιτυχή επικαιροποίηση των μηνυμάτων του επαναστατικού κινήματος του Θέρισου και την ένταξη τους στις σύγχρονες μας εγχώριες και διεθνείς οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες.
Μεταξύ άλλων ο κ. Μαρινάκης κάνοντας την αποτίμηση της επανάστασης του Θερίσου ανέφερε:
«Επιχειρώντας μια αποτίμηση της επαναστατικής κινητοποίησης του Θερίσου, θα μπορούσαμε, με την ασφάλεια της χωροχρονικής απόστασης αλλά και την υφιστάμενη πλούσια βιβλιογραφία για το θέμα, να αξιολογήσουμε με αντικειμενικότητα τις παραμέτρους του εν λόγω επαναστατικού κινήματος.
Θα συμφωνήσουμε εκτιμώ, πως η επανάσταση στον Θέρισο, συνιστά κεφαλαιώδους σημασίας εξέγερση στην ιστορία της κρητικής αυτονομίας. Η επίδρασή της ως καταλύτης στις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν τόσο σε επίπεδο προώθησης εσωτερικών ζητημάτων του νησιού όσο και στη διπλωματική θεώρηση του κρητικού ζητήματος σε διεθνές επίπεδο, είναι αδιαμφισβήτητη.
Η επανάσταση στον Θέρισο συντέλεσε σε πλήθος σοβαρών πολιτικών διεργασιών όπως στην κατάλυση της απολυταρχίας του πρίγκιπα Γεωργίου, ύπατου αρμοστή της αυτόνομης κρητικής πολιτείας και στη λήξη της εξαετούς αποτυχημένης εξωτερικής του πολιτικής στο θέμα του κρητικού ζητήματος. Συνέβαλε στην αναθεώρηση του πολιτειακού καθεστώτος του νησιού και στον εκδημοκρατισμό των τοπικών πολιτειακών θεσμών. Καθόρισε το περιεχόμενο της σχέσης της κρητικής πολιτείας με το ελληνικό κράτος αφού καθιερώθηκε η μεταβίβαση της ευθύνης επιλογής ύπατου αρμοστή στο βασιλιά μετά από έγκριση των προστατριών δυνάμεων, συνθήκη που επέτρεψε τη σύνδεση της κρητικής πολιτείας με την Ελλάδα και την αναγνώριση ουσιαστικότερης αυτονομίας της με την παραχώρηση δικαιώματος συγκρότησης δικής της πολιτοφυλακής με Έλληνες αξιωματικούς. Ευαισθητοποίησε την ελληνική και ευρωπαϊκή γνώμη αναζωπυρώνοντας το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για το κρητικό ζήτημα.
Η επίδραση του, λοιπόν, στην εξέλιξη της Κρήτης, σε μια εποχή που τίποτε δεν προοιωνίζονταν την ελεύθερη, δημοκρατική και απρόσκοπτη ανάπτυξη του νησιού, ήταν αξιοπρόσεκτη. Χάρη στον Θέρισο, επετεύχθη η μετεξέλιξη του αυτονομιστικού καθεστώτος σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγηθεί το νησί στην πολυπόθητη ένωση του με την Ελλάδα.
Θα ήταν μάλλον ασυγχώρητη παράλειψη να μην αποδοθεί αυτή η απρόσμενη επιτυχία στον ηγέτη που την οραματίστηκε και υποστήριξε την έκβαση της με κάθε δυνατό τρόπο. Διότι από τα γεγονότα του Θέρισου, αναδείχθηκαν, κατά τρόπο αναντίρρητο, οι ικανότητες και τα προσόντα ενός άνδρα που, λίγα χρόνια αργότερα, κλήθηκε να σώσει την Ελλάδα. Του Ελευθέριου Βενιζέλου».
Μιλώντας για τη φυσιογνωμία του ηγέτη Ελ. Βενιζέλου ο ομιλητής είπε:
«Η αναπόφευκτη χρονική αναδρομή που κάθε επετειακή εκδήλωση προϋποθέτει, θα μας κάνει να αισθανθούμε στ’ αλήθεια τυχεροί που περίπου ένα αιώνα πριν, τότε που η Κρήτη στέναζε υπό το βάρος ανηλεών κατακτητών, αποδυναμωμένη από αιματηρές επαναστάσεις για την ανεξαρτησία της, έρμαιο των ακατάπαυστων διεκδικήσεως και ορέξεων των ισχυρών Ευρώπης και Ανατολής, εκείνη την κρίσιμη ώρα, που οι βιολογικές αντοχές και το ψυχικό σθένος των ανθρώπων της δοκιμάζονταν σκληρά, αναδείχτηκε ένας πολιτικός όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος για να εγγυηθεί τη ζωογόνα ανάσα ελευθερίας, που πρόσμενε για να αναγεννηθεί. Κι το έπραξε καταβάλλοντας το αντίστοιχο υψηλό πολιτικό και προσωπικό κόστος: κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα της εποχής, τον άκρατο λαϊκισμό, τις ευκαιριακές λύσεις, διακινδυνεύοντας τη σωματική και ψυχική του ακεραιότητα, την περιουσία του και την ίδια του τη ζωή διέθεσε το χρόνο, τη γνώση, τις ικανότητες, την υγεία του, για την πατρίδα.
Τελικά, σε κάθε ιστορική στιγμή, οι ηγέτες κάνουν τη διαφορά. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ένας τυπικός χαρισματικός ηγέτης που αποδείκνυε συνεχώς ότι μπορούσε να είναι συγχρόνως οραματιστής αλλά και πραγματιστής, φιλελεύθερος αλλά και σκεπτικιστής, επαναστάτης αλλά και συντηρητικός. Κι όπως όλοι οι αληθινοί ηγέτες, βίωνε ακόμη και το οδυνηρό αίσθημα της μοναξιάς αφού καλούνταν, εκτός των άλλων, να διαχειριστεί εσωτερικές διαφωνίες και αντεγκλήσεις, όπως άλλωστε κι ο ίδιος συχνά εκμυστηρευότανε σε στοςυ επιστήθιους φίλους του: «Έλα γιατί εδώ πέρα με ταραχούν οι δικοί μου..».
Είναι γεγονός πως την ευφυή, οργανωτική, δυναμική και ρεαλιστική συνάμα, στάση του Βενιζέλου στο κρίσιμο αυτό ζήτημα, ευνόησαν, πέραν της ευρύτατης εγκύκλιας μόρφωσής του και των πολυάριθμων αρετών που συνέθεταν την προσωπικότητά του, οι προσωπικές εμπειρίες και τα βιώματα του: Έζησε το καθεστώς της οθωμανικής κυριαρχίας και διέγνωσε εμπειρικά τα αδιέξοδα του αυτόνομου καθεστώτος.
Η πολυκύμαντη πολιτική του σταδιοδρομία, ανέδειξε τα χαρίσματα του που ξεδιπλώθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου : την εκπληκτική του ικανότητα να προσαρμόζεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες πολιτικές συνθήκες και στις απαρέγκλιτες επιταγές της σύγχρονής του πραγματικότητας. Πλείστα παραδείγματα πιστοποιούν αυτή την μοναδική του ικανότητα.
Ενδεικτική είναι η αναδίπλωσή του μετά την εκκαθάριση του νομού Ρεθύμνης από τις επαναστατικές δυνάμεις, από πλευράς Ρώσων, όταν επικαλούμενος τα γεγονότα στο Ατσιπόπουλο διευκρίνιζε ότι «πλέον η επανάσταση στόχο θα έχει την παρακώλυση των αρμοστειακών αρχών χωρίς όμως να είναι αξιώνει την επιβολή της λειτουργίας δικών της αρχών».
Επιβεβαιωμένη είναι επίσης η τόλμη και η γενναιότητα του να υπερασπίζεται, με κάθε κόστος, τη δική του αλήθεια: Ας θυμηθούμε την απόφασή του να εισηγηθεί, ως σύμβουλος Δικαιοσύνης, το 1901, την ιδέα της σταδιακής προσπέλασης των εθνικών επιδιώξεων, επιλογή, η οποία οδήγησε στην απόλυσή του και την απηνή πολιτική του δίωξη, ως υπονομευτή του ενωτικού αγώνα. Κάθε του πράξη, προκαλούσε αντίστοιχης ισχύος και έκτασης, αντίδραση.
Στο ίδιο πνεύμα υπακούει και η γενναία απόφασή του, ένα μόλις χρόνο μετά την ανάληψη εκ μέρους του της Πρωθυπουργίας, να συγκρουστεί ακόμη και με τους ίδιους τους συναγωνιστές του στις κρητικές επαναστάσεις αλλά και τους πολιτικούς και διπλωματικούς αγώνες, αρνούμενος τον Μάιο του 1912, την είσοδο και συμμετοχή Κρητών βουλευτών, στις συνεδριάσεις της ελληνικής βουλής.
Οι επικοινωνιακές του ικανότητες ωφέλησαν τα μέγιστα την ανάδειξη και θετική εξέλιξη του κρητικού ζητήματος. Με γρήγορα αντανακλαστικά και παρά την ασφυκτική πίεση που ασκούσαν οι εξελίξεις και η μαζικότητα του κινήματος, αξιοποιούσε κάθε συμπλοκή αφενός για να εμπλέξει ενεργά, σ’ ένα αμιγώς τοπικό ζήτημα, την ελληνική κυβέρνηση και αφετέρου, για να αποδείξει την αδυναμία των δυνάμεων στην ειρήνευση του νησιού και τη συμβολή τους στη σύγχυση την αναρχία και την ερήμωση της Κρήτης.
Ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστος ο τρόπος που μετέτρεπε το μειονέκτημα πλεονέκτημα, την ήττα σε νίκη. Προκαλεί θαυμασμό η ευρηματικότητα και η εξωστρέφεια του, χαρίσματα που αξιοποίησε στο μέγιστο για να ελκύει τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον αλλά και το κοινό αίσθημα περί δικαίου της ελληνικής κοινής γνώμης, υπέρ του κινήματος, με τις φορτισμένες συγκινησιακά αλλά εμπεριστατωμένες από άποψη επιχειρηματολογίας και ορθότητας πολιτικές παρεμβάσεις του, μέσω έγγραφων αναφορών, προσωπικών συζητήσεων και διαλόγων αλλά και πολύωρων συνεντεύξεων σε απεσταλμένους ειδησεογραφικών πρακτορείων και εφημερίδων.
Η δύναμη του λόγου του και η αξιοπιστία του, αφόπλιζαν, του συνομιλητές του, παρόπλιζαν και υποβίβαζαν τους οπαδούς της εκκαθάρισης από «… το θερισιανόν μόλυσμα και από τα ταραχοποιά και κακούργα στοιχεία…
Η πνευματική του συγκρότηση, η ευρυμάθεια, η ηθική ακεραιότητα και η διορατικότητα του, τον καθιστούσαν ιδανικό στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των ξένων δυνάμεων και των προξενείων όχι μόνον κατά την περίοδο του κινήματος του Θέρισου αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Είχαμε πράγματι την τύχη ως έθνος, να αναλάβει ο Ε.Β. τη διαχείριση της τύχης και του μέλλοντος της χώρας μας, σε μια περίοδο εκρηκτικών μεταμορφώσεων, αλλαγών και συσχετισμών που συντελούνταν σε διεθνές, πανελλήνιο, αλλά και τοπικό επίπεδο. Ήταν εκείνος που ανέλαβε το ασήκωτο βάρος της ευθύνης διασφάλισης της εθνικής υπόστασης και ζωής των Ελλήνων της εποχής του αλλά κι εκείνης των μελλοντικών γενεών».