Νέα αναταραχή και έντονες αντιδράσεις στον αγροτικό κόσμο αναμένεται να προκαλέσει η οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, χιλιάδες αγρότες καλούνται να επιστρέψουν στο κράτος το συνολικό ποσόν των 425 εκατομμυρίων ευρώ, χρήματα που υποχρεούται να διεκδικήσει από τους αγρότες το Ελληνικό Δημόσιο ως παράνομα χορηγηθέντα. Η υπόθεση αφορά συνολικά 725.000 αγρότες όλης της χώρας, μεταξύ των οποίων πολλές εκατοντάδες αγρότες της Κρήτης.
Πρόκειται για κρατική ενίσχυση που είχε δοθεί την περίοδο 2008- 2009 από τον ΕΛΓΑ σε αγρότες των οποίων οι καλλιέργειες είχαν πληγεί από φυσικές καταστροφές, με Κοινή Υπουργική Απόφαση του τότε υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Σωτήρη Χατζηγάκη και του υφυπουργού Οικονομικών Νίκου Λέγκα.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της Ελλάδας στην απόφαση που είχε εκδοθεί το 2011 και επικύρωσε «την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να ανακτήσει από τους Έλληνες αγρότες την παράνομη κρατική ενίσχυση ύψους 425 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είχε χορηγηθεί εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών».
Η υπόθεση είναι ευρέως γνωστή από το 2011 ως «πακέτο Χατζηγάκη», όταν για πρώτη φορά η Κομισιόν εξέδωσε απόφαση ζητώντας από την Ελλάδα να ζητήσει από τους αγρότες να επιστρέψουν καθένας το ποσόν που είχε λάβει από τα 425 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά από προκαταρκτική έρευνα που πραγματοποίησε για όλες τις αντισταθμιστικές εισφορές που κατέβαλε ο ΕΛΓΑ στους αγρότες τα έτη 2008 και 2009, έκρινε ότι για το 2009 το ποσόν ενισχύσεων των 387.404.547 ευρώ και για το 2008 το ποσόν ενισχύσεων των 37.320.395,97 ευρώ αποτελούν παράνομες κρατικές ενισχύσεις, ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.
Οι Ελληνικές κυβερνήσεις στη συνέχεια με προσφυγές κατά της παραπάνω απόφασης «μπλόκαραν» την υλοποίησή της, ωστόσο χθες δημοσιεύθηκε η οριστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επικυρώνει την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να ανακτήσει από τους Έλληνες αγρότες την παράνομη κρατική ενίσχυση ύψους 425 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είχε χορηγηθεί εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Χρονολογικά, η υπόθεση έχει ως εξής:
Τον Ιανουάριο του 2009, επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή και με υπουργό Γεωργίας τον Σωτήρη Χατζηγάκη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πληροφορήθηκε «σχετικά με τις αντισταθμιστικές πληρωμές τις οποίες επρόκειτο να καταβάλει ο ΕΛΓΑ, κατόπιν διαμαρτυριών μεγάλου αριθμού Ελλήνων παραγωγών γεωργικών προϊόντων, λόγω των ζημιών που είχαν υποστεί κατά το έτος 2008, εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών».
Στις 7 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία έκρινε ότι οι αποζημιώσεις που δόθηκαν το 2008 και 2009 που δόθηκαν ήταν παράνομες διότι «νοθεύουν τον ανταγωνισμό παρέχοντας επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στους Έλληνες παραγωγούς, σε σχέση με άλλους παραγωγούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Στις 8 Φεβρουαρίου 2012, η Ελλάδα ζήτησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ακύρωση της παραπάνω απόφασης. Με ξεχωριστό δικόγραφο, κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.
Με τη διάταξή του, στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, «παγώνοντας» έτσι την υλοποίησή της.
Η χθεσινή όμως δημοσίευση της οριστικής επικύρωσης της επιστροφής των χρημάτων, είναι βέβαιο πως θα προκαλέσει νέο ρήγμα στις σχέσεις αγροτών-κυβέρνησης εάν τους ζητηθεί να επιστρέψουν το ποσόν που καθένας τους είχε λάβει. Καθώς και σε προηγούμενες φάσεις, όταν η απόφαση είχε γίνει γνωστή, οι αντιδράσεις ήταν εντονότατες από τους αγρότες οι οποίοι απαντούσαν πως τα χρήματα να τα επιστρέψουν εκείνοι που τα έδωσαν με λάθος τρόπο.
Να σημειωθεί πως δεν πρόκειται για χρήματα από κοινοτικά κονδύλια, αλλά για κρατικές ενισχύσεις που όμως, όπως τονίζεται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, απαγορεύεται από το πλαίσιο που διέπει την Κοινή Αγροτικής Πολιτική των χωρών της Ε.Ε.
«Οι πληρωμές συνιστούσαν πλεονέκτημα και είχαν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό»
Το περιεχόμενο της απόφασης όπως ανακοινώθηκε χθες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει ως εξής:
«Κατά το έτος 2009, ο Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) – φορέας του Δημοσίου ο οποίος έχει ως σκοπό την ασφάλιση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων όσον αφορά ζημίες οφειλόμενες σε φυσικούς κινδύνους – κατέβαλε σε περίπου 800.000 Έλληνες αγρότες αντισταθμιστικές ενισχύσεις συνολικού ύψους 425 εκατομμυρίων ευρώ, λόγω ζημιών που είχαν προκληθεί το 2008 εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Μέρος του ποσού αυτού προερχόταν, κατά την Ελλάδα, από εισφορές που είχαν καταβάλει οι Έλληνες αγρότες στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως του ΕΛΓΑ και οι οποίες ανέρχονταν σε τουλάχιστον 145 εκατομμύρια ευρώ όσον αφορά τα έτη 2008 και 2009. Δεδομένου ότι ο ελληνικός γεωργικός τομέας χαρακτηρίζεται από την πρωτίστως οικογενειακού χαρακτήρα γεωργία και τις μικρού μεγέθους εκμεταλλεύσεις, καθένας από τους αποζημιωθέντες αγρότες έλαβε, κατά μέσο όρο, ποσό σχεδόν 500 ευρώ.
Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους κανόνες συμπεριφοράς που περιλαμβάνονται στο Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενισχύσεως, με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, χαρακτήρισε τα μέτρα αυτά ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά. Διέταξε, επομένως, τις ελληνικές αρχές να ανακτήσουν τις ενισχύσεις αυτές από τους δικαιούχους τους.
Η Ελλάδα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ακύρωση της αποφάσεως αυτής και την αναστολή εκτελέσεώς της μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της ουσίας.
Το 2012, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέστειλε την εκτέλεση της αποφάσεως, καθόσον με την απόφαση αυτή υποχρεωνόταν η Ελλάδα να ανακτήσει τις μη συμβατές ενισχύσεις από τους δικαιούχους τους. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο, το 2014, απέρριψε την προσφυγή επί της ουσίας.
Κατόπιν τούτου, η Ελλάδα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, με αίτημα τόσο την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου όσο και την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής έως την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναστολής εκτελέσεως για τον λόγο ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν ήταν εκ πρώτης όψεως βάσιμη.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι η είσπραξη των εισφορών των αγροτών από το Δημόσιο και η εισαγωγή τους στον κρατικό προϋπολογισμό, πριν αυτές αποδοθούν από το Δημόσιο στον ΕΛΓΑ, αρκούν για να θεωρηθεί ότι οι παροχές που χορηγεί ο ΕΛΓΑ προέρχονται από κρατικούς πόρους. Δεδομένου, επίσης, ότι οι πληρωμές που κατέβαλε ο ΕΛΓΑ ήταν ανεξάρτητες των εισφορών που είχαν καταβάλει οι αγρότες, οι πληρωμές αυτές συνιστούσαν πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχαν οι δικαιούχοι υπό κανονικές συνθήκες αγοράς και, επομένως, είχαν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο απορρίπτει το επιχείρημα που προέβαλε η Ελλάδα, η οποία, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρής κρίσεως που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία το 2009, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι επιβεβαίωσε την εκτίμηση της Επιτροπής περί του ότι η καταβολή των ενισχύσεων παρέσχε στους Έλληνες αγρότες πλεονέκτημα όσον αφορά τον ανταγωνισμό το οποίο επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, μολονότι στην Ελλάδα τότε δεν επικρατούσαν κανονικές συνθήκες αγοράς. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο κρίνει ότι το επιχείρημα αυτό έχει τον χαρακτήρα νέου επιχειρήματος και πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.
Τέλος, το Δικαστήριο απορρίπτει επίσης το επιχείρημα της Ελλάδας ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να παραβλέψει, αλλά ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τους κανόνες συμπεριφοράς που περιλαμβάνονται στο Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες, αυτοπεριορίσθηκε όσον αφορά την άσκηση της ευρείας εξουσίας της εκτιμήσεως σχετικά με το αν είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά οι ενισχύσεις με σκοπό την άρση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί, καταρχήν, να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς.
Βεβαίως, το Δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι η Επιτροπή μπορεί να υποχρεούται να αποκλίνει από τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και να εκτιμήσει αν οι οικείες ενισχύσεις είναι συμβατές εφαρμόζοντας απευθείας τη σχετική διάταξη της Συνθήκης, ιδίως οσάκις κράτος μέλος επικαλείται την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας κράτους μέλους και διαφοροποιούνται εκείνων τις οποίες λαμβάνουν υπόψη τα πλαίσια αυτά.
Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, εν προκειμένω, η Ελλάδα δεν προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το επιχείρημα ότι συνέτρεχαν τέτοιες εξαιρετικές ειδικές περιστάσεις στον ελληνικό γεωργικό τομέα, οι οποίες διαφοροποιούνταν από εκείνες που χαρακτήριζαν τον ίδιο τομέα σε άλλα, ομοίως πληττόμενα από την οικονομική κρίση, κράτη μέλη και οι οποίες, επομένως, θα μπορούσαν να επιβάλουν στην Επιτροπή απόκλιση από το προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο.
Το Δικαστήριο απορρίπτει επομένως την εκ μέρους της Ελλάδας αίτηση αναιρέσεως, οπότε επικυρώνεται η απόφαση της Επιτροπής και το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να ανακτήσει τις ενισχύσεις».