Στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας (ΙΜΒΒ) του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ) στο Ηράκλειο της Κρήτης, το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο στην Ελλάδα και πρωτοπόρο σε πεδία που σήμερα κρίνονται κρίσιμα για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, ερευνητές δουλεύουν διπλές βάρδιες και Σαββατοκύριακα προκειμένου να αποφύγουν τον συνωστισμό, αλλά και να εξασφαλίσουν τη συνέχεια των πειραμάτων, δίνοντας τη δική τους μάχη με τον χρόνο.
Στο επίκεντρο των ερευνών βρίσκονται τα τεστ μοριακής διάγνωσης του SARS-CοV2, για τα οποία πολύς λόγος γίνεται τόσο γιατί έλειψαν σε αυτή την πρώτη φάση της ελληνικής μάχης κατά της νόσου, αλλά και γιατί θεωρείται ένα από τα μέσα που θα μας βγάλει από την καραντίνα, όπως επίσης θα κάνει δυνατή την ασφαλή προσέλευση τουριστών στη χώρα μας.
«Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα όλα τα διαγνωστικά τεστ εισάγονται, καθώς δεν υπάρχει ελληνική μονάδα παραγωγής αναλώσιμων, και η επάρκειά τους είναι περιορισμένη. Το παγκόσμιο απόθεμα δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες που υπάρχουν και οι μεγάλοι παίκτες της διεθνούς αγοράς, όπως για παράδειγμα η εταιρεία QIAGEN, διαθέτει με προτεραιότητα τα τεστ στις χώρες παραγωγής τους, όπως είναι η Γερμανία και οι ΗΠΑ, γι’ αυτό άλλωστε βλέπουμε και τη δυνατότητα που έχουν να κάνουν τόσα πολλά τεστ. Σε άλλες χώρες, όπως είναι η Κορέα, δημιούργησαν εθνικά κέντρα για την παραγωγή και διενέργεια των τεστ», εξηγεί στην «Κ» ο ερευνητής μοριακής βιολογίας, συνιδρυτής και CEO της νεοφυούς εταιρείας Enzyquest που στεγάζεται στο Επιστημονικό και Τεχνολογικό Πάρκο Κρήτης του ΙΤΕ, δρ Δημήτρης Κουτσιούλης.
Ενώ λοιπόν στην Ελλάδα υπάρχουν τα μηχανήματα και το εκπαιδευμένο προσωπικό για να κάνουν τις απαιτούμενες αναλύσεις, δηλαδή η τεχνολογία ελέγχου των τεστ, δεν υπάρχουν σε επάρκεια τα αναλώσιμα. Ο κύριος τρόπος ανίχνευσης του COVID-19, γίνεται σε τρία βήματα: συλλογή του ρινοφαρυγγικού δείγματος σε ειδικά φιαλίδια, απομόνωση του γενετικού υλικού RNA και μοριακή ταυτοποίηση μέσω της τεχνικής Real Time RT PCR. Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας δεν παράγεται κανένα από τα τρία κομμάτια, αλλά εισάγονται.
Τεστ ελληνικής κατασκευής;
Η EnzyQuest ειδικεύεται στην παραγωγή ενζύμων για χρήση στη μοριακή βιολογία και βιοτεχνολογία, ορισμένα εκ των οποίων αποτελούν συστατικά στη διεθνώς δια-δεδομένη μοριακή τεχνική Real Time RT PCR που ακολουθείται σήμερα και από τα ελληνικά κέντρα αναφοράς. Αυτή τη στιγμή η εταιρεία βρίσκεται στη διαδικασία δημιουργίας πρωτοτύπων που θα οδηγήσουν στη μαζική παραγωγή τεστ, ενώ παράλληλα δημιουργούνται οι ομάδες εργασίας με τα κέντρα αναφοράς για τον έλεγχο της αξιοπιστίας τους.
«Στο πλαίσιο εθνικού σχεδιασμού, στόχος μας είναι, σε συνεργασία με το εργαστήριο MINOTECH biotechnology, καθώς και με άλλα ακαδημαϊκά ιδρύματα που είμαστε σε επαφές, να δημιουργήσουμε εγχώρια επάρκεια τεστ, για την επόμενη φάση διαχείρισης της κρίσης, όπου πλέον θα πρέπει να χρησιμοποιούμε διαγνωστικά τεστ σε μεγαλύτερους πληθυσμούς. Υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, στόχος τους είναι να υπάρξει διαθεσιμότητα ικανοποιητικού αριθμού τεστ μέσα στο καλοκαίρι, προκειμένου να είμαστε έτοιμοι για την πιθανή έξαρση του φθινοπώρου», αναφέρει ο δρ Δημήτρης Κουτσιούλης.
Παράλληλα, η ίδια ερευνητική ομάδα ελέγχει ένα εναλλακτικό μοριακό τεστ, το οποίο έχει σύντομους χρόνους απόκρισης και μικρότερη απαίτηση σε εξοπλισμό το οποίο μέσα σε 15-30΄ δίνει χρωματικό αποτέλεσμα. Bασιζόμενη στην ίδια τεχνική, η εταιρεία Abbott στα τέλη Μαρτίου πήρε έγκριση από το FDA και χρησιμοποιείται ήδη στην Αμερική. Ενα τέτοιο τεστ αναφέρει ο κ. Κουτσιούλης θα ήταν κατάλληλο σε αεροδρόμια και σε νοσοκομεία και σε άλλους χώρους, για τον έλεγχο του προσωπικού σε καθημερινή βάση.
Νέα μέθοδος
Υποσχόμενη παρουσιάζεται και η νέα μέθοδος μοριακής διάγνωσης της ερευνητικής ομάδας του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας, με επικεφαλής την καθηγήτρια στο τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ηλέκτρα Γκιζελή. Πρόκειται για μια καινοτόμο τεχνολογία που έχει τη δυνατότητα απευθείας ανίχνευσης του SARS-CοV2 μέσω μιας απλής και εύχρηστης διαγνωστικής συσκευής μοριακής διάγνωσης που δυνητικά θα μπορούσε να την έχει κάθε γιατρός στο ιατρείο του ή κάθε ένας από εμάς στο σπίτι του. Δεν χρησιμοποιεί την καθιερωμένη μοριακή μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης, αλλά εναλλακτική μέθοδο ισόθερμου πολλαπλασιασμού του γενετικού υλικού. Η μέθοδος είναι πολύ οικονομική, χρησιμοποιεί πρωτοπόρο φορητό σύστημα ανίχνευσης μέσω έξυπνου κινητού και μπορεί να δώσει το αποτέλεσμα μέσα σε μισή ώρα. Ουσιαστικά παρακάμπτει την ανάγκη χρήσης εξοπλισμένου εργαστηρίου, ενώ συγχρόνως αναλύει γενετικό υλικό. Πρόκειται για μια ευέλικτη και αποτελεσματική μέθοδο, για την αξιοποίηση της οποίας το ΙΤΕ έχει ήδη προχωρήσει σε ίδρυση εταιρείας spin-off.
«Η επάρκεια των διαγνωστικών τεστ δεν είναι πολυτέλεια, αλλά είναι συνδεμένη με τον τρόπο αντιμετώπισης της νόσου και τη διαχείριση της απαραίτητης καραντίνας. Το ζήτημα είναι να μπορέσουμε στην Ελλάδα να αξιοποιήσουμε και να εφαρμόσουμε την τεχνογνωσία που ήδη έχουμε στο μέτωπο της διάγνωσης», λέει ο δρ Κουτσιούλης.
Η παγκοσμιοποίηση φαίνεται πως είναι το όπλο, είναι όμως και η αχίλλειος πτέρνα του κορωνοϊού. Για πρώτη φορά παρατηρείται επιστήμονες σε όλο τον κόσμο να εργάζονται με ανοιχτά πρωτόκολλα και να μοιράζονται πληροφορίες χωρίς να τίθεται θέμα πνευματικών δικαιωμάτων και ανταγωνισμών. Ερευνες που υπό κανονικές συνθήκες θα χρειάζονταν χρόνια για να ολοκληρωθούν, σήμερα παίρνουν μήνες:«Αυτό βέβαια κρύβει και μια παγίδα.Εμείς οι επιστήμονες λαμβάνουμε έναν μεγάλο όγκο πληροφορίας που είναι χρήσιμος γιατί τρέχουμε στο επόμενο ερευνητικό βήμα, όμως στο κοινό δημιουργεί σύγχυση και λανθασμένες προσδοκίες, καθώς πρόκειται για στοιχεία πρωτογενή, και όχι επιβεβαιωμένους τρόπους διαχείρισης και αντιμετώπισης του ιού. Οι μελέτες για το εμβόλιο, τα τεστ και τις αντιιικές θεραπείες προχωρούν εξαιρετικά γρήγορα μιλώντας σε επιστημονικούς χρόνους, ίσως όμως όχι αρκετά γρήγορα για να καταλαγιάσουν το παγκόσμιο συναίσθημα φόβου που έχει δημιουργήσει η πανδημία»τονίζει ο δρ Κουτσιούλης.
Πηγή:Καθημερινή