Του ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ Κ. ΑΛΙΓΙΖΑΚΗ*
Η ογδοντάχρονη κυρία Παναγιώτα σήμερα ήταν πολύ χαρούμενη, διότι θα πήγαινε για καφέ με την εικοσάχρονη φοιτήτρια εγγονή της. Είχε βαρεθεί τόσα χρόνια ν’ αποσπερίζει στην αυλή του σπιτιού της και της γειτόνισσας στην περιοχή της Φορτέτσας. Να λένε τα ίδια και τα ίδια πίνοντας ένα γλυκύ βραστό ελληνικό, ενώ ταυτόχρονα κεντούσαν με το βελονάκι μικρά τραπεζομάντηλα.
Φυσικά το είπε στις γειτόνισσες που την μακάριζαν για την τύχη της και με κάποια δόση ζήλιας και θλίψης αναλογίζονταν ότι αυτές τις είχαν ξεχάσει. Ντύθηκε, λοιπόν, από νωρίς και με ανυπομονησία περίμενε να πάει έξι. Μόλις ήρθε η εγγονή πετάχτηκε στο δρόμο και κατηφόρισαν σε μια σύγχρονη καφετέρια στο κέντρο.
Μόλις κάθισαν η γιαγιά δεν χόρταινε να ευχαριστεί για την απογευματινή έξοδο. Παράγγειλαν και τότε χτύπησε το κινητό της νεαρής φοιτήτριας. Ήταν μια φίλη της. Αφού μίλησε ένα τρίλεπτο, στράφηκε στην γιαγιά που δοκίμαζε ένα φρέντο καπουτσίνο πρώτη φορά στη ζωή της. Αφού τη ρώτησε αν της άρεσε, δεν πρόλαβε να λάβει απάντηση και ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν το αγόρι της που την έψαχνε. Του δικαιολογήθηκε, του εξήγησε που ήταν και τι ακριβώς έκανε, ανάλυσε με κάθε λεπτομέρεια πως πέρασε τη μέρα και τον διαβεβαίωσε πολλές φορές ότι τον αγαπά. Αυτός ησύχασε και τη συμβούλεψε να μην ξεχάσει να δει το Facebook στο κινητό της, διότι κάτι είχαν κανονίσει για το βράδυ η παρέα της κι έπρεπε ν’ απαντήσει. Κλείνοντας το τηλέφωνο πήγε η γιαγιά να μιλήσει και να πει πόσο της άρεσε η κίνηση των ανθρώπων, η γεύση του καφέ και να τη ρωτήσει τι κάνει με τις σπουδές της και τη ζωή της. Δεν πρόλαβε όμως· η εγγονή είχε ήδη συνδεθεί με το Facebook, στο οποίο βυθίστηκε σε μια ατέρμονη ανταλλαγή μηνυμάτων που διήρκησε κάμποση ώρα. Η γιαγιά υπομονετικά δεν έλεγε λέξη και κοιτούσε σιωπηλά την κίνηση. Όταν κάποια στιγμή τελείωσε η εγγονή την ενασχόληση με το μέσο κοινωνικής δικτύωσης σήκωσε το βλέμμα και είδε ότι έλειπε η γιαγιά! Πανικός! Που είχε πάει;
Έψαξε τριγύρω, ρώτησε τα γκαρσόνια και κατάλαβε ότι είχε πάει σπίτι της. Πήγε τρέχοντας και βρήκε τη γιαγιά με τις φίλες της, το κέντημα και τον αχνιστό καφέ στα φλιτζάνια. Η ηλικιωμένη γυναίκα την κοίταξε χαμογελαστά, την αγκάλιασε και τη φίλησε και της είπε:
«Συγγνώμη παιδί μου, αλλά εγώ δεν είμαι μαθημένη με τόσο κόσμο, γι’ αυτό έφυγα»…
* O Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος