Όταν ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στους θεμελιωτές του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, εξήρε την προσφορά και του σοσιαλδημοκράτη Χέλμουτ Σμιτ. Αν ο κ. Τσίπρας έχει πράγματι τον Σμιτ ως πρότυπο, τότε πρέπει να γνωρίζει ότι ο πολιτικός αυτός πατούσε πάντοτε στο έδαφος της πραγματικότητας: χωρίς ιδεοληψίες, και χωρίς να είναι ποτέ «παίχτης» και «τζογαδόρος». Χαρακτηριστική για το ρεαλισμό του ήταν η παρακάτω προειδοποιητική αφήγησή του προς τους θερμόαιμους νεαρούς σοσιαλιστές του κόμματός του: όπως έλεγε, «Οι οικονομικές επιχειρήσεις αποτελούν την αγελάδα που παράγει το γάλα, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να την χτυπούν». Ο Σμιτ αναγνώριζε επίσης ότι η Ελλάδα, ενώ ήταν ανέτοιμη, έγινε μέλος της τότε ΕΟΚ το 1981, επειδή -εκτός των πολιτικών αιτίων- μέτρησε η αξιοπιστία και φερεγγυότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ενώ δεν αμφισβητούσε την ιδιοφυΐα του Ανδρέα Παπανδρέου, ωστόσο τον χαρακτηρίζει ως απρόβλεπτο (unberechenbar), δηλαδή, αν θα ήθελε κανείς να μιλήσει λιγότερο ευγενικά, αφερέγγυο και αναξιόπιστο.
Η φερεγγυότητα, η υπευθυνότητα και η ρεαλιστική αίσθηση του μέτρου δεν ανήκουν πάντοτε στις πολιτικές αρετές. Ο Μακιαβέλι έγραφε ότι ο Ηγεμόνας οφείλει να «γίνει μεγάλος υποκριτής και κρυψίνους, μαθαίνοντας να φέρνει με κατεργαριά σύγχυση στα μυαλά των ανθρώπων, κάνοντάς τους να πιστέψουν στην απάτη του». Μπορούμε να πούμε ότι τα χαρακτηριστικά αυτά, που κυριαρχούσαν στην εποχή του Μακιαβέλι, και όχι μόνο, δεν εγγυώνται σήμερα επιτυχία, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Ε. Ένωσης, μεταξύ εταίρων. Μόνο ο φερέγγυος πολιτικός, ο οποίος αντιδρά με υπευθυνότητα και παρρησία στα διάφορα ερεθίσματα, αποφεύγοντας τις επικίνδυνες ακροβασίες και τις μπλόφες, μπορεί να κερδίζει την εμπιστοσύνη των εταίρων στην Ε.Ε.
Πέρα από τις θετικές επιπτώσεις, μια αρνητική παρενέργεια από την κυριαρχία του Α. Παπανδρέου στη Μεταπολίτευση είναι, ότι ενίσχυσε τις ήδη προϋπάρχουσες ανατολίτικες νοοτροπίες του παίχτη και τζογαδόρου στην πολιτική. Επειδή ήταν χαρισματικός, ενέπνεε δηλαδή αφοσίωση και εμπιστοσύνη στις μάζες, γι’ αυτό και τα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά του έγιναν κυρίαρχα πρότυπα και νόρμες που κληροδοτήθηκαν κυρίως στις νεότερες γενιές πολιτικών. Στις τηλεοπτικές συζητήσεις, οι θεωρούμενοι ως εύστροφοι πολιτικοί μας συχνά απλώς υπεκφεύγουν στις ερωτήσεις και φορτίζουν τη συζήτηση εκδηλώνοντας και προκαλώντας συναισθήματα. Αυτή η έκκληση μόνο στο θυμικό και όχι στο μυαλό των πολιτών δεν μπορεί σήμερα να ιδωθεί χωρίς την άτυπη «Σχολή» που αναπτύχθηκε με μαεστρία από τον Αντρέα, βρίσκοντας μιμητές (χωρίς ωστόσο να διαθέτουν την ιδιοφυΐα του), π.χ. στο λεγόμενο «Σκοπιανό» το 1992, και στην αντιμνημονιακή πόλωση κατά τα τελευταία χρόνια.
Σήμερα, στις οριακές στιγμές που ζούμε, οφείλουμε να συμπαρασταθούμε στον πρωθυπουργό, αν θέλει πράγματι να κλείσει επιτυχώς τις διαπραγματεύσεις που κρίνουν την παραμονή ή την έξοδό μας από την Ευρωζώνη. Ενώ φέρθηκε πολύ υπεύθυνα μετά το δημοψήφισμα (σε αντίθεση προς τον κ. Βαρουφάκη), ωστόσο η αιφνιδιαστική διακοπή των διαπραγματεύσεων και η αναγγελία ενός παραπλανητικού δημοψηφίσματος, με ασαφή ερωτήματα και με υπονοούμενα εναντίον των θεσμών με τους οποίους γινόταν η διαπραγμάτευση, θύμιζε «βαρουφάκεια παίγνια και μπλόφες». Αν είχαν στοιχειωδώς μελετηθεί οι επιπτώσεις και οι πιθανές παρενέργειες του δημοψηφίσματος, τότε θα είχε προβλεφθεί ότι η μονόπλευρη διακοπή των συνομιλιών με προσφυγή στο δημοψήφισμα θα απέβαινε σίγουρα σε βάρος της χώρας μας. Στις συνθήκες αυτές, το Eurogroup ήταν ευνόητο ότι δεν θα έδινε παράταση του προγράμματος της Ελλάδας, σαν να μη συνέβη τίποτα. Και χωρίς την παράταση αυτή ήταν απολύτως σίγουρο ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί τη ρευστότητα των Ελληνικών Τραπεζών, με αποτέλεσμα αυτές να κλείσουν. Με το να παρασυρθεί ο πρωθυπουργός σε επικίνδυνες περιπέτειες από τον μοιραίο υπουργό του, ήρθε σε πλήρη αντίθεση με αυτά που λέει: ενώ διακηρύσσει ότι νοιάζεται για τα συμφέροντα και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού, ωστόσο με το δημοψήφισμα οδήγησε, άθελά του, τη χώρα εκτός προγράμματος, με κλειστές τις τράπεζες και, ακόλουθα, τους πολίτες να συνωστίζονται, μέσα στη ζέστη, στα ATM για λίγα ευρώ, και τους επιχειρηματίες και την τουριστική βιομηχανία σε ασφυξία. Παρόλα αυτά, όταν βγήκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος πολλοί τραγουδούσαν και χόρευαν στην πλατεία Συντάγματος, σύμφωνα με τη ρήση: «των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν»! Πώς θα αντιδράσουν άραγε, αν η χώρα μας, χρεωκοπημένη και με κλειστές τράπεζες, βρεθεί από τη Δευτέρα εκτός της ομπρέλας της Ε.Ε. και του ευρώ;
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής
Πανεπιστημίου Κρήτης