Το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου, που προβάλλει με τις εκδηλώσεις του τις αξίες του τόπου, δεν θα μπορούσε να παραλείψει τη δική του αναφορά σ’ ένα μεγάλο απόντα της πολιτιστικής ζωής, αλλά διαρκώς παρόντα μέσα από το έργο του: τον Νίκο Μαμαγκάκη, που ο Δήμος αφιέρωσε το έτος που διανύομε στη μνήμη του.
Έτσι το Δ.Σ. του ιστορικού σωματείου, ανέθεσε στον επίσης καταξιωμένο μας συνθέτη κ. Μπάμπη Πραματευτάκη να αναφερθεί στο φίλο των παιδικών του χρόνων, στο λάτρη του ηχοχρώματος.
Η διάλεξη δόθηκε προχθές Κυριακή στη φιλόξενη αίθουσα του Λυκείου μας, παρουσία εκλεκτού κόσμου. Τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Ευγένιο εκπροσώπησε επάξια ο Αρχιμανδρίτης π Ρωμανός και τον δήμαρχο Ρεθύμνου κ. Γιώργο Μαρινάκη που απουσίαζε στην Αθήνα ο αντιδήμαρχος κ Γιώργος Γεωργαλής πλαισιωμένος και από άλλα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, όπως οι κυρίες Ελευθερία Μιχάλα, Ρένα Κουτσαλεδάκη -Καπετανάκη κ.ά.
Στη μεστή προσλαλιά της, η πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων κυρία Φερενίκη Βαλαρή, αναφέρθηκε στο χρέος του φορέα της να αποτίσει φόρο τιμής σε ένα σημαντικό Ρεθεμνιώτη όπως ο Νίκος Μαμαγκάκης και εξέφρασε τη χαρά της που ένας επίσης σημαντικός Ρεθεμνιώτης ο κ. Μπάμπης Πραματευτάκης θα ξεδίπλωνε πτυχές από την παιδική ηλικία του διεθνούς φήμης φίλου του μουσικοσυνθέτη με τον οποίο τον συνέδεαν τόσες παιδικές μνήμες.
Ο κ. Πραματευτάκης με την ομιλία του εκδήλωσε και χάρισμα ομιλητή, γιατί κράτησε αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του ακροατηρίου με τις αναφορές που έκανε και μάλιστα με ένα οικείο ύφος που συντελεί στη συναισθηματική φόρτιση ανακαλώντας μνήμες.
Αναφέρθηκε πρώτα στις βιωματικές εμπειρίες του στον χώρο του Λυκείου, όπου σαν μικρό παιδί είδε για πρώτη φορά κινηματογράφο με το σχολείο του κι έπειτα εκεί παρουσίασε για πρώτη φορά και το συμφωνικό του έργο ΑΡΚΑΔΙ, όπως επίσης το θεατρικό έργο του αξέχαστου Δημήτρη Δαφέρμου με τον τίτλο «Δυο φυλές μια αγωνία», αλλά και αναρίθμητα φιλολογικά βράδια που ακολούθησαν.
Εκεί απέκτησε και κοινές μνήμες με τον Νίκο Μαμαγκάκη, με τον οποίο έτυχε να είναι κοντά ηλικιακά και να βιώνουν καταστάσεις, σε δύσκολες εποχές, όταν περνούσε και το Ρέθυμνο τις συνέπειες πολέμων και στέρησης δυνατοτήτων ανάπτυξης.
Εκείνα τα πέτρινα χρόνια
«Τι να πρωτοθυμηθούμε εμείς τα Σοχωριανάκια», είπε χαρακτηριστικά, «από την εποχή των πρώτων μας παιδικών χρόνων… Μιζέρια, ανέχεια, συσσίτια, φόβος, ήταν καθημερινοί μας σύντροφοι.
Ακόμα και η φοίτηση στο σχολείο ήταν προβληματική. Μάθημα κάναμε παντού, όπου βόλευε, καθώς τα κτίρια είχαν επιτάξει οι Γερμανοί.
Ούτε λόγος φυσικά για μας, που είχαμε πάθος με τη μουσική, ότι θα εξασφαλίζαμε την αγορά κάποιου οργάνου, πόσο μάλλον και το δάσκαλό του. Θυμάμαι το Θοδωρή Σταυρουλιδάκη, πριν φύγει για την Αμερική κατασκεύασε μόνος του μια κιθάρα.
Ο Νίκος πάντως είχε μια κιθάρα που δεν θυμάμαι πως την είχε αποκτήσει.
Μετά την κατοχή, περάσαμε τη δίνη της μεγάλης αναταραχής στο πολιτικό σύστημα και του αδελφοκτόνου διχασμού.
Εμείς, παιδιά τότε, δεν είχαμε καν αίσθηση της πολιτικής κατάστασης. Βιώναμε όμως σχεδόν καθημερινά τον κίνδυνο του θανάτου, καθώς παίζαμε κυριολεκτικά με τη φωτιά.
Όλμοι και βλήματα ήταν διάσπαρτα παντού. Κι εμείς μικρά παιδιά τα θεωρούσαμε παιχνίδι. Είναι θαύμα που δεν είχαμε την τύχη άλλων παιδιών που αν δεν σκοτώθηκαν από εκρήξεις, απέκτησαν ισόβια αναπηρία από ακρωτηριασμούς, προσπαθώντας με τα κατάλοιπα πολεμικού υλικού να παίξουμε στις γειτονιές που μεγαλώναμε.
Χειρότερη ήταν η τύχη μας μεγαλώνοντας, καθώς έκρινε την πορεία μας στη ζωή το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Δεν είχε καμιά σημασία πόσο επιμελής μαθητής υπήρξες και πόσο καλές προοπτικές είχες να γίνεις επιστήμονας.
Ένας συγγενής να ήταν στο μαυροπίνακα της εθνικοφροσύνης, σε παρέσυρε και σένα η δίνη της μισαλλοδοξίας και του εμφύλιου σπαραγμού.
Για τους περισσότερους από μας η γονική προστασία ήταν η μόνη καταφυγή, που δεν μπορούσε όμως να μας εξασφαλίσει προνόμια από τη στιγμή μάλιστα που οι γονείς μας δεν ανήκαν ούτε στους «πιστολάδες», ούτε σ’ αυτούς που εξαργύρωναν συνειδήσεις για να επιβιώσουν.
Αυτά βέβαια αφορούσαν τις οικογένειες του μόχθου που δεν είχαν την υψηλή κοινωνική θέση που τους απάλλασσε από τις ταλαιπωρίες που προανέφερα.
Οι μεγάλες οικογένειες, που είχαν καταξιωθεί στο κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν αντιμετώπιζαν αυτά τα προβλήματα, χάρις στο κύρος που διέθεταν έτσι ώστε η παρουσία τους να είναι απόλυτα σεβαστή.
Και προς τιμήν τους έκαναν αρκετές αγαθοεργίες βοηθώντας τους ασθενέστερους συμπολίτες τους.
Στις οικογένειες αυτές οφείλουν οι νέοι των φτωχών οικογενειών που δεν είχαν κοινωνικό στήριγμα.
Για παράδειγμα ποτέ δεν θα πάψω να εκφράζομαι με ευγνωμοσύνη για την οικογένεια Τσάκωνα, κοντά στην οποία έμαθα τόσα πολλά. Στο δικό τους πιάνο μελετούσα όταν σπούδαζα μουσική. Ο Πολύβιος με την εξαίρετη σύζυγό του Αθηνά, μου δημιουργούσαν προϋποθέσεις για να διεκδικήσω μια καλύτερη θέση στη ζωή, αποκτώντας κυρίως κοινωνική μόρφωση.
Ο Νίκος πάλι μέσω της αδελφής του Αρτεμισίας, που εργαζόταν στο γραφείο του Νίκου Ανδρουλιδάκη, συμβολαιογράφου, ήρθε πολύ κοντά με την οικογένεια αυτή, που είχε εξαιρετικές διασυνδέσεις για την εποχή.
Ο Γιώργης Ανδρουλιδάκης, αρχισυντάκτης της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ανέλαβε στη συνέχεια την προώθηση του Νίκου, που βρήκε έτσι έναν ισχυρό υποστηρικτή για να αξιοποιήσει το αναμφισβήτητο ταλέντο του στη σύνθεση και να διαπρέψει στη συνέχεια τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό».
Κι όμως κατάφεραν να σπουδάσουν μουσική
«Εδώ», συνέχισε ο κ Πραματευτάκης, «πρέπει να απαντήσω σε μια δικαιολογημένη απορία. Σε τόσο δύσκολες εποχές πως καταφέραμε να σπουδάσουμε μουσική;
Για τα παιδιά της δικής μου κοινωνικής θέσης η Δημοτική Φιλαρμονική έπαιξε σπουδαίο ρόλο, αφού μας εξασφάλισε δωρεάν μαθήματα. Πώς να ξεχάσουμε τον Νίκο Γκίνο, τον πρώτο μας δάσκαλο στη μουσική που μας μετέδωσε σημαντικές γνώσεις για την εποχή.
Παιδί της Φιλαρμονικής και ο Νίκος που άρχισε νωρίς να δείχνει την έφεσή του στη μουσική.
Η επαφή με σπουδαίους δασκάλους μας και κάποιες ενδείξεις ότι βαδίζαμε καλύτερα από άλλους σε επίπεδο επίδοσης και απόδοσης, δημιούργησε τη διάθεση για ανώτερες σπουδές.
Αυτές ήταν και οι αφορμές που μας ανάγκασαν το Νίκο και μένα να αναζητήσουμε καλύτερη τύχη στο εξωτερικό και μάλιστα στην ίδια πόλη στο Μόναχο.
Ο Νίκος έφυγε πρώτος και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκα κι εγώ υποχρεωτικά μακριά από το αγαπημένο μου Ρέθυμνο».
Μια έντονη προσωπικότητα
Αναφερόμενος στην προσωπικότητα του Νίκου Μαμαγκάκη, ο εκλεκτός ομιλητής τον χαρακτήρισε ανήσυχο πνεύμα, γεμάτο πάθος για την αναζήτηση, ασυμβίβαστο χαρακτήρα που πήγαινε πάντα κόντρα στη μιζέρια των καιρών με τις δικές του πάντα δυνάμεις.
Η μουσική ήταν το βασικό σημείο που τους έφερνε πιο κοντά και κυρίως ο χώρος της Δημοτικής Φιλαρμονικής, όπου πήραν τα πρώτα τους μαθήματα και στη συνέχεια προσφέρανε τις δικές μας υπηρεσίες ως αρχιμουσικοί.
Ανάμεσα στις μνήμες που κατέθεσε ο κ. Πραματευτάκης και μια ακόμα που απόλαυσε πραγματικά το ακροατήριο, όπως τόσο παραστατικά την απέδωσε ο ομιλητής.
Μια παράσταση σκέτη καταστροφή
«Ήταν μεγάλη τύχη για μας», είπε μεταξύ άλλων «να μας καλούν οι περιοδεύοντες θίασοι που έδιναν παραστάσεις στην πόλη μας για να δημιουργούμε ζωντανή ορχήστρα που θα κάλυπτε τις ανάγκες της παράστασης.
Μια από αυτές τις φορές βρεθήκαμε με το Νίκο στην ίδια αυτοσχέδια ορχήστρα, όταν περιοδεύων θίασος παρουσίαζε τη ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ.
Εμείς όπως αντιλαμβάνεστε δεν βλέπαμε την ώρα να πάρουμε το ποσόν που είχε συμφωνηθεί, ελάχιστο μπροστά στον κόπο που θα καταβάλαμε, αλλά σπουδαίο για μας που και η δραχμή είχε μεγάλη σημασία.
Φαίνεται όμως ότι βάσκανη μοίρα μας έβαλε στόχο και από την αρχή η παράσταση δεν πήγαινε καλά. Η διασκευή επιχειρούσε να ξεπεράσει και τον Αριστοφάνη σε αθυροστομία, πράγμα που εξόργισε το κοινό. Σε σημείο μάλιστα να αντιδράσει έντονα με το γνωστό τρόπο που αποδοκίμαζαν κάποτε στο θέατρο τους ατάλαντους καλλιτέχνες ή το ανεπαρκές σε ποιότητα θέαμα.
Η παράσταση διεκόπη όλος ο θίασος έφυγε από την πίσω πόρτα χωρίς να τους δει κανένας, τότε είχε και πίσω πόρτα το Λύκειο, κι εμείς απογοητευμένοι μείναμε με το παράπονο του μάταιου χρόνου που ξοδέψαμε χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα».
Εξαιρετικός γνώστης της μουσικής φόρμας
Αναφερόμενος στον συνθέτη Μαμαγκάκη, ο ομιλητής τόνισε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα οποία λειτουργεί ένας δημιουργός.
«Στα θέματα τέχνης» είπε χαρακτηριστικά «μετράει πόσο το δημιούργημα αφυπνίζει το συναίσθημα. Ο ειδικός θα αποφανθεί στις περιπτώσεις του εξειδικευμένου».
Αναμφισβήτητα όμως ο Νίκος Μαμαγκάκης ήταν πολύ καλός γνώστης του τι είναι ήχος και εξαιρετικός γνώστης της μουσικής φόρμας της τέχνης, δηλαδή όταν συναντάται το στοιχείο του ρυθμού με τη ζωή. Καθοριστικό για τη φόρμα είναι να γνωρίζει την αναλογία που πρέπει να έχει στο έργο του η μορφή και το περιεχόμενο. Είναι δυο έννοιες με σαφή διαχωρισμό στον υλικό κόσμο.
Στον κόσμο της μουσικής όμως, που έχουμε παντελή έλλειψη της ύλης, οι δυο αυτές έννοιες ταυτίζονται. Η κορυφαία δε διεργασία που γίνεται γι’ αυτή την ταύτιση στη σκέψη του δημιουργού δίδει στο έργο του την ποθητή άνθιση και ολοκλήρωση, γεγονός αντιληπτό και στον εκτελεστή και στον ακροατή. Ο Νίκος γνώριζε καλά τη διαχείριση της ταύτισης αυτής και οργάνωνε τους ήχους κατά τρόπο έξοχο, συνδυάζοντάς τους παράλληλα αρμονικά με το αναγκαίο τονικό ύφος.
Γι’ αυτό το έργο που αποπνέει κάτι το ιδιαίτερο, είναι Νίκος Μαμαγκάκης.
Κι όταν το έργο ενός δημιουργού ξεφεύγει από τα τετριμμένα και είναι ‘ντυμένο’ με κάτι το ιδιαίτερο, τότε λέμε ότι δημιουργεί μια νέα σχολή με την τέχνη του.
Τα ηχοχρώματα του τόπου του
Και ο κ. Πραματευτάκης κατέληξε:
«Ο Νίκος ξεχώρισε στο μουσικό στερέωμα. Πέρασε στο έργο του τα ηχοχρώματα του τόπου του, του τόπου μας αλλά με τα βασικά στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν και τα έκανε προσιτά και οικεία σε κάθε άκουσμα, καθώς η Κρήτη πάντα υποβάλλει με κάθε της καλλιτεχνική δημιουργία και με κάθε θέμα που την αφορά.
Τιμώντας τον τόπο του ο Νίκος Μαμαγκάκης απέκτησε την υστεροφημία που όλοι του αναγνωρίζουν και την προσυπογράφουν, καθώς καταθέτουν τον θαυμασμό τους για τον μεγάλο Ρεθεμνιώτη δημιουργό».
Ακολούθησε ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ της Εύας Λαδιά: «Νίκος Μαμαγκάκης. Τα παιδικά χρόνια» με την πολύτιμη βοήθεια στην προβολή του κ. Ρωμανού Σκουμπουρδή.
Ο ανιψιός του συνθέτη κ. Βαγγέλης Μαμαγκάκης και οι συμπολίτες κ.κ. Γιώργος Δρανδάκης, Ανδρονίκη Καρνιωτάκη, Γιώργος Ανυφαντάκης κατέθεταν μνήμες από τη φιλία τους με τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη.
Ήταν κατά γενική ομολογία μια βραδιά γεμάτη άρωμα Ρεθεμνιώτικης δημιουργίας και αρχοντιάς που χάρηκε το κοινό και εξέφρασε την ιδιαίτερη ικανοποίησή του, τόσο στην πρόεδρο κυρία Βαλαρή όσο και στις κυρίες του Δ.Σ., στις οποίες και πιστώνεται η άψογη οργάνωση και η επιτυχία της εκδήλωσης.