Η νέα συμφωνία της Ελλάδας με τους πιστωτές της έχει τόσο θετικές όσο και κάποιες πολύ αρνητικές πτυχές για τις προοπτικές της χώρας.
Ξεκινώντας με τα αρνητικά, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόσει τους επόμενους μήνες, καινούρια, πολύ σκληρά μέτρα λιτότητας, ύψους περίπου 4-5% του ΑΕΠ. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση λόγω της αβεβαιότητας σε όλη τη διάρκεια των προηγούμενων πέντε μηνών που διήρκεσαν οι διαπραγματεύσεις και του κλεισίματος των τραπεζών πριν από δύο εβδομάδες. Ως εκ τούτου, τα καινούρια μέτρα θα είναι εξαιρετικά επώδυνα.
Επιπλέον, η κατάρρευση της εμπιστοσύνης -όπως συμβαίνει από τον Ιανουάριο- αντικατοπτρίζεται στην ταχύτητα και τον τρόπο που θα πρέπει να εφαρμοστούν τα νέα μέτρα. Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να νομοθετήσει τέσσερις σημαντικές μεταρρυθμίσεις μέχρι την Τετάρτη (15 Ιουλίου). Μόνον μετά από αυτό – και εφόσον ικανοποιηθεί το Eurogroup- θα είναι εφικτή η αποδέσμευση μίας πρώτης δόσης από τους πιστωτές και θα ξεκινήσουν οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις έτσι ώστε να προχωρήσει η υλοποίηση του νέου προγράμματος. Το πρόγραμμα, βέβαια, δε μπορεί να είναι βιώσιμο αν η εφαρμογή προχωρήσει με τέτοιο απροκάλυπτο και σχολαστικό τρόπο.
Παρόλα αυτά, η συμφωνία έχει τρεις θετικές πτυχές, κατά μείζονα λόγο την αποφυγή του Grexit.
Πρώτον, το πρόγραμμα διαρκεί τρία χρόνια και προβλέπει την αποδέσμευση ενός μεγάλου ποσού (82 έως 86 δισεκατομμύρια ευρώ) για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας την περίοδο αυτή. Συνεπώς, όταν το πρόγραμμα ξεκινήσει, θα σταματήσει η αβεβαιότητα, που έκανε τόσο μεγάλη ζημιά στην οικονομία κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών.
Αντίθετα, οι προτάσεις που συζητούνταν μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες, είχαν μικρότερο εύρος και είχαν σχεδιαστεί μόνο για την κάλυψη των αναγκών της Ελλάδας για ένα διάστημα λίγων μηνών. Έτσι, θα επέκτειναν την αβεβαιότητα σχετικά με τη χρηματοδότηση των επόμενων ετών για όσο καιρό διαρκούσε η παράταση του δεύτερου Μνημονίου.
Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευτεί να κινητοποιήσει 35 δισεκατομμύρια ευρώ κατά τα επόμενα 3-5 χρόνια, ώστε να υποστηριχθούν οι επενδύσεις και άλλα παρόμοια έργα στην Ελλάδα. Αν τα κεφάλαια χρησιμοποιηθούν πλήρως και γρήγορα, θα απαλυνθεί ο πόνος της επιπρόσθετης σκληρής λιτότητας. Είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη αναγνωρίζει τη σημασία λύσεων πέρα από τη λιτότητα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Τρίτον, στη νέα συμφωνία αναφέρεται ότι το χρέος της Ελλάδας θα μπορούσε να ελαφρυνθεί μετά την πρώτη επιτυχή αξιολόγηση του προγράμματος. Φυσικά, δεν πρόκειται για σαφή δέσμευση. Αναγνωρίζεται, ωστόσο, πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Σε γενικές γραμμές, πιστεύω ότι η εφαρμογή αυτού του προγράμματος είναι πολύ προτιμότερη από την εναλλακτική λύση, το Grexit. Εάν το πρόγραμμα εφαρμοστεί και μείνει εντός τροχιάς, τότε είναι πιθανό πως τμήμα της εμπιστοσύνης θα αποκατασταθεί, διευκολύνοντας έτσι τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Επίσης, το επενδυτικό σχέδιο μπορεί να βοηθήσει ώστε να κινηθεί η οικονομία.
Ωστόσο, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι εάν η ελληνική κυβέρνηση είχε διαπραγματευτεί με την ίδια αίσθηση του επείγοντος από τον Ιανουάριο, μια συμφωνία θα μπορούσε να έχει έλθει πολύ νωρίτερα, η οικονομία δεν θα είχε καταρρεύσει και τα μέτρα θα ήταν πολύ ελαφρύτερα.
*Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Royal Holloway