Οι δύο δηλώσεις
Η αφορμή για το άρθρο μας αυτό, μας δόθηκε από δύο δηλώσεις, σπουδαίων πανεπιστημιακών καθηγητών που έχουν διατελέσει και σχετικά πρόσφατα υπουργοί. Του Αθανάσιου Τσαυτάρη και της Λούκας Κατσέλη.
Η πρώτη δήλωση είχε ως εξής:
«Κυρίως όμως αν μετά τη μακροχρόνια προσοχή μας κάτω, στις πεδιάδες, τα αστικά κέντρα και τα παράλια, γυρίζοντας το βλέμμα ψηλά προσθέσουμε κυρίως στον στρατηγικό μας σχεδιασμό την παραμελημένη ορεινή και ημιορεινή Ελλάδα. Σύνθημά μας: φράγματα, φράγματα και λιμνοδεξαμενές παντού» Αθ. Τσαυτάρης: καθηγητής Γεωπονικής σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης (συνέντευξη, 7ος/’20).
Ο κ. Τσαυτάρης τόσο με τις τεχνοκρατικές του γνώσεις ως καθηγητής Γεωπονίας όσο και με τη πολιτική του εμπειρία ως υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, μας τονίζει το πόσο αναγκαίο είναι πια σε όλη τη χώρα μας η αποθήκευση των νερών των βροχών και του χιονιού με φράγματα, ώστε τη πρότασή του αυτή τη χαρακτηρίζει ως σύνθημα.
Η τοπιογραφία των Κρητικών βουνών
Το γεωγραφικό σχήμα της Κρήτης, είναι τυπικό επίμηκες, με μεγάλη διαφορά μήκους – πλάτους. Εντελώς νοητά θα μπορούσαμε να την φανταστούμε ως ένα παραλληλεπίπεδο, με μικρές χερσονήσους και πολλά μικρά ακρωτήρια που της προσδίδουν μια ομοιόμορφη γραφικότητα. Ως τοπιογραφία, παρουσιάζει μια εγκάρσια ζώνη με πολύ υψηλές οροσειρές, που εκτείνονται από τα δυτικά έως και τα ανατολικά, ξεκινώντας από τα Λευκά όρη (2.453 μ.) στα Χανιά, τον Ψηλορείτη (2.456 μ.) και το Κέδρος (1.776 μ.) στο Ρέθυμνο, την Δίκτη (2.148 μ.) και τα Αστερούσια (1.231 μ.) στο Ηράκλειο και τις ανατολικές απολήξεις της Δίκτης και τα όρη της Θρυπτής (1.476 μ.) στο Λασίθι. Ωστόσο υπάρχουν και μερικές ενδιάμεσες οροσειρές, της τάξης έως τα 1350 μ. υψόμετρο, όπως του Αγίου Δικαίου στο Έλος στα Χανιά, του Κρυονερίτη, των Ταλαίων, του Ασιδέρωτα και της Κουρούπας στο Ρέθυμνο και των Σητειακών βουνών στο Λασίθι. Το σύνολο αυτών των βουνών δέχεται κάθε χρόνο ένα πολύ μεγάλο όγκο βροχών και χιονιού, αφού στην Κρήτη οι χιονοπτώσεις διαρκούν τουλάχιστον 3 – 4 μήνες κάθε χρόνο, και χιονίζει σε υψόμετρο πάνω από τα 800 – 900 μέτρα.
Το υδρογραφικό τους δίκτυο
Έτσι λοιπόν για να αποστραγγίζονται οι τεράστιες αυτές ποσότητες βροχής και χιονιού, έχει αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερα έντονο ακτινωτό υδρογραφικό δίκτυο από μικρούς χειμάρρους, που τελικά σχηματίζουν τουλάχιστον 20 μεγαλύτερους ποταμούς που χύνονται στο Κρητικό ή στο Λυβικό πέλαγος. Το ακτινωτό αυτό σχήμα παρέχει το πλεονέκτημα ότι οι ποταμοί που το συνθέτουν, καλύπτουν ολόγυρα τον κάθε ορεινό όγκο. Έτσι όλες οι γύρωθεν πεδινές εκτάσεις του κάθε βουνού, διατρέχονται και από κάποιον από αυτούς. Οι ποταμοί αυτοί, πάντα αρχίζοντας από τα δυτικά είναι: Ο Ξεροπόταμος Κισσάμου, ο Ταυρωνίτης, ο Πελεκανιώτης, ο Κερίτης, ο Κλαδισσός, ο Κοιλιάρης, ο Βρυσανός, ο Μουσέλας, ο Πετρές, ο Σπηλιανός, ο Πρέβελης, ο Πλατανιάς, ο Ακουμιανός, ο Πλατύς, ο Αρκαδιώτης, ο Γεροπόταμος Μυλοποτάμου, ο Γεροπόταμος Μεσσαράς, ο Αναποδάρης, ο Αποσελέμης και ο ποταμός του Μύρτου. Ενδιάμεσα σε αυτούς, υπάρχουν εκατοντάδες μικρότεροι χείμαρροι που χύνονται μεμονωμένα στη θάλασσα, σχηματίζοντας τις εκατοντάδες μικρές παραλίες που αγκαλιάζουν ολόγυρα το νησί. Από ένα πολύ ενδεικτικό υπολογισμό μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι οι 20 αυτοί ποταμοί, παρ’ όλο που οι περισσότεροι έχουν περιοδική ροή, αποστραγγίζουν στη θάλασσα τουλάχιστον 520 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε πως σύμφωνα με μετρήσεις του ΙΓΜΕ για τα έτη ‘87 και ’88 οι 9 ποταμοί του Ρεθύμνου αποστράγγισαν κατά μέσο όρο τα δύο έτη 135 εκατ. κυβικά μέτρα νερού κατ’ έτος.
Η Κύπρος ως ένα ελκυστικό παράδειγμα
Η όμορη Μεγαλόνησος της Κρήτης, η Κύπρος που μορφολογικά και τοπιογραφικά oμοιάζει με την Κρήτη, αφού και αυτή διατρέχεται στο κέντρο της από την υψηλή οροσειρά του Τροόδους (1.952 μ.) και τη χαμηλότερη του Πενταδάκτυλου (950 μ.) που εκτείνεται στη Βόρεια ακτογραμμή του νησιού. Όμοια με τα βουνά της Κρήτης και κυρίως στο Τρόοδος, έχει αναπτυχθεί και εκεί, ένα πολυπληθές ακτινωτό υδρογραφικό δίκτυο ποταμών και παραποτάμων που αποστραγγίζουν τις βροχοπτώσεις του στη θάλασσα. Οι ποσότητες των βροχοπτώσεων στην Κύπρο βέβαια είναι πολύ λιγότερες της Κρήτης, αφού το μέσο ύψος ανέρχεται μόλις στα 450 χιλιοστά κατ’ έτος, όταν στην Κρήτη ανέρχεται στα 830 χιλιοστά τουλάχιστον. Αυτό βέβαια καθιστά το νερό για την Κύπρο, ακόμη πιο πολύτιμο αγαθό. Έτσι λοιπόν η Κύπρος από πολύ ενωρίς εφάρμοσε ένα πολύ επιτυχημένο σχέδιο αποθήκευσης των τρεχούμενων νερών της. Σήμερα πια, έχουν καταφέρει να μην καταλήγουν στη θάλασσα παρά ελάχιστες ποσότητες νερών και μόνο τόσες, όσες χρειάζονται ώστε να υπάρχει η απαραίτητη υδροβλάστηση για να διατηρείται ζωντανό το παρόχθιο φυσικό περιβάλλον.
Τα επιφανειακά νερά της Κύπρου και τα φράγματα
Αυτό στην Κύπρο το κατάφεραν με τη κατασκευή δεκάδων φραγμάτων και εξωποτάμιων λιμνοδεξαμενών, σε ολόκληρο το νησί. Από το 1945 όπου κατασκευάστηκε το 1ο φράγμα στον «Κουτσό» και έως σήμερα έχουν κατασκευαστεί 108 φράγματα και λιμνοδεξαμενές που λειτουργούν με ικανοποιητική επιτυχία. Το μεγαλύτερο από αυτά αναγέρθηκε στον ποταμό Κούρη το 1988 και είναι χωρητικότητας 115 εκατ. κυβικών μέτρων. Υπάρχουν επίσης και 8 φράγματα της τάξης των 8 έως και 52 εκατ. κυβικών μέτρων. Τα περισσότερα βέβαια από αυτά (48 στο σύνολο) είναι μικρά, της τάξης των 20.000 – 100.000 κυβικών μέτρων, γιατί δεν υπάρχει η δυνατότητα για μεγαλύτερες ποσότητες νερού. Η συνολική χωρητικότητα όλων αυτών των φραγμάτων είναι περίπου 332 εκατ. κυβικά μέτρα νερού. Με αυτό τον συνετό προγραμματισμό η Κύπρος σε βάθος 70 χρόνων και παρ’ όλες τις δύσκολες Εθνικές και πολιτικές συνθήκες που έχει περάσει, έχει καταφέρει να έχει μια άριστη αξιοποίηση του υδάτινου δυναμικού της, τόσο για την ύδρευση των κατοίκων της όσο και για την άρδευση της καλλιεργήσιμης γης της.
Τα ήδη υπάρχοντα φράγματα στην Κρήτη
Έως σήμερα στη Κρήτη έχουν κατασκευαστεί 6 μεγάλα φράγματα, που είναι: των Ποταμών Αμαρίου στο Ρέθυμνο, της Φανερωμένης, του Αποσελέμη και της Πλακιώτισσας στο Ηράκλειο, των Μπραμιανών στο Λασίθι και ένα μικρότερο του Βαλσαμιώτη στα Χανιά χωρητικότητας συνολικά περίπου 85 εκατ. κυβικών μέτρων.
Επιπλέον έχουν κατασκευαστεί και 13 μικρές λιμνοδεξαμενές που είναι: της Χρυσοσκαλίτισσας και των Αγίων Θεοδώρων στα Χανιά, του Αρκαδίου, του Βυζαρίου και των Ανωγείων στο Ρέθυμνο, του Ινίου, των Αμουργελών, των Άρμα Ανωγείων, των Παρτίρων, του Σκινιά, του Καραβάδω και των Δαμανίων στο Ηράκλειο και του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Κωνσταντίνου στο οροπέδιο Λασιθίου, από τις οποίες όμως δεν λειτουργούν οι 5 λόγω βλαβών και κακοτεχνιών.
Η ανάγκη για ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό
Αντλώντας λοιπόν εμπειρία προγραμματισμού από το παράδειγμα της Κύπρου, μπορούμε να σκεφτούμε πως και στην Κρήτη θα μπορούσαν να κατασκευαστούν σε βάθος χρόνου τουλάχιστον 10 – 15 φράγματα στους μεγάλους ποταμούς, χωρητικότητας της τάξης των 8 – 20 εκατ. κυβικών μέτρων το κάθε ένα. Παράλληλα με αυτά θα μπορούσαν να γίνουν και πολλά μικρότερα, ως λιμνοδεξαμενές, αφού και οι ποσότητες των νερών υπάρχουν και επίσης υπάρχουν και οι αντίστοιχες εκτάσεις γης που μπορούν να αρδευτούν και που σήμερα είναι καλλιεργούμενες αλλά μη αρδευόμενες ή και εντελώς ξηρικές και ακαλλιέργητες. Σε αυτό συνηγορούν και οι θετικές υδρογεωλογικές συνθήκες των περιοχών. Πιο συγκεκριμένα θα μπορούσαν να κατασκευαστούν φράγματα στον Ξεροπόταμο Κισσάμου, στον Ταυρωνίτη, στον Πελεκανιώτη, στον Κερίτη, στον Κοιλιάρη, στον Βρυσανό, στον Πετρέ στην περιοχή των Αλώνων, στον Γερακαριανό ποταμό, στον Γεροπόταμο Μυλοποτάμου, στον Πλατύ ποταμό, στον Γεροπόταμο Μεσσαράς, στον Αναποδάρη, στον ποταμό του Μύρτου και σε μικρότερους ποταμούς του Λασιθίου.
Οι δυνητικά αρδεύσιμες κοιλάδες
Κατάντη αυτών των περιοχών εκτείνονται μεσαίες και μικρότερες κοιλάδες, έκτασης συνολικά εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων μη αρδευόμενες, με ελαιώνες, οπωροφόρα δέντρα, υπαίθριες καλλιέργειες και αμπελώνες που, αν θα μπορούσαν να γίνουν αρδευόμενες η απόδοσή τους θα αυξάνονταν τουλάχιστον στο τριπλάσιο. Εκτός όμως από τις ήδη καλλιεργούμενες εκτάσεις υπάρχουν πολύ περισσότερες χέρσες και οι οποίες όταν θα υπάρξει η δυνατότητα άρδευσης θα καλλιεργηθούν και αυτές. Θεωρούμε πως σε μια περιοχή όπως η Κρήτη, με ηλιοφάνεια τους 8 έως και 9 μήνες το χρόνο, και με την ανυπαρξία συνθηκών παγετού, είναι μεγάλη αστοχία, εφόσον υπάρχουν οι υδάτινες ποσότητες να μην έχουν αξιοποιηθεί. Με τα φράγματα αυτά θα υπάρξει η δυνατότητα άρδευσης όλων των εκτάσεων που μπορούν να καλλιεργηθούν, από την Κίσσαμο των Χανιών ως και το Μακρύ Γυαλό της Σητείας.
Τα πολλαπλά οφέλη
Η μεγάλη αυτή αύξηση των δυνητικά καλλιεργήσιμων εκτάσεων αλλά και η αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων, από μη αρδευόμενες σε αρδευόμενες, θα επιφέρει πολλαπλά οφέλη στο νησί μας. Τα οφέλη αυτά θα είναι τόσο η σημαντική αύξηση του εισοδήματος των καλλιεργητών, όσο και η δυνατότητα απασχόλησης πολύ περισσότερου πληθυσμού και μεγάλη μείωση της ανεργίας τοπικά. Συγχρόνως όμως θα είναι και μια μεγάλη συμβολή στο εθνικό εισόδημα της χώρας μας.
(Θα ακολουθήσει η Β’ Ενότητα σε επόμενο φύλλο με τίτλο: Η προίκα του λαού της Κρήτης είναι οι Αρχαιολογικοί, Ιστορικοί και Θρησκευτικοί της χώροι).