Της ΜΑΡΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ*
Η κυβέρνηση της ΝΔ, επιδιώκει να ψηφίσει κατακαλόκαιρο το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας -το οποίο ντύνει με εύηχες λέξεις, όπως «αυτονομία», «ελευθερία» «αναβάθμιση», στα μουλωχτά, νομίζοντας ότι έτσι θα εμποδίσει την ενημέρωση και θα αμβλύνει τις αντιδράσεις εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών.
Η εκπαιδευτική κοινότητα όμως έχει την πείρα όλης της τελευταίας περιόδου. Και η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο με τον παραπλανητικό τίτλο «αναβάθμιση του σχολείου – ενδυνάμωση του εκπαιδευτικού» πρέπει να συναντήσει τη γενικευμένη αντίδραση γονιών, εκπαιδευτικών και μαθητών, μιας και αποτελεί βαθιά, αντιδραστική τομή στην εκπαίδευση και δυνατό χτύπημα στα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς.
Πιο συγκεκριμένα, με την «αυτονομία» του σχολείου σε όλα τα επίπεδα (παιδαγωγικό, οικονομικό, διοικητικό), κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας φέρνουν μια σειρά από αντιδραστικές διατάξεις, που αντικειμενικά θα οδηγήσουν στη διαφοροποίηση του ίδιου του περιεχομένου της μόρφωσης και στην κατηγοριοποίηση των σχολείων. Θα δούμε δηλαδή τον διαχωρισμό των σχολείων ή ακόμα και τμημάτων μέσα στο ίδιο σχολείο, σε εκείνα των φτωχών, που «δεν τσουλάνε» και σε εκείνα των λίγων και εκλεκτών.
Δεν πρόκειται όμως για κάτι νέο. Το συγκεκριμένο μοντέλο υλοποιείται εδώ και δεκαετίες στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες (Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, κ.ά) και η ίδια η πείρα επιβεβαιώνει πως αυτό που έρχεται είναι η επέκταση της κατηγοριοποίησης των σχολείων και η γιγάντωση των ταξικών φραγμών. Και αυτό που θα ακολουθήσει στη συνέχεια θα είναι η αυτόνομη διαχείριση των οικονομικών του και του προσωπικού του κάθε σχολείου, η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, οι συγχωνεύσεις και τα λουκέτα σε σχολεία.
Σε αυτή τη λογική εισάγετε και η «ελεύθερη» επιλογή σχολικού εγχειριδίου (αρθρο 79, 80), με την οποία θα διαμορφωθεί λίστα βιβλίων, που θα καλύπτουν την ίδια ύλη και τα ίδια κεφάλαια που προβλέπονται από το αναλυτικό πρόγραμμα, διαφοροποιημένα όμως ως προς «τον βαθμό δυσκολίας». Τα μεν πιο απλοποιημένα, που θα απαντούν στο μίνιμουμ των απαιτήσεων του αναλυτικού προγράμματος, τα δε πιο εμπλουτισμένα, με περισσότερες δραστηριότητες, μεγαλύτερη εμβάθυνση στις έννοιες που τους αντιστοιχούν, κ.ά. Έτσι, θα δούμε τα πρώτα να επιλέγονται σε σχολεία ή τμήματα που -σύμφωνα με την αντιδραστική αντίληψη που αναπαράγει το καπιταλιστικό σύστημα- «δεν τραβάνε», ενώ τα δεύτερα σε σχολεία ή τμήματα ανεβασμένου επιπέδου.
Έχουμε λοιπόν, τη θεσμοθέτηση των μορφωτικών και ταξικών ανισοτήτων και με το γράμμα του νόμου. Μάλιστα συμπληρώνονται και από περεταίρω παρεμβάσεις, όπως η απλοποίηση των διαδικασιών για την είσοδο ΜΚΟ και επιχειρήσεων για εκπαιδευτικές δράσεις, στην κατεύθυνση της καλλιέργειας πρόσκαιρων δεξιοτήτων, αναγκαίων όμως για τα συμφέροντα της καπιταλιστικής οικονομίας και πάντα σε βάρος της γενικής μόρφωσης, που είναι απαραίτητη για όλα τα παιδιά ανεξάρτητα από την επαγγελματική τους επιλογή. Στην ίδια κατεύθυνση και για να ξεχωρίζει από νωρίς η ήρα από το στάρι, έρχεται και η αξιολόγηση των μαθητών ανάλογα με το επίπεδό τους, που στοχεύει στην κατηγοριοποίηση και την εξώθησή τους σε «πολλαπλές εκπαιδευτικές διαδρομές» (βλ. ανήλικη εργασία από τα 15!).
Βέβαια, η στροφή στις δεξιότητες δεν είναι κάτι καινούριο, ούτε έμμονή ή ιδεοληψία της σημερινής κυβέρνησης ή της προηγούμενης (στην ίδια λογική, θυμίζουμε, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε τα σχολικά βιβλία, θεσμοθέτησε τη Θεματική Βδομάδα, αλλαγές στα ωρολόγια προγράμματα, κ.ά.). Πρόκειται για σταθερό προσανατολισμό, που έχει θεσμοθετηθεί τα τελευταία 15 χρόνια και αντικειμενικά έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση του μορφωτικού επίπεδου των παιδιών, ιδιαίτερα των λαϊκών οικογενειών.
Για την επίτευξη όλων των παραπάνω, βέβαια, απαιτούνται και οι αντίστοιχες προσαρμογές στη χρηματοδότηση και τον έλεγχο σχολείων και εκπαιδευτικών.
Έτσι, διαβάζουμε στο ν/σ για τη «διεύρυνση του κύκλου των πηγών χρηματοδότησης των σχολικών μονάδων», στο όνομα πάντα της αυτονομίας! Τα σχολεία λοιπόν θα επιδίδονται σε αέναο κυνήγι χορηγών, διαμορφώνοντας ένα σχολείο επιχείρηση. Και επειδή τα ψίχουλα της κρατικής χρηματοδότησης δε φτάνουν, θα είναι και πολύ ακριβό για τους γονείς. Αρκεί να αναρωτηθεί κανείς τι χορηγούς θα προσελκύσει ένα σχολείο 50ετίας ή με κοντέινερς, σε σύγκριση με ένα άλλο, πιο τυχερό, που βρίσκεται ίσως σε πιο πλούσιο Δήμο και ποιος θα κληθεί τελικά να καλύψει τα κενά.
Και φυσικά οι διατάξεις του ν/σ μάς διαβεβαιώνουν για την απαίτηση ο εκπαιδευτικός να προσαρμοστεί γρήγορα στις αλλαγές και να ελέγχεται κατά πόσο πιστά εφαρμόζει το αυτόνομο σχολείο σήμερα ή όποιο άλλο απαιτήσουν οι ανάγκες του κεφαλαίου αύριο. Γι’ αυτό φέρνει και την ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, με τιμωρητικές μάλιστα διατάξεις σε περίπτωση άρνησής του, που καμία σχέση δεν έχει με την υποστήριξη του έργου του.
Γιατί αν υπήρχε οποιοδήποτε ψήγμα έγνοιας για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, σήμερα θα μιλούσαμε για οργάνωση επιστημονικών επιμορφώσεων, για μονιμοποίηση των 60.000 αναπληρωτών, για σύγχρονη και ασφαλή σχολική στέγη, υποδομές και αναγκαίο εξοπλισμό, για νέα σχολικά βιβλία που θα απαντούν στη σύγχρονη ανάγκη για ενιαία γενική μόρφωση. Κι όμως τα σχολεία, μετά από σχεδόν 2 χρονιές τηλεκπαίδευσης, με τις επιπτώσεις από την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας να είναι τεράστιες σε όλα τα επίπεδα, θα ανοίξουν με τους ίδιους όρους, χωρίς κανένα επιπλέον ουσιαστικό μέτρο στήριξης.
Το νομοσχέδιο επομένως αποτελεί, τομή αντιδραστική, στοχεύοντας στον πυρήνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο «τι και πώς μαθαίνει ο μαθητής, τι και πώς διδάσκει ο εκπαιδευτικός», που έρχεται διαμορφωμένο από τις κεντρικές κατευθύνσεις ΕΕ και ΟΟΣΑ και κατά παραγγελία των απαιτήσεων του ΣΕΒ.
Άλλωστε είναι το 4ο νομοσχέδιο της Κυβέρνησης στο χώρο της Παιδείας, που πιάνει το νήμα από όσα είχε νομοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από τα τρία προηγούμενα νομοθετήματα της ΝΔ (δεξιότητες, Επαγγελματική Εκπαίδευση, αλλαγές στην πρόσβαση στα Πανεπιστήμια, κ.ά), με καταφανή πια την επιδίωξη της αστικής τάξης να προσαρμόσει το εκπαιδευτικό σύστημα στις ανάγκες που επιβάλλουν τα συμφέροντα των μεγαλοεργοδοτών, των πολυεθνικών, γενικότερα του μεγάλου κεφαλαίου για την καπιταλιστική ανάκαμψη και ανάπτυξη.
Το ζήτημα που τίθεται επομένως είναι: Μόρφωση με βάση τις σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες της εποχής μας για όλους ή μόρφωση προσαρμοσμένη στα μέτρα και τις ανάγκες της αγοράς;
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, θα πρέπει κάθε γονιός, εκπαιδευτικός, μαθητής να αναρωτηθεί τι είναι πραγματικά πρόοδος!
Στον 21ο αιώνα, πρόοδος δεν μπορεί να είναι το σχολείο που έχουν οικοδομήσει όλες οι αστικές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα. Ούτε το «νέο» που φέρνει η κυβέρνηση της ΝΔ, που όμως από παντού αναδύεται η μπόχα του σάπιου και του παλιού. Το σχολείο των εφήμερων δεξιοτήτων και της ημιμάθειας. Των λίγων «αρίστων» και εκλεκτών. Της μόρφωσης που επίσημα μετατρέπεται σε ευκαιρία, δηλαδή σε ατομική ευθύνη, που όποιος μπορεί την αρπάζει, και όχι σε υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα για όλους.
Στον 21ο αιώνα, με βάση την ανάπτυξη και τις δυνατότητες της τεχνολογίας και της επιστήμης, πρόοδος είναι το σχολείο που μορφώνει ολόπλευρα τη νέα γενιά. Που αντιπαλεύει αντιδραστικές αντιλήψεις του τύπου «κάποιοι δεν παίρνουν τα γράμματα» και παρέχει όλες τις αναγκαίες δομές για την ανάπτυξη της ολοκληρωμένης προσωπικότητας του ανθρώπου. Που δεν αντιμετωπίζει τη μόρφωσή του σαν κόστος ή πολυτέλεια αλλά ως ανάγκη.
Πρόοδος είναι η πάλη για την κοινωνία και το σχολείο των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων, στην οποία το ΚΚΕ καταθέτει όλες του τις δυνάμεις και περνάει μέσα και από τον ενιαίο αγώνα εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών, που συναντιέται με την αγωνία για τη μόρφωση των παιδιών μας, ώστε να μην περάσει και να μην εφαρμοστεί το άθλιο νομοσχέδιο.
* Η Μαρία Γιαννάκη είναι δασκάλα, μέλος της Επιτροπής Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ και εκλεγμένη στο ΔΣ του ΣΕΠΕ