Έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η ενέργεια του δήμου Ηρακλείου να κατεδαφίσει τον πρώτο όροφο του κτιρίου που ανήκει στο «κληροδότημα Τρανταλίδη», επί της οδού Ιδομενέως στο ιστορικό κέντρο της πόλης, λόγω της επικινδυνότητας του και του φόβου που ενέχει να τραυματιστεί σοβαρά κάποιος περαστικός.
Ένα κτίριο, το οποίο μεν είχε αφήσει κληρονομιά το 1947 ο αείμνηστος γιατρός Γ. Τρανταλίδης στο Δημοτικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου, όπως ήταν τότε και μέχρι το 1983 η νομική μορφή του νοσηλευτικού ιδρύματος του νομού, ωστόσο όταν το 1983 άλλαξε το πλαίσιο και με νόμο του ΕΣΥ έγινε Δημόσιο Νοσοκομείο Ρεθύμνου, φαίνεται να υπήρξε ένα κενό και έκτοτε το κληροδότημα πέρασε στον δήμο Ρεθύμνου.
Η υπόθεση της κατεδάφισης όμως του κτίσματος άνοιξε εκ νέου το ζήτημα της ιδιοκτησίας του. Η διοίκηση του Νοσοκομείου Ρεθύμνης διεκδικεί το κληροδότημα, επισημαίνοντας ότι η δωρεά αφορούσε το Νοσοκομείο, στην όποια νομική του μορφή και κακώς τόσα χρόνια διαχειρίζεται τα ακίνητα ο δήμος Ρεθύμνου.
Με έγγραφο που υπογράφει ο εκτελών χρέη διοικητή Σπύρος Μικρούλης, ενημέρωσε σχετικά με το δικαίωμα του Νοσοκομείου, τους δήμους Ρεθύμνου και Ηρακλείου, τη ΔΥΠΕ αλλά και τους εισαγγελείς Ρεθύμνου και Ηρακλείου και αιτήθηκε την αναστολή της κατεδάφισης. Έτσι το θέμα παίρνει νέα τροπή και η εξέλιξη του κληρονομικού-ιδιοκτησιακού καθεστώτος του κληροδοτήματος Τρανταλίδη φαίνεται να πάρει δικαστική μορφή.
Ο κ. Μικρούλης ανέφερε στα «Ρ.Ν.»: «Το Τρανταλίδειο κληροδότημα ανήκει στο Νοσοκομείο. Διότι είναι κληροδοτημένο στο Δημοτικό Νοσοκομείο -έτσι λεγόταν παλιά- με τα χρόνια μετονομάστηκε σε Γενικό Νοσοκομείο, όμως είναι το ίδιο.
Εμείς ισχυριζόμαστε βάσιμα ότι ανήκει στο Νοσοκομείο. Διότι δεν υπάρχει άλλο νοσοκομείο στον νομό, ούτε υπήρξε ποτέ. Εμείς στείλαμε ένα αίτημα αναστολής της κατεδάφισης, περισσότερο για να δηλώσουμε ότι δεν ερωτηθήκαμε αν συμφωνούμε ή αν διαφωνούμε. Δεν ενημέρωσε κανείς το Νοσοκομείο.
Το έγγραφο το στείλαμε προχθές προς κάθε κατεύθυνση. Στον Εισαγγελέα, στους δήμους Ρεθύμνου και Ηρακλείου, στη ΔΥΠΕ και αναφέρουμε αυτό ακριβώς. Ότι η διοίκηση του Νοσοκομείου δεν ενημερώθηκε για τις ενέργειες αυτές που έγιναν, όπως φαίνεται, κατόπιν συμφωνίας των δήμων Ρέθυμνου-Ηρακλείου. Εμείς διεκδικούμε το μεγάλο αυτό κληροδότημα για το νοσοκομείο.
Στο έγγραφο ζητάμε να ανασταλεί η κατεδάφιση άλλα ουσιαστικά θέλουμε να σημειώσουμε την παρουσία μας. Πρέπει το ζήτημα να λυθεί κάποια στιγμή, να ξεκαθαριστεί που ανήκει το Τρανταλίδειο κληροδότημα. Να δρομολογηθεί η αξιοποίηση αυτών των κτιρίων. Είναι μεγάλες περιουσίες και θα αποτελούν σημαντικά έσοδα για το νοσοκομείο που τα έχει ανάγκη».
Ο κ. Μικρούλης πρόσθεσε ότι εάν όντως το κτίριο της οδού Ιδομενέως είναι επικίνδυνο, ίσως επιβάλλεται να κατεδαφιστεί, δεν είναι οπωσδήποτε αρνητική η διοίκηση του Νοσοκομείου. Το «μπλοκάρισμα» της κατεδάφισης έγινε, όπως τονίζει, ώστε να δηλωθεί η παρουσία του Νοσοκομείου.
«Βασικά μας ενοχλεί ότι μας αγνοούν. Στο έγγραφο ζητάμε να ανασταλεί η κατεδάφιση, αλλά ουσιαστικά θέλουμε να σημειώσουμε την παρουσία μας. Τώρα, αν πρέπει να κατεδαφιστεί δεν το ξέρουμε. Γιατί αν είναι επικίνδυνο για ζωές ανθρώπων ίσως να πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο. Εμείς ουσιαστικά θέλαμε να δηλώσουμε ότι είμαστε παρόντες κι είμαστε διεκδικητές του κληροδοτήματος. Ο δήμος αυτή τη στιγμή δεν έχει κάποιο νοσοκομείο».
Σε ότι αφορά την κατεδάφιση του κτιρίου της οδού Ιδομενέως παρέμβαση έκανε και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ανατολικής Κρήτης, το οποίο με ανακοίνωση του καταγγέλλει όλους όσους άφησαν το κληροδότημα στην τύχη του μέχρι που έγινε ερείπιο και επισημαίνει πως η έστω και μερική κατεδάφιση του πρέπει να αποτραπεί.
«Εξαιρετικά επικίνδυνο το κτίριο»
Η απόφαση κατεδάφισης φέρει την υπογραφή του πρώην υπουργού Πολιτισμού Ν. Ξυδάκη στις 15-6-15. Ωστόσο,όπως ανέφερε σε δημοσίευμα της η εφημερίδα «Πατρίς», η απόφαση του ελήφθη καθώς είχε προηγηθεί αυτοψία το 2000 (!) από το αρμόδιο τμήμα της πολεοδομίας του Δήμου Ηρακλείου, το οποίο και είχε κρίνει κατεδαφιστέο το κτίριο.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, στην αυτοψία της Πολεοδομίας αναφέρεται η «εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το κτίριο και γίνεται η εκτίμηση του κινδύνου κατάρρευσης του πρώτου ορόφου, η οποία μπορεί να προκαλέσει τον πιθανό τραυματισμό των διερχομένων…».
Από τότε όμως, στα 15 χρόνια που μεσολάβησαν, δεν φρόντισε κανένας, ούτε ο δήμος Ηρακλείου, ούτε ο δήμος Ρεθύμνου, ούτε πολύ περισσότερο η αρμόδια υπηρεσία της Αρχαιολογίας, να περισώσει το κτίσμα. Δεν υπήρξε βούληση για να διατηρηθεί και να μην παραδοθεί στη φθορά του χρόνου, το μοναδικού αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος κτήριο, ένα εξαιρετικό αρχοντικό το ονομαζόμενο Αρχοντικό Σάμη Μπέη.
Η διαιώνιση ενός προβλήματος εξαιρετικά δυσεπίλυτου, όπως απεδείχθη το κληροδότημα Τρανταλλίδη, οφείλεται στην ανεπάρκεια των αρμόδιων φορέων να ερμηνεύσουν τη βούληση του διαθέτη.
Όπως είναι γνωστόν ο γιατρός Τρανταλίδης στη διαθήκη του το 1947, είχε αφήσει την περιουσία του στο Δημοτικό (τότε) Νοσοκομείο Ρεθύμνου, με την επικαρπία στην αδελφή του. Το κληροδότημα περιελάμβανε τα ακίνητα ιδιοκτησίας του στο Ηράκλειο, τόσο στην Ιδομενέως όσο και στην Αγίου Τίτου. Ως επιθυμία του και απαράβατο όρο, ο αείμνηστος Τρανταλίδης στη διαθήκη του όριζε ότι έπρεπε σε κάθε περίπτωση απ’ αυτή τη δωρεά να ωφελείται το Νοσοκομείο Ρεθύμνου.
Αυτό δεν έγινε ποτέ. Το κτίριο της οδού Ιδομενέως λειτουργούσε ως κλινική από μισθωτή μέχρι κάποιο διάστημα και κατόπιν σταδιακά άρχισε να ερημώνει.
Υπήρξε όμως κι ένα σοβαρό ζήτημα, σχετικά με το «κληρονομικό δικαίωμα» όταν το 1983 ψηφίστηκε ο νόμος για το ΕΣΥ, βάσει του οποίου καταργήθηκαν τα δημοτικά νοσοκομεία κι έγιναν δημόσια.
Εφόσον το κληροδότημα ήταν δωρεά στο «Δημοτικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου» και με αυτή του τη μορφή δεν υφίσταντο πλέον, νομικά προέκυψε ζήτημα κι έκτοτε ως διαχειριστής ενεργούσε ο Δήμος Ρεθύμνης και όχι το Δημόσιο πλέον Γενικό Νοσοκομείο.
Ενώ λοιπόν θα μπορούσε το κληροδότημα να αξιοποιηθεί τα μέγιστα, κυρίως την περίοδο που υπήρχαν μεγάλες ευκαιρίες από τα κοινοτικά προγράμματα, ώστε να προσφέρει εστίες πολιτισμού στο Ηράκλειο και οικονομικά οφέλη στον δήμο Ρεθύμνου, αφέθηκε στη φθορά του χρόνου μέχρι που τα κτίσματα ερειπώθηκαν. Το δε κτίριο της οδού Ιδομενέως, Αρχοντικό Σάμη Μπέη, αυτό που ο δήμος αποφάσισε να κατεδαφίσει, είναι αλήθεια πως κατέληξε σε ένα κτίσμα επικίνδυνο εξ αιτίας της σταδιακής κατάρρευσης του. Ήταν βέβαιο πως το κτίριο εφόσον εγκαταλείφθηκε θα κατέληγε στη σημερινή του μορφή.
Φαίνεται βέβαια πως τα κενά της νομοθεσίας και τα γραφειοκρατικά ζητήματα που ανέκυψαν μετά το 1983, όπου ουσιαστικά εξέλειπε ο ακριβής σκοπός για τον οποίο έκανε τη δωρεά ο Γ. Τρανταλίδης, αφού δεν υφίστατο πλέον Δημοτικό Νοσοκομείο αλλά Δημόσιο, και το «δαιδαλώδες» νομικό πλαίσιο δεν διευκόλυναν ουδόλως την αξιοποίηση του κληροδοτήματος. Τα κτίρια παραδόθηκαν στον χρόνο με το σημερινό αποτέλεσμα.
Η πρόθεση και η εδώ και ένα χρόνο απόφαση του υπ. Πολιτισμού για την κατεδάφιση του εξαιρετικού κτίσματος, είναι άγνωστο εάν ήταν σε γνώση του δήμου Ρεθύμνης κι αν βρήκε σύμφωνη την δημοτική αρχή μας.
Διότι προκαλούνται εύλογα ερωτήματα και εύλογη απορία, πως γίνεται μόλις πριν δυο μήνες, στις 18 Ιανουαρίου του 2016 να υπήρξε συμφωνία μεταξύ των δήμων Ρεθύμνου και Ηρακλείου να αναστηλωθούν και τα δυο κτήρια του κληροδοτήματος Τρανταλίδη στο Ηράκλειο και αίφνης αντ’ αυτού να υπάρχει μια εντελώς διαφορετική εξέλιξη και να ανασύρεται η από ενός έτους απόφαση για κατεδάφιση.
Στις 18 Ιανουαρίου είχε γίνει στο Δημαρχείο Ρεθύμνου συνάντηση στην οποία συμμετείχαν οι αντιδήμαρχοι Ηρακλείου Αριστέα Πλεύρη, Στέλα Καλογεράκη, Γιάννης Αναστασάκης με τον δήμαρχο Ρεθύμνου Γιώργο Μαρινάκη και υπηρεσιακούς παράγοντες, όπου η συζήτηση αφορούσε «την εξεύρεση λύσης για ένα ζήτημα που ταλανίζει επί σειρά ετών τους δύο δήμους Ηρακλείου και Ρεθύμνου, αναφορικά με την αξιοποίηση των νεότερων μνημείων του κληροδοτήματος Τρανταλλίδη: του οθωμανικού ιεροδιδασκαλείου στα ερείπια του ενετικού ναυαρχείου στην οδό Αγίου Τίτου και του αρχοντικού Σάμη Μπέη στην οδό Ιδομενέως, τα οποία εδώ και πολλά χρόνια παραμένουν σε ερειπώδη κατάσταση. Σε συνέχεια προετοιμασίας αρκετών μηνών, διαφαίνεται πλέον ότι υπάρχει η νομική δυνατότητα για οριστική λύση, με προοπτική αξιοποίησης των διατηρητέων μνημείων προς όφελος των δημοτών του Ηρακλείου για πολιτιστικές χρήσεις και συνάμα μέσω σχετικής σύμβασης να αποδίδεται στον δήμο Ρεθύμνου το σχετικό αντίτιμο, το οποίο καταβάλλεται στον σχετικό λογαριασμό του νομικού προσώπου του ιδρύματος που υπάρχει για να αξιοποιείται για κοινωνικούς σκοπούς. Στόχος είναι να ολοκληρωθούν το συντομότερο δυνατόν οι προαπαιτούμενες διαδικασίες και μελέτες, ώστε αφενός αυτά κτίρια να ενταχθούν στον πολιτιστικό και κοινωνικό ιστό της πόλης του Ηρακλείου και αφετέρου το ίδρυμα του Ρεθύμνου να έχει πόρους για τον σκοπό που έχει προδιαγράψει ο διαθέτης» όπως ανέφερε τότε ρεπορτάζ των «Ρ.Ν.»
«Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η μερική -έστω- καταστροφή και η εκ των υστέρων ανάδειξή τους»
Σε ανακοίνωση του το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος-Τμήμα Ανατολικής Κρήτης, αναφέρει στην ανακοίνωση του:
«Το ΤΕΕ-ΤΑΚ παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τις εξελίξεις που έχουν σχέση με την αντιμετώπιση του διατηρητέου κελύφους της Οθωμανικής περιόδου (κονάκι Σαμή Μπέη, κληροδότημα Τρανταλίδη) στην οδό Ιδομενέως στο Ηράκλειο. Ένα από τα ιστορικότερα κτίσματα της πόλης, χαρακτηριστικό δείγμα μιας ολόκληρης εποχής, έχει παραδοθεί με ευθύνη των ιδιοκτητών του (στην περίπτωση αυτή του Δήμου Ρεθύμνης) στην εγκατάλειψη και τη φθορά. Η θλιβερή εικόνα της απαξίωσης ενός μοναδικού κηρυγμένου κτιρίου συμπληρώνεται από την αδιαφορία που επιδεικνύουν για χρόνια οι εντεταλμένοι μηχανισμοί προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και ιδιαίτερα το κεντρικό ΥΠΠΟ, που δεν διαθέτει ούτε τον στοιχειώδη προγραμματισμό που απαιτείται για τη διάσωση και τη διαχείριση της αρχιτεκτονικής στρωματογραφίας των πόλεων μας.
Στην πόλη του Ηρακλείου τα τελευταία 40 χρόνια έχουν κατεδαφιστεί πολλά αξιόλογα αρχιτεκτονικά κελύφη όλων των ιστορικών φάσεων της οικιστικής εξέλιξης του αστικού της σχηματισμού και παράλληλα υπάρχει ολιγωρία για την ανάδειξη και την προστασία πολλών κηρυγμένων διατηρητέων κτιρίων (όπως οι Κυλινδρόμυλοι Καστρινάκη) και έλλειψη ενδιαφέροντος για τη θεσμική κατοχύρωση άλλων («Ηρώον» στην πλατεία Ελευθερίας). Τα ζητήματα της ιδιοκτησιακής κατάστασης πολλών από αυτά δεν μπορούν να αποτελούν διαρκώς την εύκολη δικαιολογία για την επιδεικτική εγκατάλειψη και τη σταδιακή καταστροφή τους. Η προστασία, η διάσωση, η συντήρηση και η αποκατάσταση των εξαιρετικών δειγμάτων της αρχιτεκτονικής μνημειακής στρωματογραφίας του Χάνδακα και του Κάστρου, πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα και καθημερινή έγνοια όλων μας.
Καλούμε τον Δήμο Ηρακλείου, που θεωρούμε πως διαθέτει σήμερα θετική άποψη για τα σχετικά ζητήματα και όλους τους ενεργούς πολίτες της πόλης μας, να αναλάβουν αποφασιστικό ρόλο στη διαφύλαξη αυτής της κληρονομιάς και να καλλιεργήσουν με όλους τους τρόπους την ανάπτυξη και την παγίωση μιας θετικής νοοτροπίας στη νεότερη γενιά μέσω της διαρκούς ενημέρωσης και προβολής των σχετικών θεμάτων. Όλα τα διατηρητέα και τα ανώνυμα αρχιτεκτονικά κελύφη και οι ιστορικές γειτονιές της πόλης, μαζί με το μεγάλο επάκτιο και χερσαίο μνημειακό της μέτωπο και το απόθεμα των χαρακτηριστικών -για όλες τις φάσεις της πόλης- κτιρίων που διασώθηκαν, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα σχολαστικής μελέτης και σωστού και υπεύθυνου προγραμματισμού με τη διάσωση, την ολοκληρωμένη αποκατάσταση και τη δυναμική επανάχρηση και απόδοσή τους στο περιβάλλον και το δημόσιο χώρο και τις μελλοντικές γενιές της πόλης.
Ο Δήμος Ηρακλείου πρέπει να συνεχίσει να επιδεικνύει ουσιαστικό ενδιαφέρον για τα σχετικά ζητήματα και πρέπει να προχωρήσει άμεσα με συστηματικό και πιεστικό τρόπο στη θεσμική και κατασκευαστική αντιμετώπιση των δυο κτισμάτων του κληροδοτήματος Τρανταλίδη, διεκδικώντας προς όφελος των δημοτών και των επισκεπτών της πόλης τη μέγιστη δυνατή προστασία και αξιοποίησή τους. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η μερική -έστω – καταστροφή και η εκ των υστέρων ανάδειξή τους.
Σημειώνουμε πως σε όλα τα θέματα που άπτονται της υπεράσπισης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και του μνημειακού αποθέματος της πόλης του Ηρακλείου αλλά και όλης της ανατολικής Κρήτης, το ΤΕΕ-ΤΑΚ έχει συμβάλει μέχρι σήμερα ενεργά και θα εξακολουθήσει να συμμετέχει όποτε του ζητηθεί, προκειμένου να πραγματοποιείται η καλύτερη προσέγγιση και η αρτιότερη επιστημονική τεκμηρίωση και αντιμετώπιση που απαιτούν οι σχετικές διαδικασίες. Αξία σε όλες τις περιπτώσεις έχει η διάσωση της συλλογικής Μνήμης και η έμπρακτη εναντίωση όλης της τοπικής κοινωνίας στους πολύτροπους μηχανισμούς της λήθης».