Βασικό έναυσμα στον σχολιασμό μου για τα 350 χρόνια από την αυτοθυσία του Αρκαδίου ήταν η απορία ενός, όχι τυχαίου, συμπολίτη μας. Όπως ανέφερε, «γιατί να γιορτάζουμε το Αρκάδι, όταν η λογική να ζώνεται κανείς με εκρηκτικά και να ανατινάζεται στον αέρα μαζί με όλους τους άλλους, αποτελεί σήμερα μια μορφή τρομοκρατίας»;
Καταρχάς, είναι αυτονόητο ότι οι αγωνιστές, οι μοναχοί και τα γυναικόπαιδα που θυσιάστηκαν στην ιστορική Μονή για την απελευθέρωση και την ένωσή της Κρήτης με την Ελλάδα, δεν μπορούν καθόλου να συγκριθούν με όσους χαρακτηρίζονται σήμερα ως τρομοκράτες. Για παράδειγμα, οι τρομοκράτες του γνωστού Χαλιφάτου ISIS εκδιώκουν βίαια από τις εστίες τους και δολοφονούν με πρωτόγονες τελετουργίες τους αυτόχθονες στη Συρία και το Ιράκ, χωρίς να παραβλέπουμε και τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα που σκηνοθετούν εναντίον αθώων πολιτών σε ευρωπαϊκές και άλλες χώρες. Παρά τις διαφορές αυτές, το ερώτημα με το οποίο ξεκίνησα θα χρησιμοποιηθεί σήμερα ως χρήσιμη αφετηρία για να διερωτηθούμε τι νόημα είχε τότε, και πώς μπορεί να προσλαμβάνεται και να ερμηνεύεται σήμερα το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.
Είναι γνωστό ότι οι πολιτικές αποφάσεις παίρνονται με την καρδιά και τη λογική. Στον συνδυασμό αυτό είναι καλό να πρυτανεύει η λογική, όμως το ερώτημα «πόσο συναίσθημα και πόση λογική» πρέπει να διέπει τις αποφάσεις δεν απαντάται αφηρημένα: εξαρτάται από τις ιστορικές συνθήκες και από τους ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και εποχής. Από τη σκοπιά αυτή, αντί να κρίνουμε μόνο με τα σημερινά αυτονόητα τη θυσία του Αρκαδίου, είναι λυσιτελέστερο να τη δούμε με τα μάτια και τα βιώματα των ανθρώπων που είχαν κλειστεί στην ιστορική Μονή. Σύμφωνα λοιπόν με τα ιστορικά στοιχεία (βλ. Θ. Δετοράκης. Μ. Περάκης), η επανάσταση του 1866 δεν προήλθε από μια αιφνίδια συναισθηματική έκρηξη, ούτε και από τις ιδεοληψίες μιας περιθωριακής ομάδας, περιχαρακωμένης και αποκομμένης από τον τότε ελληνικό και χριστιανικό πληθυσμό της Κρήτης: η κλιμακούμενη αθέτηση των όρων του Χάττι Χουμαγιούν (που είχε επιβληθεί στον Σουλτάνο από τη Συνθήκη των Παρισίων το 1856) και, ακόλουθα, η αφόρητη καταπίεση των Ελλήνων χριστιανών της Κρήτης ανάγκασε την Παγκρήτια Συνέλευση στις 14 Μαΐου στα Χανιά να απαιτήσει με διάβημά της προς τον Σουλτάνο συγκεκριμένα διορθωτικά μέτρα, όπως: βελτίωση του φορολογικού συστήματος, σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας, εφαρμογή του δικαιώματος εκλογής των δημογερόντων, καθώς και συγκεκριμένα μέτρα για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού.
Επειδή όμως ο Σουλτάνος, όπως και οι Μ. Δυνάμεις δεν ανταποκρίθηκαν καθόλου στο διάβημα αυτό, η αρχική διαμαρτυρία για την αθέτηση των συμφωνιών μετεξελίχτηκε σε επανάσταση. Ήδη η πρώτη επαναστατική διακήρυξη προς τους προξένους των Μ. Δυνάμεων (20. 7. 1866) αναφέρεται στην καταναγκαστική βία που αναγκάζει τους επαναστάτες, χωρίς να το θέλουν («άκοντας»), να πάρουν τα όπλα με βάση το δικαίωμα στην άμυνα. Η ένωση με την Ελλάδα ως ο απώτερος (και όχι χωρίς θυσίες) στόχος της επανάστασης πρέπει ίσως να ιδωθεί, εν μέρει, και από την εξής σκοπιά: όπως διδάσκει η ιστορία, «κανείς δεν θα μπορούσε να επιτύχει το εφικτό αν δεν είχε επιχειρήσει να φθάσει το ανέφικτο». Ήταν όμως πολύ αργά όταν ο Μουσταφά πασάς κάλεσε τους επαναστάτες να καταθέσουν τα όπλα σε πέντε ημέρες με την υπόσχεση ότι, αν το κάνουν, θα ικανοποιήσει τα «δίκαια» αιτήματά τους. Η Γενική Συνέλευση στους Κάμπους (7. 9.) απέρριψε ομόφωνα τις προτάσεις του, αφού: «Το σύνθημα «Ένωσις ή θάνατος», το οποίο άπασα η Κρήτη ανεκήρυξε, δίδει την πρέπουσαν απάντησιν».
Παρόλα αυτά, οι πολεμικές επιτυχίες των Τούρκων στον Αποκόρωνα και οι υποσχέσεις τους για χορήγηση αμνηστίας, εφόσον σταματήσει η εξέγερση, άρχισαν να πιάνουν τόπο, τουλάχιστον σε μερικά χωριά και επαρχίες, όπου οι επαναστάτες συνθηκολόγησαν. Ενώ λοιπόν φάνηκε μια πρόωρη κάμψη της επανάστασης, ακολούθησε το γνωστό ολοκαύτωμα στο Αρκάδι τα ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου. Η αυτοθυσία αυτή συγκίνησε όλο τον κόσμο, επαναφέροντας στις μνήμες το Μεσολόγγι, το Κούγκι και τα Ψαρά, αλλά και όλη την ωμή βία που είχαν υποστεί οι Έλληνες χριστιανοί μέχρι τότε, ήδη από την επανάσταση του Δασκαλογιάννη και εξής.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου ήταν την εποχή εκείνη το πλέον αποτελεσματικό μέσον όχι μόνο για να χαλυβδώσει την αντίσταση και την άμυνα ενός λαού προς τον κατακτητή, αλλά και να συγκινήσει τη διεθνή κοινή γνώμη και έτσι να συμβάλει, κατά το δυνατόν, στη διεθνοποίηση του Κρητικού Ζητήματος. Πράγματι, με το Αρκάδι αναζωπυρώθηκε το διεθνές ενδιαφέρον για τα την υποδουλωμένη Κρήτη, ενώ συγχρόνως δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ επιτροπές και έρανοι για τη βοήθεια στον αγώνα. Η Υψηλή Πύλη βρέθηκε αντιμέτωπη με την ογκούμενη δυσφορία και κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης και, ακόλουθα, με την πρόσκαιρη μεταστροφή της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ιδίως της γαλλικής, υπέρ των Κρητών. Ενώ συνεχίστηκαν οι αμφίρροπες πολεμικές «επιτυχίες» των Τούρκων μετά την αυτοθυσία, άρχισε να γίνεται φανερό ότι δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν σταθερά την υποταγή των χριστιανών Κρητών. Για όλους αυτούς τους λόγους, προτού περάσει ένα χρόνος από την 9η Νοεμβρίου 1866 ο Σουλτάνος προσπάθησε να κατευνάσει το επαναστατικό φρόνημα των Κρητών με υποχωρήσεις και συνδιαλλαγή μαζί τους. Προς το σκοπό αυτό ανακάλεσε τον στρατηγό Ομέρ, σταμάτησε τις πολεμικές επιχειρήσεις για πέντε εβδομάδες, από την 5η Σεπτεμβρίου 1867, και παραχώρησε γενική αμνηστία. Συγχρόνως έστειλε στην Κρήτη το Μεγάλο Βεζίρη Αλή πασά ως κομιστή διοικητικών παραχωρήσεων, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση του λεγόμενου Οργανικού Νόμου του 1868.
Η αυτοθυσία του Αρκαδίου, μαζί με τις άλλες δραματικές περιπτώσεις ωμής βίας, όπως π.χ. οι βασανιστικοί θάνατοι ομήρων και επαναστατών, η ολική καταστροφή επαρχιών ή χωριών είχαν μια καταλυτική συμβολή: μεγάλωναν το αγεφύρωτο χάσμα και πολλαπλασίαζαν τις αντιστάσεις προς τον κατακτητή. Και μόνο το αίμα αγωνιστών που χυνόταν κατά την περίοδο αυτή εθεωρείτο ό,τι το πιο δραματικό και ασυγχώρητο, το οποίο υπονόμευε εκ των προτέρων τις υποσχέσεις και το δέλεαρ για δήθεν ελαφρυντικά μέτρα προς τους υποταγμένους. Έτσι, ακόμη και οι εύθραυστες και συχνά αμφίρροπες πολεμικές επιτυχίες των Τούρκων εναντίον των επαναστατών, καθώς και οι διογκούμενες πολεμικές δαπάνες δεν είχαν ένα σταθερό και μόνιμο αποτέλεσμα, αλλά αποτελούσαν μέρος ενός συνεχιζόμενου φαύλου κύκλου, σύμφωνα με τον Θεοχάρη Δετοράκη. Προσπαθήσαμε να δούμε, ακροθιγώς, το νόημα του Αρκαδίου σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Μένει να πούμε δυο λόγια για το νόημα του Αρκαδίου σήμερα.
Η πράξη της αυτοθυσίας, όταν δεν υπάρχει άλλη λύση και διέξοδος για ένα λαό, δεν αποτελεί ένα μέσον που χαρακτηρίζει μόνο το μακρινό παρελθόν. Παρόμοια διαβήματα απελπισίας και αυτοθυσίας βλέπουμε και στη σημερινή εποχή. Όσο υπάρχουν βίαιες απειλές και ξεριζωμοί των λαών από τις εστίες τους, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι θα εξακολουθούν να επαναλαμβάνονται παρόμοια ολοκαυτώματα. Δεν βρισκόμαστε στο «τέλος της ιστορίας», των συγκρούσεων και των ιδεολογιών, όπως είχε υποθέσει αρχικά ο Φουκουγιάμα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989/1990. Ακόμη και στην Ελλάδα ζήσαμε τα τελευταία 70 χρόνια έναν εμφύλιο, μια δικτατορία που τέλειωσε με την κατοχή της μισής σχεδόν Κύπρου, μια δημοσιονομική εκτροπή και οικονομική κατάρρευση. Και όμως: τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα: Ενώ το 1866 η Κρήτη ήταν υπόδουλη και ικέτευε για την παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων, σήμερα είναι ενσωματωμένη στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τελευταία, παρά τις δυσκολίες, προωθεί -για παράδειγμα- τα δικά της εξωτερικά σύνορα για την ασφάλεια των κρατών μελών της. Από τη σκοπιά αυτή, ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουμε τη θυσία του Αρκαδίου σήμερα είναι, «να επιτελούμε με τον καλύτερο τρόπο το έργο που μας αναλογεί κάθε μέρα»: Μόνο έτσι εξασφαλίζεται μια συνεχής οικονομική παραγωγή αγαθών και πλούτου που αποτελούν τη βασική προϋπόθεση για ένα καλύτερο και ασφαλές αύριο, στο οποίο δεν θα είναι πρότυπο και λύση το «να τιναχτούμε στον αέρα» – για να θυμίσω το ερώτημα με το οποίο ξεκινήσαμε. Με τους στίχους του Σεφέρη: «… πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε. Να αισθάνεσαι δε φτάνει, μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα…»
*Ο Στέλιος Χιωτάκης, είναι ομότιμος καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης